Project Σύνταγμα: Να τι έγινε όταν ένας καλλιτέχνης κόλλησε πόστερ του Παπανδρέου και του Μητσοτάκη στην Πλατεία Συντάγματος

Project Σύνταγμα: Να τι έγινε όταν ένας καλλιτέχνης κόλλησε πόστερ του Παπανδρέου και του Μητσοτάκη στην Πλατεία Συντάγματος
syntagma

Ανδρέας, Καραμανλής, Μητσοτάκης, Σημίτης, «κρεμάστηκαν» στην πλατεία Συντάγματος, εκεί όπου δοξάστηκαν και αποκαθηλώθηκαν πολιτικά. Μια σειρά από αφίσες των πολιτικών αρχηγών της μεταπολίτευσης αναρτήθηκαν τις προηγούμενες μέρες στην ιστορική πλατεία, στο πλαίσιο της νέας έκθεσης του Στέφανου Τσιβόπουλου στην γκαλερί Καλφαγιάν. Όλοι οι άνδρες που διαμόρφωσαν την σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, εμφανίζονται μαζί, σαν ηγέτες ενός κόμματος, δεμένου με τη μοίρα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Πολιτικά μνημόσυνα, που σαν παλιές φωτογραφίες, οριζόντιες κι ασπρόμαυρες, δε μοιάζουν σε τίποτε με τις έγχρωμες, μνημειακές αφίσες των πολιτικών ηγετών. Ο διεθνής έλληνας εικαστικός, που έχει έδρα του τη Νέα Υόρκη, μιλά αποκλειστικά στη Huffpost για τη μετά-ιδεολογία, τις σύγχρονες πολιτικές χειραγώγησης και την δημοκρατία στην Ευρώπη.

Γεννηθήκατε στην Πράγα, είστε γόνος πολιτικών προσφύγων;

Από τη μεριά του πατέρα μου. Ο παππούς μου εκδιώχθηκε το ’47, μετά τον εμφύλιο, και πήγε στην Τσεχία με λιγοστούς Έλληνες. Η μητέρα μου πάλι, από έναν τελείως διαφορετικό τόπο, το Ιράν, έφυγε επίσης για πολιτικούς λόγους, επί εποχής Σάχη, και πήγε στην Τσεχία για σπουδές.

Αναρωτιέμαι πόσο καθοριστικό είναι αυτό στη δουλειά σας;

Αναπόφευκτα… ουσιαστικά, είμαι παιδί δύο «πολιτικών» προσφύγων - δεν έχει σημασία από πού προέρχονται -, γιατί και οι δυο τους για πολιτικούς λόγους βρεθήκανε στην Τσεχία. Κατόπιν, ακόμη και με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, γιατί γεννήθηκα εκεί, αλλά μεγάλωσα στη Λάρισα, υπήρχε μεγάλη τριβή κι αποστασιοποίηση. Νομίζω ότι αρκετά αργά το κομμάτι της εθνικής συμφιλίωσης, έστω και τυπικά, έλαβε χώρα. Εξακολουθούν, όμως, ακόμη και τώρα, να υπάρχουν μεγάλα χάσματα, που δεν έχουμε καταφέρει να τα λύσουμε. Οπότε ναι, όλο αυτό το κομμάτι, που είναι προσωπικό και συνάμα πολιτικό, βγαίνει στον τρόπο σκέψης και σε αυτά που με ενδιαφέρουν.

Παλιότερα, στο «χαμένο μνημείο» είχατε διαχειριστεί τον τρόπο που βλέπουμε το άγαλμα του Τρούμαν. Τώρα με την πλατεία Συντάγματος, επανέρχεστε με ένα βίντεο μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.

Ναι, χωρίς να έχω κάνει συσχετισμούς με τα δύο έργα, έτσι είναι. Υπάρχει η διάθεση αναμέτρησης με την ιστορία, σαν κλίμακα, όπου στέκεσαι ως μία μονάδα μπροστά στο μνημείο. Τι σημαίνει αυτό; Το Σύνταγμα είναι ένας δημόσιος χώρος και στο χώρο αυτό οι πολιτικοί μας είναι μία δημόσια συνθήκη, με την οποία συνδιαλεγόμαστε με όποιο τρόπο πιστεύει ο καθένας: από το να τους πετάμε αβγά και να τους βρίζουμε μέχρι να τους αποθεώνουμε. Κατά κάποιον τρόπο, η ίδια η πολιτική σαν σκέψη και περιεχόμενο είναι «μνημείο» από μόνη της. Στο τελευταίο project, λοιπόν, αυτό προσπαθώ ν’ αποδομήσω. Τοποθετώ δύο χορευτές σε μία performance μπροστά από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη κι αυτό που μου βγάζει τη μεγαλύτερη δύναμη είναι η φιγούρα των δύο, παρά το ίδιο το μνημείο. Η ανθρώπινη μονάδα, σαν καθετότητα μέσα στον χώρο και η κίνησή της μέσα σε αυτόν, νομίζω εκπέμπει μία μεγάλη δύναμη. Ακριβώς μπροστά από το κοινοβούλιο συμβολίζεται η δύναμη που μπορούμε να έχουμε ως μονάδες. Ο δημόσιος χώρος του Συντάγματος είναι μια περιοχή φορτισμένη ιστορικά, εννοιολογικά και, θα έλεγα, ως αστικό τοπίο έχει υποφέρει πάρα πολλά. Άλλωστε, τον γνωρίζουμε ως χώρο που διαπραγματευόμαστε αυτά που θέλουμε να κάνουμε, το μέλλον μας. Ως τέτοιος χώρος, λοιπόν, με ενδιαφέρει και με αυτές τις, σχεδόν αθόρυβες, παρεμβάσεις ήθελα ν’ αποσπάσω την προσοχή, είτε αφισοκολλώντας τις μορφές πολιτικών που δεν υπάρχουν πια στον πολιτικό βίο, είτε με αυτήν την performance των χορευτών. Ήθελα να αποσταθεροποιήσω την σχέση που έχουμε με την πλατεία Συντάγματος και τι σημαίνει για εμάς τους ίδιους: κατά πόσον μπορούμε να βάλουμε σε νέα διαπραγμάτευση τον τρόπο με τον οποίο συνδιαλλεγόμεθα το ίδιο μας το μέλλον σε αυτήν την πλατεία.

