Διπλωματία, άμυνα, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και οικονομία: Τι σημαίνει η νίκη του «Brexit» και πώς μπορεί να ωφεληθεί η Ελλάδα

Διπλωματία, άμυνα, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και οικονομία: Τι σημαίνει η νίκη του «Brexit» και πώς μπορεί να ωφεληθεί η Ελλάδα

Το αποτέλεσμα υπέρ του Brexit του δημοψηφίσματος για την παραμονή στην ΕΕ αιφνιδίασε πολλούς: Όλα δείχνουν ότι η 23η Ιουνίου 2016 θα αποτελέσει μια ημερομηνία κομβικής σημασίας όσον αφορά στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως η ημερομηνία που το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε την πόρτα της εξόδου από την Ευρώπη.

Από τη στιγμή που πρόκειται για μια εξέλιξη άνευ προηγουμένου, το αναπόφευκτο ερώτημα «τι μέλλει γενέσθαι» για την Ευρώπη και τη Βρετανία κυριαρχεί παντού. Σε αυτό το πλαίσιο, ακαδημαϊκοί εξηγούν στη HuffPost Greece τι αναμένεται να συμβεί την «επόμενη ημέρα».

Οι τρεις «οδοί»

Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, πρόκειται για μια «θεαματική κομβική στιγμή» στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία- μια πραγματική αλλαγή σελίδας. «Η Ευρώπη μέχρι σήμερα είχε συνηθίσει να μεγαλώνει, από σήμερα πρέπει να διαχειριστεί μια νέα κατάσταση όπου μικραίνει, όχι μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά».

Ο κ. Φίλης διαβλέπει τις εξής «οδούς» από εδώ και πέρα: «Ο ένας δρόμος είναι, και για λόγους πρεστίζ και εικόνας, αλλά και ουσίας, η Ευρώπη των 27 να παραμείνει ενωμένη και να προσπαθήσει να συγκλίνει προς μία κατεύθυνση έστω και χαλαρής ομοσπονδοποίησης. Το πρόβλημα εδώ είναι οι φυγόκεντρες τάσεις που επικρατούν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η διάθεση επιστροφής σε εθνικό επίπεδο στο κομμάτι της λήψης αποφάσεων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όλα αυτά καθιστούν πρακτικά δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα, δηλαδή τη μερική ομοσπονδιοποίηση των 27. Είναι επίσης και η απροθυμία μιας σειράς ηγεσιών να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση». Επίσης, υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων σημαίνει πως είτε θα δούμε επανάληψη του φαινομένου του δημοψηφίσματος και σε άλλες χώρες, ή ανάδυση των δυνάμεων αυτών τους στην εξουσία, «όπως στην περίπτωση της Πολωνίας και παρολίγον της Αυστρίας - ή την προσαρμογή περισσότερο φιλοευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε μία πιο ακραία ατζέντα προκειμένου να επιβιώσουν πολιτικά. Συνέπεια των παραπάνω είναι η επιλογή σύγκλισης των 27 να καθίσταται πολύ δύσκολο εγχείρημα. Για να υπάρξει αυτή η σύγκλιση προϋπόθεση είναι μια πιο ευέλικτη στάση και γραμμή από πλευράς Γερμανίας έναντι κρατών που πλήττονται περισσότερο από την οικονομική κρίση, αλλά συνάμα και διατήρηση της πίεσης έναντι αυτών προκειμένου να ικανοποιηθούν τα κράτη του βορρά».

Η δεύτερη «οδός» είναι πιο ανώμαλη, και προκύπτει ως απόρροια κάποιων εκ των άνωθεν εξελίξεων: «Υπάρχει ο κίνδυνος να πάμε στη δεύτερη επιλογή της ΕΕ, που είναι η εμβάθυνση των ισχυρών και ικανών να ακολουθήσουν αυτή την πορεία κρατών, με ταυτόχρονη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ή να εξωθήσει στην έξοδο και άλλες χώρες, αλλά παράλληλα φαντάζει ως ένα πιο λειτουργικό σχήμα. Η δημιουργία ενός σκληρού πυρήνα “ικανών και προθύμων” φαντάζει πιο λειτουργικό και εφικτό σχήμα στα μάτια κάποιων σκληροπυρηνικών κύκλων της Ευρώπης και της Γερμανίας».

