Πόσο ακριβής τελικά είναι η εικόνα που έχουν τα ξένα ΜΜΕ για την ελληνική κρίση και γιατί σπεύδουμε να την υιοθετήσουμε;

Πόσο ακριβής τελικά είναι η εικόνα που έχουν τα ξένα ΜΜΕ για την ελληνική κρίση και γιατί σπεύδουμε να την υιοθετήσουμε;

Καθημερινά υπάρχει αναδημοσίευση ρεπορτάζ, οδοιπορικών και απόψεων για την κρίση στην Ελλάδα και τις συνέπειες αυτής. Το κείμενο αυτό θα προσπαθήσει να εξηγήσει το πάθος μερίδας των Ελλήνων δημοσιογράφων να επικαλούνται ως ανθελληνικές τις γνώμες και τα ρεπορτάζ συναδέλφων του εξωτερικού.

Μήπως αποπροσανατολίζει τελικά να διαβάζουμε και να αποδεχόμαστε ως μοναδικές όλες εκείνες τις πληροφορίες οι οποίες επικαλούνται ευρωπαϊκές πηγές και δημοσιεύονται στο Bloomberg, το Reuters και τη Bild μόνο και μόνο επειδή είναι το Bloomberg, το Reuters και η Bild;

Στην Ελλάδα τόσο για λόγους πολιτικής όσο και επικοινωνίας η διαχείριση της πληροφορίας στα ΜΜΕ παραμένει ακόμα και σήμερα, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα κρίσης μονοδιάστατη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει απουσία μίας ουσιαστικής συζήτησης για τις πιθανές συνέπειες της αναφερόμενης "χρεοκοπίας" ενώ την ίδια ώρα, οι διαρροές κατά τη διάρκεια πολιτικών διαπραγματεύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η επιλεκτική αναπαραγωγή πληροφοριών, μεταξύ άλλων με non-paper από τα ΜΜΕ, οδηγούν στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και συμβάλλουν στη δημιουργία της αρνητικής εικόνας της χώρας.

Πολλοί αρθρογράφοι για να υπερασπιστούν τη πολιτική τοποθέτηση της εφημερίδας όπου εργάζονται έγιναν βασιλικότεροι του βασιλέως και τόνισαν περισσότερο κάποια στερεότυπα που προσβάλλουν τους Έλληνες πολίτες. Υπήρξαν δημοσιεύματα που είχαν κυρίως προπαγανδιστικό και δηλητηριώδη ρόλο και εξυπηρέτησαν είτε συγκεκριμένες ιδεολογικο-πολιτικές θέσεις είτε αντιευρωπαϊκές θέσεις.

Η μεγαλύτερη μερίδα των Ελλήνων, από τη πλευρά της, έχει πειστεί, με τον τρόπο που αναπαράγονται αυτά, ότι λόγου χάρη η Γερμανία αρνείται την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και ασκεί πολιτική με γνώμονα το δικό της συμφέρον.

Εδώ και μια πενταετία υπήρξαν εκατοντάδες δημοσιεύματα με στερεότυπα του τύπου ότι οι Έλληνες δουλεύουν λίγο, συνταξιοδοτούνται νέοι και έχουν υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα με αποτέλεσμα να στρέψουν την κοινή γνώμη άλλων κρατών-μελών εναντίον της Ελλάδας. Τα περισσότερα από τα δημοσιεύματα αυτά χαρακτηρίζονται από υπεραπλουστεύσεις και αναπαραγωγή στερεότυπων, ενώ στην περίπτωση εφημερίδων "κίτρινου τύπου" όπως η γερμανική Bild, η σκόπιμη αναζήτηση αρνητικών ειδήσεων αποτέλεσε και αποτελεί πάγια πολιτική.

Στη HuffPost Greece ζητήσαμε τη γνώμη δυο ειδικών της πολιτικής επιστήμης καθώς και συναδέλφων από τις διεθνείς εκδόσεις της ''The Huffington Post'' για να μοιραστούν τη γνώμη τους.

