Γιώργος Πίττας: O άνθρωπος που γύρισε την Ελλάδα καταγράφοντας τα καφενεία, τα πανηγύρια και τα τοπικά προϊόντα της ελληνικής επαρχίας

Γιώργος Πίττας: O άνθρωπος που γύρισε την Ελλάδα καταγράφοντας τα καφενεία, τα πανηγύρια και τα τοπικά προϊόντα της ελληνικής επαρχίας
giorgos pittas

«Μπορούν η καταγωγή μας και τα ήθη και έθιμα των κοινωνιών που ζούμε να ορίσουν την ταυτότητα μας;», γράφει ο φετινός κατάλογος του ΤedX Athens που γίνεται σήμερα 6/2 στο Θέατρο Παλλάς με θέμα «Origins»(σε ελεύθερη μετάφραση καταγωγή ή ρίζες) Δεν υπάρχει κανείς καταλληλότερος να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση από το Γιώργο Πίττα, τον άνθρωπο που έχει καταγράψει με πάθος και αγάπη τα ήθη, τα έθιμα τη γαστρονομία και το μικρόκοσμο της ελληνικής περιφέρειας όσο κανένας άλλος. Η διαδρομή του ήταν περιπατητική «με το ένα να φέρνει το άλλο» όπως λέει κι ο ίδιος. Mετά από σπουδές κοινωνιολογίας και πολιτικής οικονομίας στο Παρίσι ασχολήθηκε χρόνια με το ελληνικό έπιπλο (ήταν μέρος της ομάδας που έφτιαξε το Νέο Κατοικείν) και το 1995 έφτιαξε μια πρότυπη ξενοδοχειακή μονάδα στην Πάρο. Μέσα από το ξενοδοχείο γνώρισε τον χώρο του τουρισμού, και ξεκίνησε η ενασχόληση του με τον ΣΕΤΕ και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο «Ανέλαβα το πρόγραμμα ελληνικού πρωινού. Κοιτάξαμε τα βασικά προϊόντα της Ελλάδας: Βότανα, γιαούρτι, ελιές, λάδι, πίτες- μαζι με τα τοπικά τυριά και αλλαντικά». Έτσι προέκυψε και η μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα την Ελλάδα και η καταγραφή Κάρπος της δουλειάς του όλα αυτά τα χρόνια ήταν έξι υπέροχα λευκώματα Σημάδια του Αιγαίου, (2007,) Πάρος, οδοιπορικό στον τόπο και το χρόνο, (2008), Αθηναϊκή ταβέρνα (2009), Πανηγύρια στο Αιγαίο, (2011), Τα καφενεία της Ελλάδας, (2013,) Οι θησαυροί της Ελληνικής Γαστρονομίας, (2014) και τώρα τον Οδηγό Ελληνικής Γαστρονομίας, ίσως το πιο ενημερωμένο site που έχουμε δει μέχρι τώρα γύρω από την ελληνική τοπική κουλτούρα- από τα προϊόντα και τους παραγωγούς κάθε τόπου μέχρι τα αξιοθέατα και τα πανηγυρια, που σύντομα θα δίνει περιεχόμενο και στη Huffpost Greece.

Ας ξεκινήσουμε μιλώντας για τον ελληνικό τουρισμό.

Όταν ο ελληνικός τουρισμός αναπτύχθηκε, δεν αναπτύχθηκε όπως θα ’πρεπε, με τα σωστά δεδομένα. Βλέπεις περιοχές που θα μπορούσαν να μαζέψουν όλη την αφρόκρεμα του κόσμου να έχουν εξειδικευτεί σε τουρισμό μάζας. Δώσαμε τη μάχη για το χαμηλό κόστος και όχι για τον ανταγωνισμό της ποιότητας. Κάτι που άλλαξε τα δεδομένα είναι ότι μια πολύ μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου τουρισμού δεν ταξιδεύει πια μέσα από μαζικούς τουριστικούς πράκτορες αλλά χρησιμοποιεί το ίντερνετ σαν εργαλείο για να ταξιδέψει μόνος του. Το προϊόν έχει διαφοροποιηθεί. Υπάρχουν πια άνθρωποι που δεν έχουν ενδιαφέρον για το μαζικό μοντέλο. Θέλουν να νιώσουν τις εμπειρίες του τόπου- αυτές που δεν ανακαλύπτεις αν είσαι κλεισμένος σε ένα ξενοδοχείο. Στο πρόγραμμα του ελληνικού πρωινού έχουν πια μπει 600 ξενοδοχεία από τα 10.000. Είναι σημαντικός αριθμός πια. Στο ερώτημα που μας έκαναν οι ξενοδόχοι «Τι θα κερδίσουμε»απαντούσαμε «Θα κερδίσουμε τη μάχη της ποιότητας»

Και η γαστρονομία;

Η γαστρονομία στην Ελλάδα δεν πήγε καλά κι ας έχει πολύ καλές πρώτες ύλες. Οι παραγωγοί βασίστηκαν στις επιδοτήσεις και δεν δόθηκε έμφαση στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων. Ίσως γιατί μετά τον Εμφύλιο ο κόσμος έφυγε κακήν-κακώς από την περιφέρεια, πήγε στα αστικά κέντρα κι επέλεξε να ξεχάσει. Μετά στη γαστρονομία έγιναν της μόδας κάποια πιάτα που άρεσαν στους ξένους- 10 κλισέ, γεμιστά, μουσακάς, σουβλάκι, τζατζίκι, κι έτσι ατόνησαν οι τοπικές σπεσιαλιτέ.

