Τα 4 ελληνικά νησιά στα οποία δεν θα θέλαμε να πάμε ποτέ ξανά στη ζωή μας

Τα 4 ελληνικά νησιά στα οποία δεν θα θέλαμε να πάμε ποτέ ξανά στη ζωή μας

Τα πάντα σε αυτή τη ζωή είναι θέμα γούστου και αυτή η μεγάλη αλήθεια της ζωής δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη εφαρμογή από τις καλοκαιρινές διακοπές. Δεν αρέσουν σε όλους τους ανθρώπους τα ίδια πράγματα, ούτε έχουν όλοι τις ίδιες προσδοκίες. Μέσα από μία τέτοια συζήτηση λοιπόν, του τύπου «γιατί εσένα δεν σου άρεσε αυτό νησί, εγώ είχα περάσει τέλεια», προέκυψε και αυτό το κείμενο.

Ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί μια τεράστια πηγή εσόδων για τη χώρα μας και είμαστε αληθινά περήφανοι για τις ομορφιές που έχει να παρουσιάσει ο τόπος μας. Αλλά, όπως είπαμε και παραπάνω, άνθρωποι είμαστε, διαφορετικές απόψεις και εμπειρίες έχουμε και έτσι, υπάρχουν και εκείνα τα ελληνικά νησιά στα οποία δεν θα θέλαμε να βρεθούμε ξανά ούτε για μία ώρα. Γιατί; Επειδή πολύ απλά είχαμε περάσει απαίσια. Και ναι, πείτε την αλήθεια, έχετε και εσείς αυτή τη στιγμή στο μυαλό σας το δικό σας «νησί του τρόμου».

Ιδού λοιπόν!

Η Βασιλική Ζιώγα δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στη Σκιάθο

Στη Σκιάθο βρέθηκα πρώτη φορά το 2004, στα 18 μου δηλαδή, στο πρώτο έτος της φοιτητικής μου ζωής. Και ακριβώς επειδή ήμουν φοιτήτρια και περνούσα τις πρώτες μου διακοπές μαζί με φίλες, πέρασα τέλεια. Δεν είχα δώσει σημασία στους κάγκουρες, σε ανδρική και γυναικεία έκδοση, που εκεί νιώθουν λες και είναι στο φυσικό τους περιβάλλον. Ούτε στα κοκτέιλ που η τιμή τους ισοδυναμούσε με ένα γεύμα δύο ατόμων. Ούτε στην κακοποίηση αυτού του πανέμορφου και καταπράσινου νησιού από τους ανθρώπους. Ούτε και στη γενικότερη κακόγουστη αισθητική που μπορούσε να σε κάνει να σιχαθείς το ελληνικό καλοκαίρι.

Για αυτό και 6 χρόνια μετά, όταν έψαχνα με την παρέα μου ένα νησί που να μας βολεύει όλους -μιας και μέναμε σε διαφορετικά μέρη- έκανα το ολέθριο λάθος να πιστέψω ότι η Σκιάθος είναι η σωστή επιλογή. Ναι, πρόκειται για ένα νησί πραγματικά πανέμορφο. Εάν πάρεις βέβαια από πάνω του όλη την ηχορύπανση, τη βρωμιά και ανθρώπινη παραβίαση που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια. Με λίγα λόγια, η Σκιάθος ήταν κάποτε ένα όμορφο νησί, αλλά σήμερα είναι πραγματικά ανυπόφορη. Και ναι, ίσως κάποιος να μπορεί ακόμη να περάσει εκεί καλά, εάν είναι φοιτητής ή εάν έχει σκάφος και αρκετά λεφτά έτσι ώστε να αποφύγει τις πολυσύχναστες παραλίες της ντροπής ή τα λούμπεν μπαρ με τα νερωμένα ποτά των 15 ευρώ. Λέω, ίσως.