«Αντικειμενική ενημέρωση δεν υπάρχει. Επίσης, δεν υπάρχουν διεθνή ή ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης. Όλα τα μέσα είναι “εθνικά”: εκδίδονται στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Ιταλία κλπ. Κάθε μέσο και κάθε δημοσιογράφος γράφει ανάλογα με τις πληροφορίες του (που συχνά είναι είτε θολές είτε αντικρουόμενες), με τις πηγές του (που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αξιοπιστία), με τα συγκεκριμένα συμφέροντα του μέσου για το οποίο δουλεύει, με τη γενικότερη κουλτούρα της χώρας έκδοσης και του κοινού που απευθύνεται και σίγουρα με τις προσωπικές του αντιλήψεις», αναφέρει ο Διευθύνων Σύμβουλος της CIVITAS, κ. Γιώργος Φλέσσας, και σημειώνει ότι «η αναξιοπιστία της ελληνικής πολιτικής, ο ακραίος πολιτικός λόγος, η κάκιστη επικοινωνιακή πολιτική της σημερινής κυβέρνησης έχουν ως αποτέλεσμα μια γενικευμένη αρνητική δημοσιότητα για τη χώρα μας, η οποία φυσικά επηρεάζει και τη διεθνή κοινή γνώμη και τις αγορές».

Παράλληλα, προσθέτει ότι τα διεθνή μέσα αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου αντιμετώπισαν με συμπάθεια τον Αλέξη Τσίπρα και τη νέα κυβέρνηση υπογραμμίζοντας πως «με τις παλινωδίες, τις υπερβολές και τα λάθη στη διαπραγματευτική στρατηγική η θετική εικόνα ανατράπηκε».

Από την πλευρά του ο πολιτικός επιστήμονας, κ. Λευτέρης Κουσούλης, εξηγεί στη HuffPost Greece ότι «Δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει καθολική κάλυψη ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης» αφού «ο υποκειμενισμός που υπάρχει πάντα μέσα σε ένα κείμενο ή σε μια τηλεοπτική ή ραδιοφωνική κάλυψη – αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο – βάζει παντού την υπογραφή του».

«Έτσι, και αυτό που αποκαλείται "δημοσιογραφική δεοντολογία" είναι μια σχετική έννοια, αφού συχνά στον Τύπο εφαρμόζεται με "ευελιξία". Τα δημοσιεύματα για την Ελλάδα, κινούνται σε όλο το φάσμα. Κάποια είναι προκλητικά, κάποια γεμάτα στερεότυπα, κάποια πιο κοντά στην πραγματικότητα. Η δυνατότητα του συντάκτη ενός ξένου εντύπου να κατανοήσει τη χώρα, δίνει τελικά ένα καλό ή κακό αποτέλεσμα», αναφέρει και συνεχίζει «Τα δημοσιεύματα ασκούν επιρροή και σε αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε "κοινή γνώμη" και σε αυτό που αποκαλούμε ''αγορές''. Η επιρροή τους είναι πιο μικρή από ό,τι νομίζουμε, καθώς νέα γεγονότα και νέα δημοσιεύματα έρχονται συχνά να ανατρέψουν εντυπώσεις και εικόνες που δημιούργησαν τα προηγούμενα».

«Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου όλοι επηρεάζουν όλους, είναι αναμενόμενο να υπάρχουν και κατευθυνόμενα δημοσιεύματα. Υπάρχουν μεγάλα εθνικά συμφέροντα (ΗΠΑ, ΕΕ, Γερμανία, Γαλλία) υπάρχουν τοπικά συμφέροντα (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία), υπάρχουν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, υπάρχουν χρηματαγορές, υπάρχουν θεσμικές προτεραιότητες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ, ΕΚΤ) και όλοι ασκούν τη μέγιστη δυνατή επιρροή», απαντά ο κ. Φλέσσας ενώ, από την πλευρά του, ο κ. Κουσούλης αναφέρει:

«O Τύπος είναι μέρος της πολιτικής σύγκρουσης. Μέσα και γύρω από αυτόν κάθε είδους συμφέροντα συγκρούονται. Είναι περισσότερο λοιπόν ζήτημα επιρροής παρά επιλογών κάποιων κέντρων, που θα όριζαν με απόλυτο τρόπο τα γεγονότα. Πάντα υπεισέρχεται μια ερμηνεία και πάντα υπάρχει ένας υποκειμενισμός που δίνει προσανατολισμό σε αυτή την ερμηνεία. Όποιος διατυπώνει δημόσια γνώμη, στο βάθος επιδιώκει να ασκήσει μια επιρροή. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα δυνατοτήτων και ισχύος.»

«Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, τόσο πριν την κρίση στη δημιουργία και στην επώασή της (καθώς συγκυβερνούσαν με τους πολιτικούς), όσο και μετά την κρίση και μέχρι σήμερα, όπου προτίμησαν τον λαϊκισμό, το "χάιδεμα των αυτιών" της κοινής γνώμης και την εξυπηρέτηση κομματικών ή άλλων συμφερόντων από την πλήρη και ψύχραιμη ενημέρωση. Γι' αυτό κι η αξιοπιστία τους είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα." υποστηρίζει ο δ/νων σύμβουλος της CIVITAS.