Κάποια στιγμή όταν περάσαμε στη φάση του εκσυγχρονισμού, θεωρήσαμε ότι ο εκσυγχρονισμός ήταν να καταναλώνουμε προϊόντα και σύμβολα της Δύσης χωρίς να τα παράξουμε οι ιδιοι ή να φτιάξουμε δικά μας. Θεωρήσαμε εκπολιτισμό το να τρώμε ρόκα παρμεζάνα και προσούτο, ενώ θα γινόμασταν Δύση αν παίρναμε τα δικά μας τυριά ,τις γραβιέρες, τα αρσενικά μας, και τα κάναμε σε ποιοτική παραγωγή όπως η παρμεζάνα.

Μόνο τα τελευταία 15 χρόνια παράγονται ποιοτικά προϊόντα, και οι Έλληνες σεφ αρχίζουν να μαθαίνουν τι σημαίνει ποιοτική κουζίνα. Αυτά τα 20 χρόνια έχουν γραφτεί βιβλία που δεν είχαν γραφεί τα τελευταία 100 χρονια- εθνικές και τοπικές κουζίνες, νέοι σεφ με κουζίνες παραδοσιακές ή ψαγμένες. Ίσως να είναι και ανθρώπινο. Εάν εσύ τρως συνέχεια σταφίδα Κορινθίας και δεν έρθει κάποιος να σου πει ότι αυτή η σταφίδα που τρως από παιδί αυτή η σταφίδα που έχεις σκυλοβαρεθεί, για έναν ξένο είναι ένα απίστευτο εξωτικό γκουρμέ, δεν θα το καταλάβεις. Εκεί είναι όλη η μάχη.

Πώς καταλήξατε να γυρνάτε όλη την Ελλάδα με τέτοιο πάθος όμως;

Αυτή είναι και η ομιλία μου στο Tedx Athens. Το ένα έφερε το άλλο. Όλα ξεκίνησαν από τις παιδικές μου αναμνήσεις. Εγώ μεγάλωσα στη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας μου έφτιαχνε έπιπλα κι εγώ έπαιζα στο χώρο εργασίας μέσα στους μάστορες. Στον πάγκο εργασίας, στα μηχανήματα, αφενός μάθαινα από έπιπλο αφετέρου γνώρισα τους μικροχώρους. Σκεφτόμουν τώρα “τι γυρεύεις εσύ να γράφεις βιβλία για παραδοσιακά καφενεία”; Έλα όμως που είχε άμεση σχέση με τον τρόπο που μεγάλωσα. Πηγαίναμε μετά να παραδώσουμε τα έπιπλα στα ξενοδοχεία- πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου στα ξενοδοχεία Ξενία και γνώριζα άλλους τόπους. Στη Γαλλία όταν πήγα αγάπησα την Ελλάδα πιο πολύ απο πριν. Την ίδια εποχή που η Ελλάδα ετοιμαζότανε για εισαγωγές εμείς είπαμε να κάνουμε ελληνικό έπιπλο. Το ελληνικό έπιπλο ήθελε πηγές.

Πήγαινα στα ξενοδοχεία, μου άρεσε κι είπα “ας κάνω κι ένα ξενοδοχείο”,κι αντί να το κάνω στην παραλία το έκανα στο ψηλότερο βουνό- μου άρεσε γιατί είχε λαϊκό πολιτισμό. Όλα όμως έχουν σχέση με μια Ελλάδα που μου τύχε η μοίρα να γνωρίσω. Μια αχαρτογράφητη Ελλάδα, εκεί που είναι τα δαιμόνια. Έχω πάει σε πανηγύρια εκεί που υπάρχει μια ζωή μια συλλογικότητα, ενός αλτρουισμός μια Ελλάδα όπως ήταν όλοι πριν γίνουν καταναλωτές.

Υπήρχε μια αίσθηση κοινής μοίρας τότε- ενώ πια ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι δεν υπάρχει κοινή διαχείριση. Όλα θέλουν ομάδες, θεατρικές ομάδες, τη χρειαζόμαστε την ομαδικότητα ξανά. Να τώρα αυτά τα startups, oι ομάδες νέων…

Πως αποφασίσατε να φτιάξετε ένα website και δε φτιάξατε ακόμα ένα βιβλίο; Έχετε γράψει ήδη έξι!

Μου αρέσουν πολύ τα βιβλία μου και μου δώσανε μεγάλη χαρά. Τα βιβλία μου όμως είναι κατι κουμούτσες που κοστίζουν από 30 έως 40 ευρώ. Πετυχημενα βιβλία για λευκωματα αλλά αυτό σημαινε 4-με 5 χιλιαδες ανθρωποι μπορουσαν να το διαβάσουν. Με έπαιρναν και από τα καφενεία οι μαγαζάτορες«Τι θα γίνει; Θέλω να βγω στη σύνταξη και ο εγγονός μου δεν παίρνει το μαγαζί. Θα γράψεις κάτι;»Σκέφτηκα ότι χρειαζόταν μια προβολή αλλιώτικη του υλικού. Είναι ναρκισσισμός- ένα βιβλίο δεν μπορεί να αλλάξει και δεν μπορεί να δώσει και τη χαρά που θα ήθελα στους παραγωγούς, στους ιδιοκτήτες καφενείων, στους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν , απλώς γιατί το κοινό ενός βιβλίου είναι μικρότερο. Το site νομίζω θα μπορέσει να δώσει και σε αυτούς αυτή τη χαρά.