Εμείς όμως ήμασταν απλά μια παρέα που μόλις είχε αποφοιτήσει (αυτή τη φορά από το Πανεπιστήμιο) και την ημέρα που φύγαμε από τη Σκιάθο ορκιστήκαμε όλοι μαζί ότι δεν θα πατήσουμε ποτέ ξανά το πόδι μας εκεί. Ο μοναδικός λόγος που περάσαμε όμορφα ήταν επειδή ήμασταν όλοι μαζί και γελούσαμε με όσα ζούσαμε. Η χώρα ήταν ένα ατέλειωτο μαρτύριο κακογουστιάς και θορύβου. Τα εστιατόρια και τα μπαρ ήταν βγαλμένα από μια άλλη εποχή, τόσο αισθητικά όσο και οικονομικά. Οι παραλίες μάλλον είχαν καταπράσινα νερά, αλλά ήταν αδύνατο να τα δεις μέσα από τη λαοθάλασσα. Εάν δεν είχες αυτοκίνητο, ήταν αδύνατο να αντέξεις τα λεωφορεία, αφού ήταν τόσο γεμάτα με κόσμο που νοσταλγούσες το τραμ της Αθήνας. Τελευταία στιγμή ευτυχώς καταφέραμε να νοικιάσουμε ένα τζιπ και προλάβαμε να απολαύσουμε μερικές από τις πραγματικά όμορφες παραλίες. Αλλά από μόνες τους δεν ήταν αρκετές για να περισώσουν ότι είχε απομείνει από το κάποτε περίφημο νησί των Σποράδων. Δεν είχε να κάνει με το ότι εμείς ήμασταν ξενέρωτοι ή μίζεροι. Είχε να κάνει ότι η Σκιάθος είχε δυστυχώς μετατραπεί σε μια ελεεινή τουριστική παγίδα για -συγχωρέστε με που θα το πω- άσχετους ταξιδιώτες.

Έκτοτε έχω πάει σε όλες τις Σποράδες. Εάν λοιπόν ψάχνετε μια κοντινή επιλογή, τότε σας συστήνω ανεπιφύλακτα τη Σκόπελο, τη Σκύρο ή την Αλόννησο. Το μαρτύριο της Σκιάθου δεν θα άντεχα όμως να το ζήσω ποτέ ξανά.

Η Nάγια Κωστιάνη δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στην Αίγινα

Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα πει κακό λόγο για ένα κομμάτι γης που περιβάλλεται από θάλασσα. Γι’ αυτό και όταν, ως νησί, καταφέρνεις να βγάλεις τον κακό μου εαυτό προς τα έξω, τότε μάλλον έχεις κάνει κάτι πολύ, πολύ λάθος.

Στην Αίγινα πήγα μία και μοναδική φορά, πριν από οκτώ (περίπου) χρόνια.

Θυμάμαι να φτάνουμε στο λιμάνι και, βλέποντας μπροστά μου την Πόλη της Αίγινας να σκέφτομαι «Α, έτσι θα ήταν αν έφτιαχναν μια απομίμηση των Αναφιώτικων μέσα στο Περιστέρι». Γι’ αυτό είναι η Πόλη της Αίγινας και όχι η Χώρα, στις Χώρες των νησιών δε βλέπεις τόση κεραία και θερμοσίφωνα.

Θυμάμαι να παίρνουμε ταξί για να πάμε στο ξενοδοχείο και να χαζεύω τον παραλιακό δρόμο και τίποτα, μα τίποτα να μη μου θυμίζει νησί. Κιτς εξοχικές κατοικίες να στέκονται η μία μετά την άλλη στη σειρά έχοντας απέναντί τους θλιβερές “οικογενειακές” παραλίες χιλιομέτρων που ούτε καν το χρώμα της θάλασσας δεν τις έκανε λίγο πιο ελκυστικές. Οι παραλίες στην Αίγινα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Είτε θα πας σε αυτές με τα μπιτσόμπαρα, τις εκατοντάδες πλαστικές ξαπλώστρες και τον καφέ των 4 ευρώ, είτε στις ανοργάνωτες που μοιάζουν με ξαδερφάκια του Σχοινιά, αν ο Σχοινιάς ήταν ένα μικρό, άχρωμο και άοσμο λιμανάκι με στάσιμα νερά. Όλες τους όμως έχουν ένα κοινό: το μίζερο περιβάλλον και την πιο λασπωμένη, σπαστική, απαίσια άμμο των πέντε ωκεανών.