Υπάρχει επίσης και ένα τρίτο σενάριο- αυτό της αδράνειας. «Δηλαδή ουσιαστικά πέρα από τις διακηρύξεις να δούμε ένα “πάγωμα” , κάποιες τμηματικές πρωτοβουλίες προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά τίποτα θεαματικό σε σχέση με την ικανοποίηση των απαιτήσεων από πλευράς ευρωπαϊκών κρατών και ηγεσιών. Θα μείνουμε σε μια κατάσταση limbo χωρίς κάτι θεαματικό».

Άμυνα, ασφάλεια και εξωτερική πολιτική

Η Βρετανία, τονίζει ο κ. Φίλης, είναι μια πολύ σημαντική για τα ευρωπαϊκά και παγκόσμια δεδομένα χώρα. «Στο κομμάτι άμυνας, ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής είναι σαφές ότι η Ευρώπη θα συρρικνωθεί διπλωματικά στο διεθνές στερέωμα. Σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, η Βρετανία, λόγω της εμπειρίας και τεχνογνωσίας της, συνέβαλλε σε καθοριστικό βαθμό, άρα η όποια σκέψη για στρατιωτική σύγκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών πρακτικά εκμηδενίζεται. Η Γερμανία πιθανόν να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό για να μπορεί να εξασφαλιστεί από μόνη της και να αναπτύξει μια πιο ισχυρή διπλωματική “φωνή”. Η Γαλλία πλέον είναι η μόνη πυρηνική δύναμη της ΕΕ, καθώς και χώρα που κατέχει μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Είναι έτσι κι αλλιώς δραστήρια σε ζητήματα εξωτερικής, πολιτικής, αλλά από κοινού Παρίσι και Βερολίνο δεν μπορούν να καλύψουν το διπλωματικό/ ασφάλειας και άμυνας κενό που αφήνει η απώλεια του Ηνωμένου Βασιλείου».

Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί ότι πλέον οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής χάνουν μια ισχυρή χώρα- σύμμαχο, και ως εκ τούτου τη δυνατότητα να «παρασύρουν» την Ε.Ε. στην υιοθέτηση μιας πιο σκληρής στάσης απέναντι στη Ρωσία. «Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει υπό προϋποθέσεις, θετικά για τις σχέσεις ΕΕ – Ρωσίας» εκτιμά ο κ. Φίλης, προσθέτοντας πως θα πρέπει κανείς να δει ποιος είναι και ο ρόλος της Βρετανίας υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας που φαίνεται να δημιουργείται στην Ευρώπη.

Πολιτικοοικονομική θύελλα

Κατά την άποψη του Λουκά Τσούκαλη, προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ, καθηγητή Ευρωπαϊκής Οργάνωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέα του «Ιn Defense of Europe. Can the European project be saved?», οι άμεσες εξελίξεις στις διεθνείς αγορές θα είναι σίγουρα αρνητικές- το πόσο θα διαρκέσουν είναι δύσκολο να προβλεφθεί.

«Μπαίνουμε σίγουρα σε περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, που ξεπερνά τα ευρωπαϊκά σύνορα. Θα πρέπει να ξεκινήσει διαπραγμάτευση μεταξύ της ΕΕ των 27 και της Βρετανίας ως χώρας που αποχωρεί, αλλά ούτε και αυτό μπορούμε να ξέρουμε πότε θα ξεκινήσει, διότι ο πρωθυπουργός είναι υπό παραίτηση και πιθανότατα θα πρέπει να περιμένει η ΕΕ τον νέο πρωθυπουργό. Είναι πάντως σαφές από ευρωπαϊκής πλευράς ότι η Ευρώπη επιθυμεί επίσπευση των διαδικασιών, δεν θα θέλει να περιμένει μήνες και χρόνια».

