Ο Σόιμπλε «κροκόδειλος» σε φούρνο στο Παγκράτι έγινε πρώτο θέμα στο BBC

Ο Σόιμπλε «κροκόδειλος» σε φούρνο στο Παγκράτι
HuffPost Greece

Τον φούρνο «Κρι- Κρι», από τους παλιότερους στο Παγκράτι, δεν τον είχα υπόψη μου. Τον πρωτόμαθα πριν λίγες μέρες, όταν έπεσα πάνω σε ένα ρεπορτάζ του BBC, από τα δεκάδες που έγιναν στην Αθήνα των κλειστών τραπεζών, του δημοψηφίσματος και του αγωνιώδους Agreekment. Τι σχέση μπορεί να έχει όμως ένας συνοικιακός φούρνος με τις ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις παγκόσμιας εμβέλειας που συμβαίνουν στην Ελλάδα; Και γιατί το μεγαλύτερο ίσως ενημερωτικό δίκτυο στον κόσμο αφιέρωσε ένα δίλεπτο από τον πολύτιμο τηλεοπτικό του χρόνο στον φούρνο του κυρίου Γιώργου;

Η απάντηση είναι ότι όταν κάποιος έχει μια καλή, «πιασάρικη» κιόλας έμπνευση», ενώ εκατοντάδες ανταποκριτές και τηλεοπτικά συνεργεία κυκλοφορούν στην Αθήνα αναζητώντας όχι μόνο τα κυρίως γεγονότα αλλά και τις παράλληλες, μικρές ιστορίες, τότε μια ευφάνταστη πλάκα μπορεί να φτάσει μέχρι παγκόσμια είδηση… Τι έγινε λοιπόν; Ο «μάστορας», όπως αποκαλούνε στους φούρνους τον ζυμωτή, ο Χρήστος, είχε την ιδέα να φτιάξει κροκόδειλους από ζυμάρι και να τους «βαφτίσει» με τα ονόματα των «κακών» του «πολτού» της επίκαιρης ελληνικής μυθολογίας και πραγματικότητας- Σόιμπλε, Λαγκάρντ και Ντράγκι γράφουν τα ταμπελάκια στη ράχη καθενός από τους τρεις κροκόδειλους που επιβουλεύονται ο καθένας για λογαριασμό του ένα κομμάτι μιας πίτας με καρφιτσωμένη την ελληνική σημαία. Η πίτα ως ελληνική επικράτεια, τα εκατομμύρια ψίχουλα της ζύμης της, ο ελληνικός λαός.

«Οι φουρνάρηδες τα κάνουμε αυτά, πλάθουμε διάφορα για να πειράξουμε ο ένας τον άλλο, σπάμε την πλάκα μας έτσι», μου λέει ο κύριος Γιώργος Κατσούλης, που κρατά τον φούρνο του αναλλοίωτο τα τελευταία σαράντα χρόνια, παραδοσιακό δηλαδή αντί για αυτοματοποιημένο. «Και οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας παλιότερα έφτιαχναν από τη ζύμη που περίσσευε ζωάκια και ότι άλλο σκαρφίζονταν σαν παιχνίδια για τα παιδιά. Ο μάστορας εδώ ξεκίνησε να παίζει με τη ζύμη πριν χρόνια, και επειδή είχε και το ταλέντο, συνέχεια βελτιωνόταν. Έφτιαχνε διάφορα ζώα πλάθοντας το ζυμάρι, άρεσαν στους πελάτες και ξεκίνησαν να κάνουν παραγγελίες. Είδε ένας έναν κροκόδειλο και του λέει- “τι τέρας είναι αυτό; Αυτός είναι ο Σόιμπλε…» (γελάει). Και έτσι ξεκινήσαμε».

Ο μάστορας, ο Χρήστος, μου λέει ότι για τον μεγαλύτερο (παξιμαδένιο) κροκόδειλο του παίρνει ένα εικοσάλεπτο να τον πλάσει- «τους μικρότερους τους ετοιμάζω στο πεντάλεπτο». Τον ρωτάω πόσο δύσκολη είναι αυτή η γλυπτική με πρώτη ύλη το ζυμάρι. «Πιο δύσκολη από το ξύλο ή την πέτρα, γιατί η ζύμη είναι ασταθές υλικό», απαντάει. Τρώγονται οι κροκόδειλοι; «Όσοι δεν είναι βαμμένοι με χρώμα, ναι, σαν παξιμάδια. Σπας ένα κομμάτι και το βουτάς στο γάλα σου, στον καφέ σου..», μου λέει.

