Η περίπτωση της Ιρλανδίας: Πόσο επιτυχημένο είναι το success story του Βορρά;

Η περίπτωση της Ιρλανδίας: Πόσο επιτυχημένο είναι το success story του Βορρά;

Ο Ζαν Πιζανί-Φερύ έγραφε το 2011* ότι η 16η Οκτωβρίου του 2009 ήταν η ημέρα που το ευρώ έπαψε να είναι βαρετό. Ήταν η ημέρα που ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε ότι τα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος, τα οποία έστελνε τακτικά στις Βρυξέλλες ο προκάτοχός του Κώστας Καραμανλής, ήταν «χονδροειδώς αλλοιωμένα». Ήταν η ημέρα που η Ευρώπη κατάλαβε ότι έχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ή μάλλον πολλά…

«Ο ρόλος του νομίσματος είναι να περνά απαρατήρητο. Εκπληρώνει την αποστολή του όταν αποτιμά την αξία των αγαθών […] Όταν αρχίζουμε να μιλάμε γι’ αυτό, σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα. Όταν όλος ο κόσμος ασχολείται μ’ αυτό, σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος», εξηγεί στο βιβλίο του «Η αφύπνιση των δαιμόνων: Η κρίση του ευρώ και πώς να βγούμε από αυτήν» (εκδ. Πόλις).

Από τότε όλος ο πλανήτης ασχολείται με το ευρώ, την Ευρωζώνη και τις χώρες που μπήκαν σε Μνημόνιο. Κυρίως την Ελλάδα. Την πρώτη χώρα που ζήτησε οικονομική βοήθεια από την ΕΕ. Η Ελλάδα μπήκε σε Μνημόνιο τον Μάιο του 2010, συνοδευόμενο με χρηματοδότηση 110 δισ. ευρώ. Ακολούθησε η Ιρλανδία τον Νοέμβριο 2010, που συνοδευόταν από χρηματοδότηση 85 δισ. ευρώ – ίση με το 58% του ΑΕΠ. Η Ιρλανδία ήταν και η πρώτη χώρα που βγήκε από το μνημόνιο -στα τέλη του 2013- και δεν ήταν λίγοι αυτοί που μίλησαν για το success story του Βορρά. Τι έγινε όμως και αναγκάστηκε η Ιρλανδία να ζήσει την πραγματικότητα του Μνημονίου; Ποιοι ήταν οι λόγοι που την οδήγησαν στην έξοδο και πως είναι τώρα η κατάσταση;

Όπως εξηγεί τη HuffPost Greece ο Ronan Lyons, assistant professor στο τμήμα Οικονομικών του Trinity College στο Δουβλίνο, η Ιρλανδία μέχρι τα τέλη του 2010, αντιμετώπιζε τέσσερις αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις:

  1. Η κρίση στη στεγαστική αγορά, με εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά σε αρνητικό ισοζύγιο.
  2. Η κρίση στην αγορά εργασίας, με εκατοντάδες χιλιάδες είτε να είναι άνεργοι είτε να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
  3. Η κρίση στα δημόσια οικονομικά.
  4. Η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ένας βασικός λόγος για την κρίση στη στεγαστική αγορά ήταν, κατά τον Πιζανί-Φερύ ο εύκολος δανεισμός μετά την είσοδο στο ευρώ (το ίδιο συνέβη και στην Ισπανία). Το κράτος δεν χρειαζόταν πια να αυξήσει τους φόρους για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του και τα νοικοκυριά μπορούσαν να χρεωθούν για να καταναλώσουν ή να χτίσουν.

Όσο για την ανεργία, που το 2007 ήταν στο 4,7%, μέχρι το 2010 είχε σχεδόν τριπλασιαστεί φτάνοντας στο 13,9%. Πρόβλημα που μοιραία οδήγησε σε ένα ακόμη πολύ σοβαρό πρόβλημα: τη φυγή των νέων στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας.

Σύμφωνα με τον Lyons, «οι δύο πρώτες, αν και πολύ σοβαρές κρίσεις δεν οδήγησαν απευθείας στην είσοδο της Ιρλανδίας στο Μνημόνιο. Οι άλλες δύο, ωστόσο - η κρίση στα δημόσια οικονομικά και η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος – την οδήγησαν».