Ενδιαφέρον όμως έχει και η απάντηση του κ. Κουσουλή ο οποίος αποδίδει την επίμονη αναδημοσίευση στο ''αίσθημα'' της δουλικότητας αφού, όπως εξηγεί: «Ό,τι έρχεται από το εξωτερικό θεωρείται αυτονόητα σημαντικό, ακόμη και αν δεν έχει καμία αξία».

Ειδικότερα αναφέρει:

«Γι' αυτό, είναι δουλικότητα η άκριτη αναπαραγωγή των δημοσιευμάτων. Προσπερνάω, φυσικά, το ότι η αναπαραγωγή είναι ένας πολύ εύκολος δρόμος», καταλήγει.

«Η πλειοψηφία των ελληνικών μέσων ενημέρωσης είναι "αντί - "! Υπάρχει αντιγερμανισμός (ναζί, στρατός κατοχής κλπ), υπάρχει διάχυτος αντιευρωπαϊσμός χωρίς επιχειρήματα για το πώς θα λύσουμε τα υπαρκτά προβλήματα της χώρας μας, υπάρχει αντιΔΝΤ σε συνδυασμό με μεγάλες δόσεις θεωριών συνωμοσίας και ανακριβειών. Αυτό δεν βοηθάει κανέναν. Και ένα ακόμη παράδοξο: πολιτικοί, σχολιαστές και δημοσιογράφοι – ενώ σχολιάζουν πολύ αρνητικά τους πάντες, ενώ χαρακτηρίζουν με ακραίες εκφράσεις πολιτικές, πρόσωπα και θέσεις, ενώ στηλιτεύουν με δριμύτητα τις ελληνικές παθογένειες– γίνονται υπερευαίσθητοι, όταν κάτι παρόμοιο γίνεται σε ένα ξένο δημοσίευμα», αναφέρει ο κ. Φλέσσας.

Από τη πλευρά του ο κ. Κουσούλης αναφέρει: «Φυσικά ευθύνονται για την άκριτη αναπαραγωγή. Όσο για την εικόνα που μπορεί να έχουμε για τους "κακούς Γερμανούς και Ευρωπαίους που δεν θέλουν να βοηθήσουν την Ελλάδα", τα δημοσιεύματα αυτά έχουν σε αυτό μια συμβολή, η εικόνα όμως αυτή "κατασκευάζεται" περισσότερο από πολιτικά κόμματα και πολιτικές ηγεσίες, γιατί οι παραποιητικές αυτές έννοιες διευκολύνουν την τυφλή πολιτική σύγκρουση και δίνουν εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ζητήματα».

«Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα δεν είναι γνωστό με λεπτομέρειες» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Jean-Baptiste Duval της γαλλικής έκδοσης της HuffPost ενώ προσθέτει «Οι Γάλλοι γνωρίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά (πχ έκρηξη της ανεργίας) ενώ την ίδια στιγμή αντιλαμβανόμαστε αρνητικά το πολιτικό σύστημα και τη δομή του ελληνικού κράτους. Πιστεύουμε ότι είναι διεφθαρμένο, πελατειακό, αναποτελεσματικό, δαπανηρό και ανίκανο για μεταρρυθμίσεις (όπως στη Γαλλία αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο), ή και άδικο (πχ μαζική φοροδιαφυγή)».

Σε ό,τι αφορά στη διαπραγμάτευση Ευρώπης/ Ελλάδας ο Duval εξηγεί ότι είναι πολύπλοκη αφού «η απειλή της επικείμενης πτώχευσης εμφανίζεται κάθε δεκαπενθήμερο, αλλά ποτέ δεν πραγματοποιείται. Αυτή η μάχη απλοποιείται. Είναι κάτι σαν τη μάχη του Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, του Βαρουφάκη εναντίον της Μέρκελ».

Βέβαια αναφέρει ότι αυτό δίνει ένα μπόνους συμπάθειας στην Ελλάδα απέναντι στην αυταρχική Γερμανία καθώς, λέει, «η "rock'n roll" προσωπικότητα του Βαρουφάκη ταιριάζει πολύ σε αυτό το σενάριο». Ωστοσο, σημειώνει ότι ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τι επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση: «Ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης έδειχναν δυνατοί αρχικά, στη συνέχεια όμως έκαναν αρκετές παραχωρήσεις. Σήμερα, φαίνεται πλέον ότι δε παίρνουν καμία απόφαση, ενώ την ίδια στιγμή βάζουν την ελληνική οικονομία σε μια θανάσιμη αβεβαιότητα».

