Μία ώρα υπό το εκθαμβωτικό φως της χορογράφου Lucinda Childs

Μία ώρα υπό το εκθαμβωτικό φως της χορογράφου Lucinda Childs
American dancer and choreographer Lucinda Childs poses in Paris on November 7, 2015. AFP PHOTO / JOEL SAGET (Photo credit should read JOEL SAGET/AFP/Getty Images)
American dancer and choreographer Lucinda Childs poses in Paris on November 7, 2015. AFP PHOTO / JOEL SAGET (Photo credit should read JOEL SAGET/AFP/Getty Images)
JOEL SAGET via Getty Images

Η Lucinda Childs είναι μια γυναίκα που επιβάλλει αμέσως την παρουσία της σε όποιο δωμάτιο μπαίνει. Όχι με τον τρόπο που θα την επέβαλλε κάποιος με πληθωρικό χαρακτήρα, μιλώντας και χειρονομώντας ακατάπαυστα, αλλά έμμεσα, χάρη στη νευρώδη, δυναμική φιγούρα της που όμως κινείται αέρινα και με ένα ανείπωτο στυλ μέσα στο χώρο και χάρη σε μια ευγένεια που σπάνια συναντάς πλέον στους ανθρώπους. Είχα την τύχη να τα παρατηρήσω όλα αυτά χτες το πρωί, όταν τη συναντήσαμε στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στην οποία και θα παρουσιάσει μέσα στις επόμενες ημέρες το «Available Light», την παράσταση του 1983 που αναβίωσε φέτος το καλοκαίρι και συστήνει ξανά στο κοινό με νέα ομάδα χορευτών από τις 5 έως τις 7 Δεκεμβρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

H Childs, μία από τις πλέον θρυλικές μορφές του σύγχρονου χορού, υπήρξε μαθήτρια του αστέρα της παγκόσμιας χορευτικής σκηνής, Merce Cunningham, και σημαντικό μέλος της πρωτοποριακής χορευτικής ομάδας Judson, που έφερε επανάσταση στο χορό στις αρχές των 60s. Το 1976, συνεργαζόμενη ως χορογράφος και περφόρμερ με τον Robert Wilson και τον Philip Glass, στην επική, πεντάωρης διάρκειας όπερα Einstein on the Beach, απέδειξε ότι χορογραφεί με την ίδια ευκολία ρηξικέλευθα σόλο ή ομαδικά κομμάτια για όπερα, αλλά και ότι διαθέτει ένα σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Ο Wilson έχει δηλώσει για την Childs πως έχει μέσα της «τόσα αντίθετα… μαλακά και σκληρά, φυσικά και αφύσικα».

Όση ώρα μας μιλά διατηρεί αυτή την ήρεμη δύναμη, την εγκράτεια και πειθαρχία που διακρίνει κάθε επαγγελματία χορευτή. Το μόνο που προδίδει το ανήσυχο πνεύμα της και τον ηλεκτρισμό που τη διαπερνά, είναι τα χέρια της. Όταν ξεκινάμε τη συζήτηση, πιάνει μια χαρτοπετσέτα που βρίσκεται μπροστά της και αρχίζει να παίζει μαζί της με τα δάχτυλά της. Μία ώρα μετά, η συζήτηση έχει τελειώσει και η χαρτοπετσέτα έχει μεταμορφωθεί σε ένα μικροσκοπικό κυβάκι, διπλωμένο με δέκα διαφορετικούς τρόπους.

Προϊόν μιας εποχής όπου κυριαρχούσαν οι πειραματικές συνεργασίες μεταξύ ιδιοφυών δημιουργών, το Available Light έφερε κοντά για πρώτη φορά το 1983 τρία ιερά τέρατα της πρωτοπορίας της αμερικανικής τέχνης, τον συνθέτη John Adams, τον αρχιτέκτονα Frank Gehry και, φυσικά, τη χορογράφο Lucinda Childs και ανέδειξε τα χαρακτηριστικά στοιχεία του καθενός, αλλά και την κοινή τους αισθητική στις πειραματικές προσεγγίσεις.