Γενικότερα, ο κ. Τσούκαλης τονίζει πως η απόφαση αυτή είναι προφανώς οδυνηρή για την Ευρώπη, αλλά θεωρεί ότι η ζημιά θα είναι πολύ μεγαλύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο, «που μπορεί στην πορεία να πάψει να είναι και Ηνωμένο - αλλά και αυτό είναι κάτι που θα δούμε στην πορεία και θα εξαρτηθεί από το πώς διαχειρίζονται το θέμα αυτό και οι Ευρωπαίοι και η νέα βρετανική πολιτική ηγεσία. Αυτό που νομίζω πρέπει να συγκρατήσουμε από την αρνητική ψήφο των Βρετανών είναι ότι, πέραν της βρετανικής ιδιαιτερότητας, που σίγουρα υπάρχει, υφίσταται και μια γενικευμένη δυσαρέσκεια για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στις ευρωπαϊκές χώρες, της οποίας αντικείμενο είναι και η ΕΕ – δεν είναι η μόνη υπεύθυνη όμως. Το θλιβερό είναι ότι τη δυσαρέσκεια αυτήν εκμεταλλεύονται κυρίως λαϊκιστικές δυνάμεις της εθνικιστικής δεξιάς».

Παραμένοντας στον τομέα των οικονομικών πάντως- και στο βραχυπρόθεσμο της όλης υπόθεσης, ο Σπύρος Ρουκανάς, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, διαβλέπει σε πρώτη φάση περιορισμό των εμπορικών συναλλαγών με το Ηνωμένο Βασίλειο. «Κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξει ανατίμηση του ευρώ, έναντι της υποτίμησης της βρετανικής λίρας. Επίσης θα αποτελέσουν τα ομόλογα του γερμανικού δημοσίου ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές».

Υπάρχει μέλλον για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση;

Θεμελιώδης αρχή της Ε.Ε. είναι η ολοκλήρωσή της, υπό την έννοια της σύσφιξης των δεσμών και της ενίσχυσης της πολιτικής και οικονομικής ένωσης. Μετά το δημοψήφισμα στη Βρετανία, αυτό τίθεται επ'αμφιβόλω. Κατά τον Δημήτρη Χρυσοχόου, καθηγητή Θεωρίας και Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το πρώτο και γενικότερο σχόλιο είναι ότι «υπάρχει μια αμηχανία, μια πολιτική αμηχανία, καθώς δεν αναμέναμε ως επί το πλείστον η απόφαση του βρετανικού λαού να είναι απορριπτική».

«Αυτό δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας αλλά και περισυλλογής και η εκτίμησή μου είναι ότι θα πρέπει αυτή τη στιγμή που υπάρχει αυτή η ατμόσφαιρα ρευστότητας και αβεβαιότητας για το μέλλον να συμβάλουμε στη διατήρηση της συνοχής της ΕΕ – δηλαδή ότι υπάρχει μια ένωση την οποία θα πρέπει να διαφυλάξουμε και συγχρόνως να ενσκήψουμε πάνω στα μεγάλα προβλήματα για να δώσουμε ουσιαστικές απαντήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένωση σημαίνει συμβίωση και όχι απλώς συνύπαρξη. Και αυτή η συμβίωση θα πρέπει να συγκροτείται διαρκώς με δημοκρατικούς όρους και με μία αίσθηση έλλογης συμπόρευσης...αυτό που έχει σημασία είναι να ενισχυθεί η αίσθηση συνοχής στην ίδια την ΕΕ για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις που είναι υπαρκτές και οι οποίες χρήζουν από τη μία πλευρά αποτελεσματικής διαχείρισης, από την άλλη πλευρά χρειάζεται ένα νέο όραμα».

Η στάση της ΕΕ απέναντι στη Βρετανία

Όσον αφορά στην στάση που αναμένεται να ακολουθήσει από εδώ και πέρα η Ευρώπη απέναντι στη Βρετανία- αλλά και τα προβλήματα που η Βρετανία αναμένεται να αντιμετωπίσει- οι προβλέψεις του Μιχάλη Τσινισιζέλη, καθηγητή στο ΕΚΠΑ (Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές- Θεωρίες της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης) δεν είναι θετικές για τους Βρετανούς. «Αυτή η απόφαση δεν είναι καλή για τη Βρετανία. Θα αντιμετωπίσει σειρά από θεσμικά και οικονομικά προβλήματα πιθανότατα άμεσα, δηλαδή μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια. Είναι αβέβαιο τι θα συμβεί στο μεγαλύτερο όπλο της βρετανικής οικονομίας, το Σίτι του Λονδίνου, και πώς θα επηρεαστεί. Αυτό θα είναι το πιο σοβαρό ζήτημα, καθώς αυτό που φαίνεται πως μπορεί να συμβεί είναι μια μετακίνηση οικονομικών δρώντων από το Λονδίνο π.χ στην Φρανκφούρτη».

