Η ιστορία της Σοάντ: Όταν ο πόλεμος ξεθεμελιώνει τη ζωή σου

Η ιστορία της Σοάντ: Όταν ο πόλεμος ξεθεμελιώνει τη ζωή σου

Η Σοάντ (Souad), 48χρονη μητέρα 7 παιδιών, πριν το 2012 ζούσε στο μεσοαστικό προάστιο Αλχάτζαρ Αλασουάντ της Δαμασκού μια ήρεμη, τακτοποιημένη ζωή που ελάχιστα (αν) διέφερε από πολλών δυτικών γυναικών. Δημόσιος υπάλληλος η ίδια, όπως και ο σύζυγός της που έμεινε στη Συρία, είναι μια έξυπνη, χειραφετημένη γυναίκα- είδε τη ζωή της να ανατρέπεται και τελικά να ξεθεμελιώνεται κυριολεκτικά, αλλά δεν δίστασε να τα «πάρει πάνω της» για να προστατέψει την οικογένειά της.

Στις 20 Οκτωβρίου του 2015 μαζί με τον 16χρονο γιο της και την 10χρονη κόρη της εγκατέλειψαν την Συρία- πέρασαν τα σύνορα με τον Λίβανο και από το αεροδρόμιο της Βυρηττού πέταξαν για Κωνσταντινούπολη. Λίγες μέρες μετά είχαν περάσει στην Ελλάδα. Την συναντώ σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας- φιλοξενείται εκεί από τη Στέγη Σύρων Ελλάδας. «Δόξα τω θεώ», μου λέει- «αν δεν μας βοηθούσαν οι άνθρωπο αυτοί, θα μέναμε στο δρόμο».

Πριν τον πόλεμο η Σουάντ μου λέει πως ήταν ευτυχισμένη- «είχαμε το σπίτι μας, τις δουλειές μας, τα παιδιά πήγαιναν καλά στα σχολεία και στα πανεπιστήμιά τους. Ήμουν δραστήριο μέλος του γυναικείου συλλόγου της περιοχής- υποστηρίζαμε τις γυναίκες στην εκπαίδευση και την εύρεση εργασίας, τους παρείχαμε νομική υποστήριξη και προσωπικά ήμουν υπεύθυνη για τη λειτουργία των παιδικών σταθμών». Η γειτονιά της ήταν από τις πρώτες όπου κλιμακώθηκαν οι συγκρούσεις διαδηλωτών και στρατού στις αρχές του 2012- σήμερα το ήσυχο προάστιο είναι ένα από τα δύο σημεία της ευρύτερης περιοχής της Δαμασκού που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος, μια αστική περιοχή που έχει, πλέον, ισοπεδωθεί. «Δεν ξέρω σε τι κατάσταση είναι το σπίτι μου σήμερα. Φύγαμε για να γλιτώσουμε από τους βομβαρδισμούς- το καλοκαίρι του 2012, ένα βράδυ άρχισαν να μας βομμβαρδίζουν. Είχαμε παραμείνει παρά το πολεμικό σκηνικό για περισσότερους από έξι μήνες, αλλά πια ήταν αδιανόητο, έπρεπε να προστατέψουμε τις ζωές των παιδιών μας», μου λέει.

Καθισμένη στην απέναντι πλευρά ενός παλιού τραπεζιού, διηγείται την καθημερινότητα της εμπόλεμης κατάστασης κάτω απ’ το σπίτι της. «Όλα σταμάτησαν- δεν μπορούσαμε να πάμε στις δουλειές μας και τα παιδιά σταμάτησαν το σχολείο. Τη νύχτα δεν κυκλοφορούσε κανείς έξω- τη μέρα, αν ο άντρας μου έπρεπε να βγει για να αγοράσει τα εντελώς απαραίτητα, αυτή ήταν μια απόφαση ζωής ή θανάτου, θυμάμαι πως τον περιμέναμε όλοι μας, με τεντωμένα τα νεύρα μας πίσω από την πόρτα... Ο αδερφός μου χτυπήθηκε, οι γείτονές μας, στο διπλανό διαμέρισμα, σκοτώθηκαν όλοι. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν και τα έκαναν πάνω τους από τον διαρκή φόβο. Έπρεπε να φύγουμε, φοβόμουν για όλους μας, έτρεμα τι μπορούσε να συμβεί στα κορίτσια μου (η Σοάντ έχει 6 κόρες)».