Όταν τον Σεπτέμβριο του 2008 η Lehman Brothers κατέρρευσε, το κραχ απλώθηκε σε όλον τον κόσμο και οι Ιρλανδικές τράπεζες (με τη φούσκα του φτηνού χρήματος) βρέθηκαν στο κόκκινο. Η Ιρλανδική κυβέρνηση, τότε, ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις των πτωχευμένων ιρλανδικών τραπεζών. Δεν εγγυήθηκε μόνο τις καταθέσεις των πολιτών αλλά και κάθε υποχρέωση, προς κάθε δικαιούχο, υποκύπτοντας στην πίεση των Ευρωπαίων. Οι τράπεζες των άλλων χωρών (κυρίως γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές) ήταν εξαιρετικά εκτεθειμένες στην ιρλανδική φούσκα, που θα είχαν σημαντικό πρόβλημα εάν τις άφηναν να πτωχεύσουν. Έτσι τα βάρη των τραπεζών μεταφέρθηκαν στον δημόσιο προϋπολογισμό, το έλλειμμα της Ιρλανδίας από σχεδόν μηδενικό το 2007 έφθασε το 25% το 2010 και το χρέος από 25% εκτινάχθηκε στο 96,2% το 2010.

Όπως μας εξηγεί ο Lyons «σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, κατά την περίοδο 2000-2007, η Ιρλανδική κυβέρνηση είχε κάνει όλο και περισσότερες μόνιμες δαπάνες, αλλά αυτές βασίστηκαν σε εντελώς προσωρινές πηγές εσόδων, ιδίως στον τομέα των κατασκευών. Έτσι, όταν η οικονομική δραστηριότητα στέρεψε, ακολούθησαν μεγάλα δημόσια ελλείμματα που προστέθηκαν στο εθνικό χρέος. Αυτό επιδεινώθηκε από τα χρήματα που οι φορολογούμενοι έπρεπε να πληρώσουν για τις μεγάλες τράπεζες ώστε να αποτραπεί η κατάρρευση. Τα χρήματα αυτά δεν προστάτευσαν μόνο τους καταθέτες, αλλά και τους ομολογιούχους, μεταξύ των οποίων γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες, κάτι που δυσαρέστησε ιδιαίτερα τους Ιρλανδούς φορολογούμενους και ψηφοφόρους. Παρ 'όλα αυτά, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν τα μη διατηρήσιμα δημόσια ελλείμματα».

Στα τρία χρόνια εφαρμογής του προγράμματος η Ιρλανδία παρέμεινε ο καλός μαθητής της Ευρώπης. Το ιρλανδικό ΑΕΠ αυξήθηκε 1,7%, οι επενδύσεις αυξήθηκαν 8,3% και οι ιρλανδικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 12,6%. Το 2014 η Ιρλανδία κατέγραψε ανάπτυξη 4,8%, την ταχύτερη στην ΕΕ. Παράλληλα πρόσφατα ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών Μάικλ Νούναν ανακοίνωσε ότι η Ιρλανδία θα εξοφλήσει νωρίτερα τις οφειλές της στο ΔΝΤ. Ήδη έχει καλύψει τα 18 από τα 22,5 δισ. ευρώ που έχει δανειστεί. Επίσης τον Μάρτιο εξέδωσε έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (T-bills) με αρνητικό επιτόκιο.

Από πολλούς χαρακτηρίστηκε το success story του προγράμματος προσαρμογής.

Σύμφωνα με τον Ronan Lyons, ένας συνδυασμός τριών παραγόντων βοήθησε ώστε να βρεθεί η Ιρλανδία εκτός Μνημονίου.

  • Νέα κυβέρνηση με φρέσκια λαϊκή εντολή και δύναμη στη Βουλή, που μπόρεσε να περάσει μια σειρά σκληρών μέτρων.
  • Η πλειοψηφία του κόσμου αναγνώριζε ότι υπήρξαν οικονομικές «υπερβολές» τα χρόνια μέχρι το 2007, οπότε ήταν απαραίτητη μια οικονομική προσαρμογή. Έτσι δεν υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες για τη λιτότητα.
  • Αυτό βοήθησε και στον τρίτο και καθοριστικό λόγο: Τη διατήρηση των ξένων επενδύσεων ακόμη και μέσα στην κρίση. Οι διεθνείς επενδυτές πίστεψαν ότι οι Ιρλανδοί θα κάνουν σχεδόν τα πάντα, και ως εκ τούτου θα πάρουν τα χρήματά τους σε κάποια μορφή.

Αναφορικά με τον πρώτο παράγοντα, ο Lyons επισημαίνει ότι «αν και δεν μπόρεσαν να κάνουν όλα όσα είχαν υποσχεθεί, η κυβέρνηση είχε δύναμη στη Βουλή κάτι που τους επέτρεπε να περάσουν μια σειρά αυστηρών μέτρων, ενώ σε μεγάλο βαθμό διατήρησαν τα ονομαστικά επιτόκια των φόρων και των κοινωνικών παροχών».