Στην ερώτηση αν η ίδια νιώθει πως είναι ένας «ζωντανός θρύλος» (living legend), η Lucinda Childs μας απάντησε γελώντας: «Κοιτάξτε, ζω» («Well, I'm living!»). Αμέσως μετά σχολίασε πως δεν ξέρει πώς να εκλάβει αυτό τον χαρακτηρισμό. «Οι χορευτές ζούμε μέρα με την ημέρα. Αυτός είναι ο τρόπος ζωής μας», είπε.

Aυτά είναι μόνο μερικά από όσα μας είπε στη συζήτηση που είχαμε σχετικά με την ιστορία της παράστασης αλλά και το ίδιο το πνεύμα του σύγχρονου χορού.

Για την μοναδική κατασκευή του αρχιτέκτονα Frank Gehry για το «Available Light».

«Μου άρεσε πολύ γιατί παρείχε τέσσερις διαφορετικές εισόδους στους χορευτές για να εισέλθουν στη σκηνή κάτω από την πλατφόρμα, και ήταν πολύ όμορφο. Το κρατήσαμε λοιπόν αυτούσιο στην τελική μορφή του σκηνικού, η οποία κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να χωρά παντού.

Αποφασίσαμε πως ήταν καλύτερο να μεταφέρουμε το σκηνικό μαζί μας στις παραστάσεις ανά τον κόσμο, τόσο επειδή έτσι εξασφαλίζουμε την ασφάλεια των χορευτών όσο και γιατί είναι πιο οικονομικό. Ακόμα κι αν ο χώρος που το εγκαθιστούμε είναι διαφορετικός, το σκηνικό δένει με τέτοιο τρόπο ώστε ναι μεν να διατηρεί τη βασική του δομή αλλά ταυτόχρονα να παίρνει και μια διαφορετική εικόνα, κάτι που θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον».

Για το πώς είναι να δουλεύει ένα έργο του 1983 με νέους χορευτές και τα νέα χορευτικά στυλ που έχουν να προσφέρουν στην παράσταση.

«Οι σημερινοί χορευτές έχουν μεν την ίδια χορογραφία να εκτελέσουν, αλλά διαθέτουν ένα πιο σύγχρονο χορευτικό στυλ. Άλλωστε και τα πράγματα που απασχολούσαν εμένα την ίδια ήταν διαφορετικά τότε. Στις μέρες μας, επίσης, οι χορευτές έχουν τις δικές τους ομάδες και αναπτύσσουν πολλά διαφορετικά στυλ, παλιότερα το background των χορευτών είχε μεγαλύτερη συνάφεια. Οι σημερινοί χορευτές προσαρμόζονται πολύ πιο γρήγορα στα διαφορετικά στυλ».

Για τις σινεφίλ αναφορές στα έργα της.

«Η επιρροή του Bresson είναι ίσως η σημαντικότερη σινεφίλ επιρροή στα έργα μου, γιατί παρουσίασε για πρώτη φορά την εικόνα και τον ήχο ως δύο ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Κάποιος ανεβαίνει τις σκάλες, αλλά ο θεατής ακούει τα βήματα πριν δει την εικόνα. Αυτό ήταν κάτι το συναρπαστικό για εμένα».

Για το πώς κάτι που χαρακτηρίζεται «γεωμετρικό» και «minimal» μπορεί να διακατέχεται από/μεταδίδει συναίσθημα, παρά την πρώτη εντύπωση που δημιουργείται σε κάποιον όταν ακούει αυτούς τους χαρακτηρισμούς (ότι είναι ψυχρό, χωρίς συναίσθημα κλπ).