Θυμάμαι το (καθόλου φτηνό) δωμάτιο του ξενοδοχείου, με τα δύο κολλημένα μονά κρεβάτια από σουηδικό ξύλο, τη βρώμα στο πάτωμα, τις φαγωμένες κουρτίνες και τα γανιασμένα σεντόνια.

Θυμάμαι, επίσης, τις βραδινές εξόδους που κάναμε στην Πόλη. Θα μπορούσα να πω πολλά για τα μπαρ της Αίγινας, θα περιοριστώ όμως στο ότι, αν θέλω να με πιάνουν κορόιδο και να μου σερβίρουν βενζίνη αντί για τζιν τόνικ προς 7 και 8 ευρώ, μπορώ απλά να πάω μέχρι το Γκάζι που πέφτει και πιο κοντά.

Για να καταλήξω, πιστεύω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε ως χώρα είναι να βρούμε έναν τρόπο να μεταφέρουμε την Αίγινα κάπου κοντά στη Ραφήνα, έτσι ώστε αφενός να μη θεωρείται πια νησί (γιατί δεν είσαι νησί, Αίγινα, αποδέξου το) και αφετέρου να βρει το περιβάλλον που της αξίζει πραγματικά. Κατανοώ πως μετά από όλα αυτά, δύσκολα θα με ξανακαλέσει κάποιος να πάω στην Αίγινα (ή τη Ραφήνα ή τη Νέα Μάκρη). Θα είμαι όμως ειλικρινής μαζί σας. Δε θα είναι και η μεγαλύτερη τραγωδία της ζωής μου.

Η Κατερίνα Νανοπούλου δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στα Κουφονήσια

Ξέρω ότι οι περισσότεροι θα έδιναν και την ψυχή τους για να βρεθούν στα Κουφονήσια και να κολυμπήσουν στο Πορί και την Ιταλίδα αλλά εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Ας ξεκινήσω λέγοντας τι είναι αυτό που ψάχνω από ένα νησί το καλοκαίρι: ωραία θάλασσα, καλό φαγητό και νυχτερινή ζωή. Και ένα κανονικό δωμάτιο. Ούτε πρωινά, ούτε πισίνες, ούτε ανέσεις. Το 2011 ξεκίνησα προς τα Κουφονήσια, λοιπόν, «κλείνοντας» το γρήγορο πλοίο, γιατί όπως μας ενημέρωσε το ταξιδιωτικό γραφείο, μπορεί να έχει υψηλή τιμή αλλά είναι πιο γρήγορο από το κανονικό.

Η πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν αυτή.

Καταλήξαμε να κάνουμε περισσότερες ώρες με το γρήγορο, το οποίο είχε αεροπορικές θέσεις, να σταματήσουμε στην Νάξο για ανεφοδιασμό, όπου μας κατέβασαν από το πλοίο και να φάμε το κούνημα της ζωής μας. Οκ, το δέχομαι, μπορεί να έτυχε (αν και όλοι όσοι βρίσκονταν στο νησί την ίδια περίοδο είχαν την ίδια εμπειρία) και από όσο γνωρίζω πλέον το θέμα με το πλοίο έχει λυθεί. Πάμε στο άλλο μεγάλο θέμα που είναι το φαγητό. Ταβέρνες πανάκριβες με μέτριο φαγητό και προσωπικό αγενές, με αποτέλεσμα το μόνο γεύμα που απήλαυσα πραγματικά να είναι τα σουβλάκια που είχε στο νησί. Οι παραλίες δεν μπορώ να πω ότι ήταν άσχημες, απλά για τα προσωπικά μου γούστα δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Ουσιαστικά το νησί έχει δύο παραλίες όλες κι όλες, το Πορί και την μικρή και η μεγάλη Ιταλίδα που είναι το ίδιο πράγμα.