Όσο μιλάμε ο κύριος Γιώργος συνεχίζει να εξυπηρετεί πελάτες, με όλους ευγενικός, ενώ στους περισσότερους απευθύνεται με τα μικρά τους ονόματα. Είναι μαγαζάτορας «παλιάς κοπής», από αυτούς που σαν ανθρώπινοι χαρακτήρες αλλά και άνθρωποι της αγοράς, εμφανίζονται πλέον σε ντοκιμαντέρ για επαγγέλματα και συνοικιακά μαγαζιά που χάνονται με γεωμετρική πρόοδο.

«Σαράντα χρόνια είμαι εδώ, στο ίδιο μαγαζί. Ξεκινήσαμε με τους «μαστόρους» του παλιότερου φούρνου του Παγκρατίου, όταν έκλεισε. Κρατάμε μια συνέχεια. Αυτή η δουλειά στην παραδοσιακή της μορφή βασίζεται στην εργασία, δεν είναι θέμα τεχνολογίας», μου λέει ο ίδιος.

- Κρατάτε τον φούρνο ακόμη παραδοσιακό, φαίνεται αυτό.

- Ναι. Το ψωμί είναι τέχνη, όπως παλιά, τα ζυμάρια εδώ δεν είναι τυποποιημένα, σε μας τα ρυθμίζει όλα ο «μάστορας» με την εμπειρία του. Δεν είναι αυτοματοποιημένη η παραγωγή μας, είναι τέχνη, όχι χημεία. Και κρατάω στο φούρνο τους ίδιους ανθρώπους. Πρόσφατα ένας «μάστορας» πήρε σύνταξη από ‘δω.

- Επιδιώκετε να κρατάτε και το προσωπικό σας δηλαδή…

- Ούτε που το επιδιώκω. Αυτοί κολλάνε (γελάει). Η δουλειά του φούρναρη είναι κοπιαστική και με τα ωράρια τα νυχτερινά που έχει σε απομονώνει κοινωνικά. Έλεγαν θα δουλέψω 5- 10 χρόνια και μετά θα φύγω. Έμεναν όμως.

- Τους ανθρώπους, τους πελάτες σου, πως τους βλέπεις αυτά τα χρόνια της κρίσης;

- Τα σχέδια της ζωής του καθενός ανατράπηκαν, είναι πολύ μεγάλη η ταχύτητα εξέλιξης του κόσμου . Αλλάζουν οι συνθήκες, οι εργασιακές σχέσεις. Εγώ δεν έχω απολύσει ποτέ. Κι αν χρειαστεί να καλύψω έναν εργαζόμενό μου, θα το κάνω. Με την κρίση επιβεβαιώθηκε αυτό που οι άνθρωποι αισθανόντουσαν , ότι η ζωή αλλάζει. Στο Παγκράτι υπήρχαν μαγαζιά που έφτανα από τον παππού στον εγγονό. Τώρα ανοίγουν για μια βδομάδα και κλείνουν.

Ένας καταστηματάρχης από τη γειτονιά μπαίνει να ψωνίσει. Βλέπει ότι μιλάμε πάνω από τους κροκόδειλους, χαμογελάει. «Θα κλείσω Γιώργο», του λέει. «Τόσα χρόνια εδώ, έλεγα να το αφήσω το μαγαζί στο γιο μου αλλά δεν πάει άλλο». Δεν είχε ακούσει την κουβέντα μας καν. Τόσο κοινές κατέληξαν αυτές οι πανομοιότυπες ιστορίες.

«Θα προσαρμοστούμε», μου λέει ο κύριος Γιώργος. «Ο πανικός ήταν στα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Ο Έλληνας έχει εικόνες μέσα του από περιόδους κρίσεις, έστω σαν διηγήσεις των παππούδων και των πατεράδων μας. Για τους νέους είναι σίγουρα πιο επώδυνη η προσγείωση αλλά όλοι «μαθαίνουμε». Και ζούμε».

- Οι κλειστές τράπεζες δε σε δυσκόλεψαν;

- Δεν είναι επιθυμητή κατάσταση. Αλλά εμείς έχουμε προσωπικές σχέσεις, σχέσεις εμπιστοσύνης και με τους πελάτες και με τους προμηθευτές μας.