Για τα επόμενα χρόνια η οικογένειά της προσπάθησε να ζήσει στη Συρία- αναζητώντας ένα όσο πιο ασφαλές περιβάλλον, στο χωριό της Σουάντ ή σε περιοχές της Δαμασκού. «Ζήσαμε δύο χρόνια μαζί με τους γονείς μου στο χωριό, δύο χρόνια κοιμόμασταν 17 άνθρωποι σε ένα δωμάτιο. Τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα εκεί αλλά ξεσπάσματα βίας υπήρχαν και επιστρέψαμε στη Δαμασκό- μείναμε σ’ ένα τζαμί και ύστερα στο σπίτι μιας από τις μεγάλες μου κόρες. Για ένα διάστημα προσπαθήσαμε να ζήσουμε στο Λίβανο αλλά δεν μπορούσαμε να επιβιώσουμε οικονομικά- επιστρέψαμε. Στη Δαμασκό μείναμε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι- 11 οικογένειες, καθεμιά σε ένα δωμάτιο. Σταδιακά το σπίτι άρχισε να διαλύεται από τους βομβαρδισμούς που είχε υποστεί- έπεφταν χώματα και πέτρες στα κεφάλια μας και τα παιδιά ήταν συνέχεια με πυρετούς, μέσα στα χαλάσματα που ζούσαμε». Την ακούω να μου λέει πόσο φοβόταν ο σύζυγός της για τον έφηβο γιο τους- αν και του είχε απαγορεύσει να βγαίνει από το σπίτι, «τον κλείδωνε αλλά αυτός το «έσκαγε». «Πως να ζήσει ένας δεκαεξάχρονος κλεισμένος μέσα;», αναρωτιέται η Σοάντ. Ο πατέρας του ήθελε να φύγουν για να τον προφυλάξει- ο ίδιος παρέμεινε.

«Δεν υπήρχαν τα χρήματα για να μας ακολουθήσει. Ζει με τους γέρους γονείς του σ’ ένα μικρό μαγαζάκι της Δαμασκού, μια μικρή πόρτα και κανένα παράθυρο. Τα βγάζουν πέρα πολύ δύσκολα- ένα κιλό κρέας κοστίζει 5.000 συριακές λίρες, ενώ πριν τον πόλεμο το πιο ακριβό έφτανε τις 250». Την ρωτάω πόσο συχνά μιλάνε και μου λέει πως αυτό εξαρτάται από τον αν έχει ηλεκτρικό ρεύμα στη Δαμασκό ή από τα χρήματά της για να βάλει μονάδες στο κινητό της τηλέφωνο στην Αθήνα. «Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση αλλά έπρεπε να φύγουμε», λέει η Σοάντ και συνεχίζει να αφηγείται την περιπέτεια της- την συμπεριφορά των Λιβανέζων συνοριοφυλάκων και στρατιωτών, πόσο υποτιμούν και χλευάζουν τους πρόσφυγες, τις βρισιές και τα χτυπήματα που δέχονται ακόμα και γυναίκες.

Και μετά, για το κύκλωμα των διακινητών, των «δουλέμπορων» όπως τους αποκάλεσε, που βρήκε στην Κωνσταντινούπολη μέσω γνωστών- «1.200 δολάρια πλήρωσε ο καθένας- μας μετέφεραν με ένα κλειστό βαν από ένα άγνωστο σημείο της Κωνσταντινούπολης σε μια ερημική ακτή- δεν μπορούσες να πεις κουβέντα, να αλλάξεις γνώμη ή να διαμαρτυρηθείς, (οι διακινητές) έβριζαν και χτυπούσαν με ξύλα και μαχαίρια».