Στα πρόσωπα των ηγετών υπάρχει η ταύτιση του κοινού με τους πολιτικούς που ανέδειξε;

Υπάρχει αυτό το στοιχείο. Θα ήθελα να επισημάνω, όμως, κι αυτό φαίνεται στις προεκλογικές ομιλίες των ηγετών ότι υπάρχει και μεγάλη απόσταση σε αυτό που ο εκλεγμένος εκπρόσωπος μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή μιας πολιτικής ιδεολογίας εκφράζει πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας. Κατά το παράδειγμα της εικονικής πραγματικότητας, που είναι μια αναπαράσταση της πραγματικότητας, έτσι και στην πολιτική, ο υποψήφιος ηγέτης και όλα αυτά που εκφράζει ως πολιτικό λόγο, μετά την εκλογή του αλλάζουν από το βάρος της δύναμης της πολιτικής ή, καλύτερα, της εξουσίας. Σήμερα, βέβαια, φτάσαμε σ’ ένα σημείο που οι ηγέτες δεν μπορούν να κοντρολάρουν το λαό κάτω από ιδεολογίες, αλλά μέσω του φόβου. Υπάρχει πλέον ο αρνητικός τρόπος καθοδήγησης. Είναι σα να έχεις μία ομάδα προβάτων, που θα πρέπει να έχεις τους σκύλους ολόγυρα για τα έχεις στο μαντρί. Το πρόβλημα είναι ότι η δημοκρατία έχει περιοριστεί σε δύο επιλογές: στο γκρι και στο γκρι κίτρινο. Άρα, μιλάμε για όρους διαχείρισης κομματικής και όλα τείνουν να πάνε προς τα άκρα. Το παράδειγμα της Αμερικής με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπέρνι Σάντερς είναι ένα δείγμα του αποπροσανατολισμού του κόσμου: ή θα πάω από τη μία ή από την άλλη. Δεν υπάρχει η μέση οδός.

Η συμπεριφορά του έλληνα ψηφοφόρου έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και πώς αυτό αποτυπώνεται στην πλατεία Συντάγματος;

Αυτό που διαχειρίζομαι, νομίζω ότι είναι ένα κομμάτι πολύ ζωντανό στη μνήμη των ανθρώπων. Δεν το είχα κατά νου όταν το έκανα, αλλά με το που βάζαμε την αφίσα του Καραμανλή υπήρχε μία αυτόματη αντίδραση. Είναι συνδεδεμένο με μία σωματική εμπειρία και θα ήθελα να το επισημάνω, γιατί δεν έχει σχέση μόνο με την εικονική εμπειρία ή το άκουσμα. Είμαστε πολιτικά όντα και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα δεν είναι μόνο εγκεφαλικός, αλλά και σωματικός. Σκεφτείτε τη δεκαετία του ’80, που ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου συμμετείχε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, πόση μνήμη έχει αποκομίσει από αυτές! Στις μέρες μας, λοιπόν, που έχουν εκλείψει αυτές οι αφίσες και ξαφνικά έρχεσαι πάλι αντιμέτωπος με αυτές, είναι σα να βλέπεις έναν παλιό γνώριμο. Ακόμη κι αν πεθάνει, υπάρχει στην πολιτική μνήμη, είναι εκεί. Γενιές που μεγαλώσαμε στη μεταπολίτευση, με οτιδήποτε συνεπάγεται, δεν ξέρω αν το έχουμε διαχειριστεί. Για ποιο λόγο δηλαδή, η πολιτική συμπεριφορά μας είναι τόσο διαφορετική από αυτή των Ολλανδών ή ακόμη και των Τούρκων; Έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τους πολιτικούς μας, που δεν εξαντλείται μόνο στον Καραμανλή ή τον Ανδρέα. Πρέπει να δούμε τη γλώσσα της μεταπολίτευσης, με την πόλωση μεταξύ των κομμάτων, με τις απίστευτες «μέγα – συγκεντρώσεις» στο Σύνταγμα, τον πολιτικό αντίκτυπο και τη σωματική εμπειρία που είχαν επάνω μας. Αυτό τουλάχιστον ένιωσα τις τελευταίες ημέρες ότι ενεργοποιήθηκε ξανά, έστω με μικρά ερεθίσματα, στην αφισοκόλληση των πολιτικών ηγετών.