«Που μπορεί να σας οδηγήσει αυτή η ασφυξία; Είναι προτιμότερο να εγκαταλείψει η Ελλάδα το ευρώ;», διερωτάται.

«Σχετικά με την κάλυψη των Μέσων των πέντε τελευταίων ετών, θα έλεγα ότι η Ελλάδα απεικονίζεται ως μια χώρα με μια πολύ αδύναμη οικονομία, όπου χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να τηρηθούν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί στόχοι», αναφέρει ο Flavio Bini της ιταλικής έκδοσης της HuffPost και συμπληρώνει ότι «Από τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε παρόμοιες δυσκολίες τα τελευταία χρόνια, εμείς οι Ιταλοί αισθανόμαστε αρκετά ευαισθητοποιημένοι με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα». Ωστόσο, εξηγεί ότι τα κόμματα υπέρ της λιτότητας συχνά υπερασπίστηκαν τη δημοσιονομική εξυγιάνση με βασικό επιχείρημα: ''Να μην καταλήξουμε σαν την Ελλάδα''».

«Το λυπηρό γεγονός είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι στην οθόνη του ραντάρ της Αμερικής αυτή τη στιγμή», αναφέρει ο Howard Fineman, global editorial director της The Huffington Post και αναφέρει ως παράδειγμα τη μη αναφορά μέλους του επιτελείου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Μπεν Ρόουντς, όταν ενημέρωνε τους δημοσιογράφους του Στειτ Ντιπαρτμεντ για το ταξίδι του Μπάρακ Ομπάμα στη Γερμανία για τη Σύνοδο των G7 το περασμένο Σαββατοκύριακο. Όπως επισημαίνει ο ίδιος πέρα από το γεγονός ότι κανένας δημοσιογράφος δεν ρώτησε για το ελληνικό ζήτημα ο κ. Ρόουντς δεν ξόδεψε ούτε ένα λεπτό για να αναφερθεί στην ύπαρξη αυτού: «Αυτή η σιωπή ήταν ακόμη πιο περίεργη δεδομένου ότι ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης των ΗΠΑ, Τζακ Λιου, είχε προειδοποιήσει μόλις την προηγούμενη ημέρα (σσ την περασμένη εβδομάδα), ότι απαιτείται να επιτευχθεί άμεσα μια συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΕΕ για να αποφευχθεί ένα ''ατύχημα'' που θα μπορούσε να καταστρέψει την παγκόσμια οικονομία».

Για τον Fineman αυτό συμβαίνει επειδή: «Οι Τούρκοι, των οποίων οι εντάσεις με την Ελλάδα πολλές φορές αναδεικνύουν τη προσοχή των Αμερικανών και στις δύο χώρες, είναι απασχολημένοι με το αρμενικό ζήτημα. Όταν πρόκειται για την Ευρώπη, οι Αμερικανοί διπλωμάτες είναι απασχολημένοι με τον Βλαντιμίρ Πούτιν» ενώ φροντίζει να σημειώσει ότι: «οι Αμερικανοί δε γνωρίζουν πολλά πράγματα για την σύγχρονη Ελλάδα» πέρα από μερικά θετικά όπως για παράδειγμα ότι «βασίζεται στον τουρισμό» ή για «τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας, και την επιρροή των ελληνικών ιδεών για την αμερικανική δημοκρατία, ακόμα και την αρχιτεκτονική».

Όπως αναφέρει: «Υπάρχει συμπάθεια για τα δεινά των ανθρώπων που εργάζονται στην Ελλάδα (ο Krugman υπήρξε μεταξύ εκείνων που εκφράζουν κάτι τέτοιο), αλλά υπήρξε προσπάθεια από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης να απεικονίσουν την οικονομική κατάσταση σε ανθρώπινη με συναισθηματικούς όρους».

«Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εκτιμά ότι υπάρχουν περίπου 3.000.000 Έλληνες και Ελληνο-Αμερικανοί στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δεν ενστερνίζονται την εικόνα καρικατούρα που έχουν οι Βορειοευρωπαίοι για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες είναι ίσως η λιγότερο αμφιλεγόμενη “εθνική” ομάδα στην Αμερική, θεωρούνται ως εργατικοί, οικογενειάρχες και με ισχυρές αξίες», λέει και καταλήγει: «Ρωτώντας έναν Αμερικανό για τους Έλληνες είναι πιθανό να σας αναφέρουν μια δημοφιλή ταινία εδώ, πρόκειται για το φιλμ ''My Big Fat Greek Wedding''».

Δημοφιλή