Πολύ βασική παράμετρος είναι για τον Lyons η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ιρλανδίας. «Για τον τελευταίο μισό αιώνα, υπήρξε μια αντίληψη στην Ιρλανδία ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, το βιοτικό επίπεδο εξαρτάται από την ικανότητα της χώρας να πουλά αγαθά και υπηρεσίες στις διεθνείς αγορές. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου, ακόμη και κατά τα χειρότερα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η Ιρλανδία προσέλκυσε περισσότερες θέσεις εργασίας ανά κάτοικο μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων από οποιαδήποτε άλλη οικονομία. Αυτή η εξωτερική ‘ώθηση’ έχει λειτουργήσει ως καταλύτης για την εγχώρια οικονομία», μας εξηγεί. Όπως αναφέραμε πιο πάνω οι ιρλανδικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 12,6%.

«Ακόμη και κατά τα χειρότερα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η Ιρλανδία προσέλκυσε περισσότερες θέσεις εργασίας ανά κάτοικο μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων από οποιαδήποτε άλλη οικονομία. Αυτή η εξωτερική ‘ώθηση’ έχει λειτουργήσει ως καταλύτης»

Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ο φόρος στις επιχειρήσεις παρέμεινε αμετάβλητος στο 12,5% καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, μέχρι και σήμερα. Κάτι που έκανε τους επενδυτές να εμπιστευτούν στη χώρα τα κεφάλαιά τους.

Επίσης οι διαδηλώσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Ο κόσμος δέχθηκε τα μέτρα λιτότητας, προκαλώντας τεράστια έκπληξη στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και ανακούφιση στους επενδυτές, που γνώριζαν ότι η επένδυσή τους δεν κινδυνεύει.

Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Stephen Kinsella στα τέλη του 2012 για την κατάσταση στη χώρα, «η Ιρλανδία εξακολουθεί να είναι ένας παράδεισος για τις πολυεθνικές εταιρείες που ψάχνουν για χαμηλή φορολογία και ένα ευέλικτο, νεαρό, ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Μόλις η απειλή μιας οριστικής αθέτησης πέρασε και οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να ανακάμπτουν, οι διεθνείς επενδυτές άρχισαν να αγοράζουν ακίνητα εκεί. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν υπήρξαν σημαντικές δημόσιες διαμαρτυρίες ή κοινωνικές ταραχές. Οι υποστηρικτές της λιτότητας έχουν κρίνει την Ιρλανδία ως το πρότυπο για την δική τους ατζέντα».

«Η Ευρώπη το χρειάζεται να έχει λειτουργήσει η λιτότητα στην Ιρλανδία. Έχει ανάγκη να δείχνει μια ιστορία επιτυχίας. Και ανάμεσα στην Ιρλανδία, την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, η Ιρλανδία ήταν πάντα το καλύτερο στοίχημα», έγραφε ένα χρόνο μετά ο Kinsella.

Και μπορεί οι αριθμοί να ευημερούν, όμως μεγάλο ποσοστό των Ιρλανδών υποφέρει ατομικά. Αυτό οδήγησε σε μια βασική αλλαγή. Από το 2013 και μετά ο κόσμος άρχισε να αντιδρά στα μέτρα. Και ο βασικότερος λόγος ήταν το νερό. Όπως μας εξηγεί ο Ronan Lyons η πιο μεγάλη αντίδραση του κόσμου ήρθε μετά το νέο μέτρο που επέβαλε χρεώσεις για το νερό (πριν η παροχή του νερού ήταν δωρεάν για όλα τα νοικοκυριά, όχι για τις επιχειρήσεις). Τους τελευταίους δε μήνες το ποτήρι ξεχείλισε. Επιπλέον φόρος επιβλήθηκε στο νερό, τη στιγμή που η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι οι πολιτικές λιτότητας τελείωσαν και αυτό ήταν που εξαγρίωσε τους Ιρλανδούς, πυροδοτώντας μια σειρά μαζικών διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, από το Δουβλίνο μέχρι το Κορκ.

Όπως δείχνουν διαχρονικά οι δημοσκοπήσεις, από το 2013 και μετά άρχισε να φαίνεται στον κόσμο η «κόπωση» από τη λιτότητα. Γεγονός που αποτυπώνεται και στη δυναμική των δύο κομμάτων που βρίσκονται στην κυβέρνηση της χώρας (το Fine Gael και οι Εργατικοί).