Όσον αφορά στο πώς θα βγει από την ΕΕ η Βρετανία, ο κ. Τσινισιζέλης σημειώνει πως το άρθρο 50 έχει μια «γενικόλογη διατύπωση» για τη διαδικασία με την οποία θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση. «Εδώ θα πρέπει να γίνει ένα deal μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ, κυρίως για θέματα εμπορικής πολιτικής, δηλαδή κατά πόσον θα εφαρμόζεται η νομοθεσία του ανταγωνισμού περί εσωτερικής αγοράς στη Βρετανία, και κατά πόσο θα μπορεί να γίνεται αυτό. Η αίσθησή μου είναι ότι θα αντιμετωπιστούν σκληρά οι Βρετανοί, ακριβώς για να χρησιμοποιηθούν ως παράδειγμα για μελλοντικές ενδεχόμενες αποχωρήσεις κρατών».

Όπως και να έχει πάντως, ο κ. Τσινισιζέλης τονίζει ότι πρόκειται για μια αναπάντεχη εξέλιξη, με την έννοια ότι τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη σήμερα είναι το προσφυγικό και το θέμα της Ευρωζώνης. «Η Βρετανία δεν έχει σχέση ούτε με το ένα ούτε με το άλλο, δεν επηρεάζεται από κανένα από τα 2 θέματα (ούτε βρίσκεται στην Ευρωζώνη, ούτε στη Σένγκεν). Δεν έχουν ιδιαίτερα ζητήματα που να επηρέασαν το αποτέλεσμα από τις τρέχουσες κρίσεις της ΕΕ. Αυτό που φαίνεται να επηρέασε το αποτέλεσμα είναι το αυτοκρατορικό μνημονικό των Συντηρητικών και το σοσιαλιστικό μνημονικό των μεγαλύτερων σε ηλικία ψηφοφόρων των Εργατικών. Οι νέοι ψήφισαν υπέρ της παραμονής. Θεωρώ ότι θα υπάρξει μεγάλο οικονομικό και θεσμικό πρόβλημα στη Βρετανία, με πιθανά δημοψηφίσματα σε Σκωτία και Ιρλανδία, που τάχθηκαν υπέρ της παραμονής».

Όσον αφορά στην Ευρώπη, ο κ. Τσινισιζέλης θεωρεί πως μάλλον δεν θα υπάρξει πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα: «Αυτό που δημιουργείται στην ΕΕ πέραν του μειωμένου προϋπολογισμού, είναι πιο πολύ σε επίπεδο πολιτικών ισορροπιών. Η Βρετανία φεύγει, αλλά χώρες της “αυλής” της παραμένουν, πχ η Πορτογαλία, η Ολλανδία, η Δανία, και οι -σκληρά αντιρωσικές- χώρες της Βαλτικής. Δημιουργείται ένα πολιτικό κενό, που κάποιος θα πρέπει να σπεύσει να αναπληρώσει. Δίνεται η ευκαιρία σε άλλες χώρες να αναβαθμιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πχ Ισπανία ή Ιταλία. Θα υπάρχει ανισορροπία στο στρατιωτικό κομμάτι- μόνη πυρηνική δύναμη η Γαλλία. Το ζήτημα μπορεί να καλυφθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Αλλά, όπως και να έχει, μιλάμε για υποβάθμιση της κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας».