Με τους περισσότερους πελάτες που έρχονται στο ταμείο να πληρώσουν ανοίγει σύντομο κουβεντολόι. Οι μισές κουβέντες είναι περί της δύσκολης επικαιρότητας. «Οι ηγέτες του κόσμου να αγαπήσουν τους λαούς», είναι η φράση με την οποία αποχαιρετά μια κυρία. Δίπλα στο ταμείο είναι ένα μικρό, χειρόγραφο τεφτέρι. «Βερεσέ αγοράζουν οι πελάτες;», τον ρωτάω.

- Όχι, δεν κρατάω βερεσέ. Αυτό είναι για τις παραγγελίες. Ο φούρνος, όπως τον ξέρουμε εμείς οι παλιοί, έχει κι έναν ρόλο κοινωνικό. Όταν μοιράζεις ψωμί, τις περασμένες δεκαετίες ειδικά, δεν μπορείς να πεις σε κάποιον που δεν έχει να πληρώσει “μην πάρεις”. Ούτε θα γράψω ένα ψωμί. Τα πρώτα χρόνια της κρίσης έβαζα όσπρια και άλλα φουρνιστά φαγητά στα ταψιά και έβγαζα μερίδες. Αν ήθελες πλήρωνες μια συμβολική τιμή, αν δεν είχες ή δεν ήθελες, τζάμπα. Εστιάτορες της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν στα υπουργεία, παραλίγο να με κλείσουν εντελώς. Την ίδια εποχή που γίνονταν οι κοινωνικές κουζίνες και μοίραζαν φασολάδα στο δρόμο, εμένα με εμπόδισαν. Μικρόψυχοι.

«Μέχρι και στη Σουηδία έγινες φίρμα», του λέει μια πελάτισσα. «Για καλό ή κακό είναι αυτό, δεν ξέρω», της λέει ο κυρ Γιώργος. «Για καλό είναι. Να δούνε ότι οι Έλληνες και στα δύσκολα δε χάνουν το χιούμορ τους», του απαντά.

- Πόσα ξένα δίκτυα πέρασαν από ‘δω;

- Το BBC, κάτι Γερμανοί, Τσέχοι. Στο BBC δε μίλησα καν, άφησα τη Μπέλα (δείχνει με το βλέμμα μια εργαζόμενη), να φανεί αυτή, που έχει και τη γυναικεία ματαιοδοξία… (γελάνε).

- Πως εξηγείς αυτή την απήχηση;

- Ήρθε η πολιτική και μπήκε μες στο φούρνο… Εισχώρησε και μες στο εργαστήρι. Όλη η τέχνη, η λαϊκή ζωγραφική, ο Καραγκιόζης, τα τραγούδια επηρεάζονται από την επικαιρότητα. Οι δικοί μας οι κροκόδειλοι βρήκαν απήχηση γιατί ήταν επίκαιροι. Το δημοψήφισμα έγινε τεράστιο θέμα στα ξένα μέσα, ήρθαν δημοσιογραφικά συνεργεία από όλον τον κόσμο και έψαχναν διαφορετικές εικόνες στην Αθήνα. Νέοι άνθρωποι τους φωτογράφιζαν με το κινητό τους για να τους βάλουν στο διαδίκτυο μετά.

- Αν έμπαινε ο Σόιμπλε αυτοπροσώπως εδώ;

- Άλλο πράγμα η φιλοξενία από την πολιτική. Θα τον δεχόμουνα καλά.

- Θα τον κέρναγες κιόλας;

- Φυσικά, όπως όλους. Στο χωριό μου στην Κρήτη αν έβλεπαν ένα τουρίστα τον κάθιζαν στο καφενείο να τον κεράσουν φαί και πιοτό και να μιλήσουν μαζί του για τα νέα, την πολιτική, ήθελαν να γνωρίσουν τον ξένο.

- Μέχρι πότε θα εκθέτεις τους κροκόδειλους «σόιμπλε» κύριε Γιώργο;

- Προσπαθώ να κόψω τη φόρα στους άλλους εδώ μέσα, στον «μάστορα» κυρίως, τον γλύπτη… Του λέω, «ρε ‘συ, βαρέθηκα να βλέπω τέρατα. Μια γοργόνα δε φτιάχνεις;»

Δημοφιλή