Όσο για τη νυχτερινή ζωή, επειδή ήμουν πιο μικρή, δεν μπορώ να πω ότι εκτίμησα ιδιαίτερα αυτή την φάση με τα ρακόμελα και τα τσίπουρα και το μοναδικό μπαρ του νησιού που έμενε ως αργά, δεν είχε πολύ κέφι. Αυτό, όμως, που ήταν το αποκορύφωμα του ταξιδιού ήταν το δωμάτιο. Όλα τα καταλύματα (επειδή μείναμε σε 2 κιόλας λόγω αλλαγής) ήταν πανάκριβα και σε πολύ κακή κατάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μπάνιο του δεύτερου δωματίου (από όπου και η φωτογραφία), στο οποίο είχαμε μείνει 3 λεπτά και το κοιτούσαμε προσπαθώντας να λύσουμε τον γρίφο. Είχε ένα σιφόνι στο πάτωμα, έναν κουβά και πουθενά τηλέφωνο για ντους. Αφού το κοιτούσαμε για μερικά λεπτά, εντοπίσαμε το τηλέφωνο, το οποίο ήταν ενσωματωμένο στον νεροχύτη και είχε μικρό μοχλό για να γίνεται μία νεροχύτης και μία ντους. Όσο για τον κουβά, έπρεπε να μπαίνεις μέσα όσο κάνεις ντους για να μαζεύει τα νερά, αλλιώς πλημμύριζε όλο το δωμάτιο. Για αυτό το αριστούργημα, πληρώναμε 80 ευρώ το δίκλινο. Ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω.

(Η φωτογραφία- πειστήριο- από την εν λόγω τουαλέτα)

ΥΓ: Αυτό που άξιζε περισσότερο ήταν το Κάτω Κουφονήσι, οπότε αν βρεθείτε σε εκείνα τα μέρη μην αμελήσετε να πάρετε το καραβάκι για να το επισκεφτείτε.

Η Δέσποινα Τριβόλη δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στους Παξούς

Αχ οι Παξοί! Εκεί που οι ελιές και τα κυπαρίσσια κατεβαίνουν σχεδόν ως τη θάλασσα και φτάνουν στα ωραιότερα νερά που έχω δει, καταπράσινα και πεντακάθαρα, ένα νησί γεμάτο πανέμορφους χτιστούς ελαιώνες και γραφικά ψαροχώρια. Και κάπου εδώ τελειώνει η ποίηση και αρχίζει η πραγματικότητα. Υπάρχουν δυο βασικές ερωτήσεις πριν πάτε στους Παξούς: Έχετε ιστιοπλοϊκό ή σκάφος; Έχετε οικογένεια και παιδάκια;

Εάν η απάντηση είναι «όχι» οι Παξοί δεν είναι για σας.

Αρχικά, κάθε μια από αυτές τις καταγάλανες, πεντακάθαρες παραλίες που ανέφερα πιο πάνω δεν έχει καθαρό ορίζοντα- αντί για ουρανό ή θάλασσα βλέπεις μόνο αγκυροβολημένα σκάφη.

Κυρίως όμως ακριβώς επειδή οι Παξοί απευθύνονται σε ανθρώπους που κάνουν ιστιοπλοΐα, οι τιμές είναι ιδιαίτερα τσιμπημένες αλλά η αντιστοιχία ποιότητας-τιμής παραμένει κακή. Αυτό ισχύει για τα ξενοδοχεία- η τιμή ενός στούντιο θα σας κοστίσει όσο κοστίζει σε άλλα μέρη ένα ξενοδοχείο 4 αστέρων, τις υπηρεσίες, αλλά κυρίως για το φαγητό: To νησί είναι γεμάτο μέτρια ιταλικά εστιατόρια και πανάκριβα ελληνικά ή ταβέρνες με αγάπη στα κατεψυγμένα. Είναι ζήτημα αν φάγαμε καλά 1 φορά στις 5 μέρες που ήμασταν εκεί με μοναδική εξαίρεση το ιταλικό παγωτό της Ιταλίδας στη Λάκκα.

Οι Παξοί είναι ένα εξαιρετικά οικογενειακό, ήσυχο νησί- αν έχετε μικρά παιδιά είναι ό,τι πρέπει- πολλές οικογένειες νοικιάζουν μια από τις όμορφες βίλες του νησιού και περνάνε ζωή χαρισάμενη. Εάν όμως κατευθύνεστε με μεγάλη παρέα ετοιμαστείτε να μοιραστείτε τα μυστικά σας, να παίξετε επιτραπέζια παιχνίδια και να κοιτάξετε το υπερπέραν. Εναλλακτικά, μπορείτε να αγοράσετε και μια τράπουλα.