...και η Ελλάδα

Το αναπόφευκτο ερώτημα, σε όλο αυτό το πλαίσιο, είναι το κατά πόσον και πώς επηρεάζεται η Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο κ. Τσινισιζέλης, υπάρχει μεγάλη αλληλεξάρτηση σε θέματα καθημερινότητας πχ φοιτητές , εργαζόμενοι, μεταξύ εμπόριο- αλλά ενδεχομένως να υπάρχουν επίσης ουσιαστικές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες (και όχι απαραίτητα αρνητικές) επιπτώσεις σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. «Νομίζω ότι η αποχώρηση είναι η ταφόπλακα της όποιας ελπίδας είχε η Τουρκία για ένταξη στην ΕΕ. Ίσως να υπάρξουν εξελίξεις και στο Κυπριακό, διότι αποδεσμεύεται η συζήτηση στην Ευρώπη για αυτό. Η Βρετανία υπήρξε σταθερά η πλέον σημαντική υποστηρικτής της ένταξης της Τουρκίας, λόγω του τρόπου που έβλεπε την ΕΕ - μια μεγάλη αγορά, τίποτα παραπάνω). Είχε συμφέρον να την εντάξει, έστω και αν αυτό είχε εξασθενήσει λόγω θεμάτων ασφαλείας και τρομοκρατίας».

Από πλευράς του, ο κ. Φίλης υπογραμμίζει πως η Ελλάδα θα πρέπει να προσπαθήσει να μην είναι ουραγός στην όποια ευρωπαϊκή συζήτηση ανοίξει, ώστε να δει πώς μπορεί να συστήσει ή να αποτελέσει μέρος ευρύτερων ενδοευρωπαϊκών συμμαχιών που θα έχουν ρόλο και λόγο στις διαβουλεύσεις. Όσον αφορά στην Τουρκία, αν και υπενθυμίζει τις πρόσφατες αποθαρρυντικές δηλώσεις Κάμερον για την ένταξή της, αναγνωρίζει ότι «μπορεί να πει κανείς ότι η Βρετανία ήταν από τις δυνάμεις εντός Ε.Ε. που αφ' ενός είχαν μια πιο επιθετική αντίληψη έναντι της Ρωσίας, αφ' ετέρου είχαν μια πιο φιλοτουρκική στάση σε μια σειρά ζητημάτων - και αποτελούσε βέβαια και τον ευνοϊκότερο εκφραστή των αμερικανικών θέσεων εντός ΕΕ . Υπό αυτή την έννοια, η Ευρώπη μπορεί να χαράξει μια πιο ανεξάρτητη πολιτική, μια νέα πολιτική στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, χωρίς να συνυπολογίζει τον παράγοντα “Βρετανία”, που αρκετές φορές ήταν αρνητικός για τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου και ευνοϊκός για τα τουρκικά».

Επίσης, οφέλη για την Ελλάδα μπορεί να υπάρχουν και σε οικονομικό επίπεδο. Όπως σημειώνει ο κ. Τσούκαλης, αν και η παρατεταμένη αβεβαιότητα δεν θα κάνει καλό στην Ελλάδα, αλλά «αν και εφόσον η επικείμενη βρετανική αποχώρηση οδηγήσει σε νέες πρωτοβουλίες για ενίσχυση της Ευρωζώνης, μπορεί τελικά να ωφεληθεί και η Ελλάδα». Σε παρόμοιο πλαίσιο κυμαίνεται και η άποψη του κ. Ρουκανά, ο οποίος εκτιμά πως για την Ελλάδα δημιουργούνται προϋποθέσεις πιθανής επαναδιαπραγμάτευσης της ελάφρυνσης του χρέους με ένα λιγότερο αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, υπό τον φόβο της αποδυνάμωσης της αποτελεσματικότητας της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής. Αλλά παρόλα αυτά, επισημαίνει ότι η εξέλιξη αυτή θα φέρει αύξηση του κόστους δανεισμού για τα ελληνικά ομόλογα, ως αποτέλεσμα της αναταραχής στις διεθνείς αγορές. «Ο αντίκτυπος αυτός είναι έμμεσος, εφόσον η Ελλάδα δεν δανείζεται τώρα από τις αγορές, αλλά σημαίνει πως η όποια ημερομηνία πρόσβασης στις διεθνείς αγορές φαίνεται να απομακρύνεται ακόμα περισσότερο».

Δημοφιλή