Η πρώτη προσπάθειά τους να περάσουν μέσω του Αιγαίου στην Ευρώπη, απέτυχε- η συμφωνία ήταν να μπουν στο σκάφος 40 άτομα, αλλά τελικά «φορτώθηκαν» 60 άνθρωποι. Το σκάφος «έσπασε» μεσοπέλαγα, μπήκαν νερά και τελικά βούλιαξε- 4 άνθρωποι πνίγηκαν. Το ίδιο κύκλωμα τους «προώθησε» δεύτερη φορά- στις 28/ 10 έφτασαν Χίο και στις 2 Νοέμβρη στην Αθήνα. Στο κινητό της τηλέφωνο μου δείχνει ένα βίντεο που τραβηξαν οι ίδιοι- είναι οι πρώτες στιγμές της ίδιας και των παιδιών της στην Ελλάδα. Βρεγμένοι σύγκορμα ακούγονται να ευχαριστούν το θεό που τους έσωσε- εθελοντές τους διανέμουν ζεστά ρούχα, ενώ η μικρή της κόρη τουρτουρίζει.

Μετά από 4 μήνες στην Αθήνα, η μικρή πηγαίνει σχολείο, ενώ και ο γιος της έχει αρχίσει να προσαρμόζεται. «Στην Αθήνα αισθανόμαστε ελεύθεροι και ασφαλείς», μου λέει. «Ετοιμάζω την κόρη μου για το σχολείο, μαγειρεύω (λέει με φόντο τα ωραιότατα βουτήματα που μας είχε ετοιμάσει) και κάνω μαθήματα αγγλικών. Η ζωή στην Αθήνα είναι όμορφη και οι Έλληνες άνθρωποι με διάθεση να βοηθήσουν αλλά πρέπει να φύγω κι από ‘δω». Σκοπός της Σοάντ είναι να ταξιδέψει με τα παιδιά της στο Δουβλίνο- εκεί ζει από το 2012 η δεύτερή της κόρη (άλλες δύο κόρες της έχουν φύγει από τη Συρία, στον Καναδά και το Λουξεμβούργο). «Έκανα αίτηση οικογενειακής επανένωσης, όπως και η κόρη μου στις ιρλανδικές αρχές, αλλά η δική μου καθυστέρησε 3 μήνες να αποσταλεί, αυτό είναι το μόνο μου παράπονο από την Ελλάδα. Καθυστέρησαν- ενώ με διαβεβαίωναν ότι τα χαρτιά μου είχαν σταλθεί. Τώρα θα χρειαστεί να περιμένω 3- 4 μήνες ακόμη για να έχω μια απάντηση».

«Σου λείπουν οι δικοί σου στη Συρία;», τη ρωτάω και αμέσως το μετανιώνω... Δεν ξέρω αν ένα «πόσο» θα απάλυνε την ερώτηση- αλλά η Σοάντ έβαλε τα χέρια στο πρόσωπό της και ξέσπασε σε κλάματα. «Έχω αφήσει πίσω δύο κόρες, η μία είναι ακόμα εγκλωβισμένη στο χωριό και η άλλη στη Δαμασκό, τους γονείς μου, τον άντρα μου. Πώς να μη μου λείπουν; Τους σκέφτομαι συνέχεια». Της ζητάω συγνώμη για τις πληγές που έξυσα- και όταν ηρεμεί μου ζητά να δει τις λίγες εικόνες της που τράβηξα στη διάρκεια της κουβέντας μας. «Σε όλες φαίνομαι λυπημένη», λέει.

Κατεβαίνουμε μαζί τις σκάλες- για την Σοάντ είναι η ώρα που παίρνει την κόρη της από το σχολείο. Χαμογελά αχνά- είναι μια αίσθηση επιστροφής στην κανονικότητα αυτές οι στιγμές.

Είσαι αισιόδοξη για το μέλλον;

«Θέλω όταν τελειώσει ο πόλεμος να επιστρέψουμε όλοι μας- η Συρία είναι η πιο όμορφη χώρα στον κόσμο, μακάρι ο θεός να φυλάξει το λαό της. Τώρα, όμως, προσπαθώ μόνο να είμαι δυνατή. Για μένα είναι πολυτέλεια οι μελλοντικές σκέψεις, ζω στο τώρα- για τα παιδιά μου, για τους δικούς μου που άφησα πίσω. Είμαι εδώ μόνη μου με δυο παιδιά, προσπαθώ μέρα με τη μέρα να τα καταφέρω και να μην χαθώ... Η Ευρώπη λέει ότι θέλει να προστατεύσει τους πρόσφυγες- ας προσπαθήσει για την ειρήνη στη Συρία, τότε δε θα αφήνουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους».

Δημοφιλή