Οι δημοσκοπήσεις διαχρονικά δείχνουν επίσης ότι άργησαν να φανούν οι όποιες θετικές επιπτώσεις στα δύο αυτά κόμματα, ακόμη και αν η οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώθηκε. Επίσης υψηλά ποσοστά παρουσιάζει το Sinn Fein το οποίο ζητεί την επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσκόπηση του Μαρτίου, το 62% των ερωτηθέντων Ιρλανδών υποστηρίζει ότι τώρα που βγήκε από την ύφεση η Ιρλανδία, η χώρα χρειάζεται μια νέα κυβέρνηση που θα δημιουργήσει μια πιο δίκαιη κοινωνία. Με ένα 66% να λέει ότι δεν έχει αισθανθεί το όφελος της οικονομικής ανάκαμψης.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η «μεγάλη φυγή» του εργατικού δυναμικού. Αν και από το 2012 έχει καταφέρει να μειώσει τα ποσοστά της ανεργίας, έχει ακόμη δρόμο να διανύσει για να επιστρέψει στα ονειρικά ποσοστά του 2007 (4,7%). Αυτό προκάλεσε τη μαζική… έξοδο των Ιρλανδών, μια κατάρα που προσπαθεί τώρα να ξορκίσει η κυβέρνηση του Εντα Κένι, με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επαναπατρισμού.

Υπολογίζεται ότι σήμερα ζουν στο εξωτερικό 1 εκατομμύριο Ιρλανδοί. Δηλαδή πάνω από το 1/5 του πληθυσμού της χώρας (4,6 εκατομμύρια). Περισσότεροι από 240.000 Ιρλανδοί εγκατέλειψαν τη χώρα μετά την οικονομική κατάρρευση του 2008, εκ των οποίων 165.000 έφυγαν την τελευταία 5ετία και είναι κάτω των 25 ετών.

Η κυβέρνηση θέλει τώρα να σταματήσει αυτό το brain drain, με μια πρωτοβουλία με την ονομασία «Global Irish»: Στόχος της να βοηθήσει τα μέλη της διασποράς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να συνδεθούν στη συνέχεια με την Ιρλανδία, μέσα από υπηρεσίες υποστήριξης, αλλά και πρακτικές πληροφορίες σχετικά με την παλιννόστηση.

«Η μετανάστευση έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία μας, καθώς χάνουμε ταλαντούχους ανθρώπους γεμάτους ενέργεια», τόνισε τον Μάρτιο ο Ιρλανδός υπουργός Διασποράς, Τζίμι Ντίνιχαν. Και οι φόβοι είναι εύλογοι. Η διάβρωση της φορολογικής βάσης μέσω της μετανάστευσης θα μπορούσε να «σκοτώσει» την ανάκαμψη αρκετά γρήγορα. Επίσης σχετίζεται με την παραγωγικότητα.

Παράλληλα το πρόβλημα με το χρέος παραμένει. Αν και μειώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, εξακολουθεί να είναι υψηλό, μακριά από το 25% που κατέγραφε προ κρίσης, με αποτέλεσμα να ανοίγουν και εκεί συζήτηση για την απομείωση του. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη, το χρέος της για το 2014 διαμορφώθηκε στο 109,7%.

Από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλο λάθος είναι να συγκρίνει κανείς την Ιρλανδία με την Ελλάδα. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ -όπως αναφέρει και ο Πιζανί-Φερύ- είναι τι θα είχε συμβεί εάν η Ιρλανδία -που όλοι περίμεναν ότι θα σκάσει πρώτη- είχε παραδεχθεί πριν από την Ελλάδα ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Πιθανόν η συνέχεια να ήταν διαφορετική.

«Γιατί παρά τις κακοήθεις δημοσιονομικές πρακτικές για τις οποίες την κατηγορούν οι Γάλλοι, η Ιρλανδία θα ήταν ένας δυσάρεστος ένοχος. Οι ακρότητες στον τομέα των ακινήτων και οι χρηματοπιστωτικές τρέλες στις οποίες επιδόθηκε κατά τη δεκαετία του 2000 δεν αποτελούν παρά την τερατωδώς διογκωμένη εικόνα των κακών συνηθειών των ανεπτυγμένων οικονομιών» αναφέρει. Και για δύο άλλους λόγους: πρώτον η παρουσία των γερμανικών τραπεζών στο Δουβλίνο –που θα ζημιωνόντουσαν από μια κατάρρευση- και το γεγονός ότι η Ιρλανδία ήταν πάντα ο καλός μαθητής στους δημοσιονομικούς κανόνες. Το χρέος της μειώθηκε από 54% του ΑΕΠ το 1998 στο 25% το 2007. Αντίθετα η Ελλάδα είναι ο ιδανικός ένοχος. Χώρα-υπόδειγμα κακοδιοίκησης, δημοσιονομικής κραιπάλης, πελατειακής ασωτίας και ψευδούς καταγραφής των στοιχείων της. Μια χώρα που έγινε ο εύκολος ένοχος όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε πρώτος ότι χρειάζεται οικονομική βοήθεια.

*Jean Pisani-Ferry, «Η αφύπνιση των δαιμόνων. Η κρίση του ευρώ και πώς να βγούμε από αυτήν», Αθήνα: Πόλις 2012.

Διαβάστε επίσης τα αφιερώματα της HuffPost Greece για την Πορτογαλία, την Κύπρο και την Ισλανδία

Δημοφιλή