«Πιστεύω πως οι χορευτές στην ομάδα που βρίσκομαι τα τελευταία έξι χρόνια προβάλουν με πολύ δυνατό τρόπο τα συναισθήματα της χορογραφίας. Πάνω στη σκηνή, κάθε χορευτής πρέπει να βγάλει κάτι, μια προβολή, να έχει την αίσθηση του καθήκοντος. Οι χορευτές είναι άκρως συνδεδεμένοι μεταξύ τους από άποψη συγκέντρωσης, εργάζονται ως ομάδα. Παρότι δεν αγγίζει ο ένας τον άλλο υπάρχει μια βαθιά σύνδεση και αυτό δημιουργεί ένα είδος έντασης. Εκτός αυτού, ο λόγος για τον οποίο είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη με αυτή την ομάδα είναι πως εκτελούν τη χορογραφία σαν να φτιάχτηκε για αυτούς. Πράγμα που δεν ισχύει καθώς σχεδιάστηκε για ένα εντελώς διαφορετικό γκρουπ χορευτών. Για εμένα πάντως, κάθε φορά που βλέπεις ένα χορευτή να χορεύει πάνω στη σκηνή, πάντα υπάρχει ένα συναίσθημα μέσα του. Απλά εκείνη τη στιγμή δεν ξέρεις ποιο είναι αυτό».

Για το πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο το κοινό αντιμετωπίζει την παράσταση, από το 1983 μέχρι σήμερα.

«(Τότε) ζούσαμε σε μια εποχή που ο κόσμος υποστήριζε σημαντικά τη δουλειά μας, ενώ πολλοί έβρισκαν παράξενο το ότι, από αισθητικής άποψης, τα έργα μας ήταν περισσότερο συνδεδεμένα με το κίνημα της εικονικής τέχνης. Για την ακρίβεια στα '60s οι μόνοι που έρχονταν να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις μας, εκτός από χορευτές και χορογράφους, ήταν άνθρωποι από τον κόσμο της visual art και της pop art, όπως ο Andy Warhol κλπ. Αυτό συνεχίστηκε για μια ακόμη γενιά. Δεν νιώθαμε αποδεκτοί από τον κόσμο που δεν είχε ξαναδεί τέτοιου είδους δουλειά ή που δεν είχε ξανακούσει την μουσική του Philip Glass και κάπως έτσι είχαμε πολλές υπέροχες κριτικές και πολλές απαίσιες κριτικές. Αυτή όμως ήταν πάντα και η φύση αυτού που κάνουμε.

Πλέον, ωστόσο, νιώθουμε πως ο κόσμος που έρχεται στις παραστάσεις μας γνωρίζει περισσότερα και ξέρει τι να περιμένει από εμάς. Αρκετοί έρχονται να δουν την ίδια παράσταση και δεύτερη φορά. Νομίζω πως ο κόσμος πλέον αποδέχεται ευκολότερα το γεγονός πως, ναι μεν το περιεχόμενο είναι σημαντικό, αλλά αυτό που κάνεις με το περιεχόμενο είναι εξίσου σημαντικό. Το πώς χρησιμοποιώ και εξελίσσω το υλικό που έχω, δηλαδή. Και οι παραλλαγές έρχονται από την χειραγώγηση ενός υλικού που υπάρχει ήδη, δεν πηδάμε απλά πάνω σε κάτι νέο. Πρόκειται για μια επανάληψη που όμως, ταυτόχρονα, δεν είναι επανάληψη. Κάθε φορά που κοιτάζεις ξανά κάτι αναπτύσσεις μαζί του μια διαφορετική σχέση από αυτή που είχες προηγουμένως με αυτό. Και αυτό είναι κάτι που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον».

Info

John Adams / Lucinda Childs / Frank Gehry

5-7 Δεκεμβρίου

20:30

ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ & ΤΕΧΝΩΝ

Λεωφόρος Συγγρού 107-109, Αθήνα

Κεντρική Σκηνή

Εισιτήρια:

Κανονικό: 15 – 18 – 25 – 36 – 45 €

Μειωμένο ή Μικρή παρέα (5-9 άτομα): 11-14-20-29-36 €

Μεγάλη παρέα (10+ άτομα): 9-12-18-27-34 €

ΑΜΕΑ & Άνεργοι: 5 €

Συνοδός ΑΜΕΑ: 10 €

Δημοφιλή