Γιατί δεν χρησιμοποιήσατε πρόσωπα της σημερινής πολιτικής σκηνής;

Έγινε συνειδητά, γιατί πιστεύω ότι χρειαζόμαστε χρόνο για να σκεφτούμε τι συμβαίνει τώρα. Άλλωστε, υπάρχει μεγάλη συνάφεια κι αυτό που είχαμε μόλις πριν δύο-τρεις δεκαετίες, δεν το έχουμε λύσει. Βαδίζουμε με το χθεσινό φορτίο και μέσα σε αυτήν την ιστορική συχνότητα – δε θα έλεγα χρόνο -, λειτουργούμε σωματικά και συναισθηματικά. Υπάρχει, βέβαια, μια καθοριστική γραμμή ιστορικά από την περίοδο της μεταπολίτευσης και μετά, που αφορά την είσοδό μας στην ευρωζώνη και την αλλαγή του νομίσματος. Υπογράφουμε μια σειρά από συνθήκες που αποσυμφορίζουν όλα αυτά τα συγκρουσιακά που λειτουργούσαν ως τότε στην Ελλάδα. Αλλά και πάλι, η μεταπολίτευση σωματικά – συναισθηματικά και ως μνήμη είναι παρούσα.

Αυτό δε φάνηκε το καλοκαίρι σε ένα διχαστικό δημοψήφισμα, όπου το ζήτημα της Ευρώπης τέθηκε με όρους συγκρουσιακούς;

Θα σας μεταφέρω την εμπειρία μου από το Άμστερνταμ, όπου το αντιμετώπισα στη δουλειά μου και μάλιστα από ανθρώπους που δεν το περίμενα. Ενώ με γνωρίζουν από τη δουλειά μου χρόνια τώρα, ξαφνικά έζησα μια καχυποψία, επειδή προέρχομαι από την Ελλάδα κι ένιωσα λιγάκι… «δαχτυλοδειχτούμενος». Πρέπει να υπάρχει πάντα κάποιος υπεύθυνος για τα δεινά που συμβαίνουν στην Ευρώπη. Νομίζω, όμως, ότι το πρόβλημα πρέπει να εντοπιστεί στην πολιτική ηγεσία σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Έχουν χρησιμοποιήσει την κρίση ως φαινόμενο που έχει παραχθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα από τα «καπρίτσια» της, από μια χώρα που δε λέει να συμμορφωθεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Έτσι, παρουσιάζεται στα ευρωπαϊκά μέσα κι αυτό είναι ένα πολιτικό εργαλείο στα χέρια συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές το χρησιμοποιούν ως μέσο πίεσης κι άσκησης φόβου για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού τοπίου, προσανατολισμένου στο νεοφιλελευθερισμό. Στην Ολλανδία συγκεκριμένα, η προπαγάνδα που γίνεται από τα μέσα είναι άγαρμπη και μάλιστα μιλάνε για τους έλληνες με εξαιρετικά υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, οτιδήποτε ενδεχομένως θέλει ν’ ακούσει ο μέσος ολλανδός πολίτης.

Άρα, το παράδειγμα της Ελλάδας χρησιμοποιείται για μία συνολική στροφή στην Ευρώπη;

Ναι, νομίζω γίνεται κατά τον τρόπο που η Αμερική χρησιμοποίησε τον φόβο της τρομοκρατίας ως ένα άλλο εργαλείο για να εφαρμόσει συγκεκριμένες πολιτικές. Κατά τον ίδιο τρόπο η οικονομική κρίση χρησιμοποιείται ως εργαλείο φόβου για να μπούνε σε εφαρμογή πρακτικές που, κυρίως, εξυπηρετούν το άκρατο νεοφιλελεύθερο σύστημα. Δυστυχώς, στην Ευρώπη των ανοιχτών συνόρων, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, της αλληλεγγύης και της ισοτιμίας των κρατών – μελών, η Ελλάδα το καλοκαίρι έφερε τους εταίρους της προ των ευθυνών τους κι αυτό που βλέπουμε πλέον είναι μια Ευρώπη κατ’ επίφαση.

Χρήσιμο να γνωρίζετε Kalfayan Galleries, Χάριτος 11, Αθήνα, Επιμέλεια Παναγής Κουτσοκώστας. Η έκθεση διαρκεί έως 16 Απριλίου. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν προγραμματισμένες περφόρμανς τις εξής ημερομηνίες και ώρες:Παρασκευή11.03: 17:30-18:30, Παρασκευή 18.03: 17:30-18:30,Παρασκευή 01.04: 17:30-18:30, Παρασκευή, 08.04: 17:30-18:30

Δημοφιλή