Η μάχη των Βασιλικών: Οι καπεταναίοι της Στερεάς συντρίβουν τον τουρκικό στρατό και εδραιώνουν την Ελληνική Επανάσταση

Η μάχη των Βασιλικών: Οι καπεταναίοι της Στερεάς συντρίβουν τον τουρκικό στρατό και εδραιώνουν την Ελληνική Επανάσταση
Print after Battle of Vasilika by Panagiotis Zografos (Photo by © Historical Picture Archive/CORBIS/Corbis via Getty Images)
Print after Battle of Vasilika by Panagiotis Zografos (Photo by © Historical Picture Archive/CORBIS/Corbis via Getty Images)
Historical Picture Archive via Getty Images

Το ιστορικό της αναμέτρησης και το πεδίο της μάχης, όπως είναι σήμερα, σε βίντεο από drone- παραγωγή του Haanity

Τον Αύγουστο του 1821, η Ελληνική Επανάσταση βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή, πραγματοποιώντας τα πρώτα της ορμητικά βήματα: Στην Πελοπόννησο ο ξεσηκωμός ήταν σε πλήρη εξέλιξη, με τους επαναστάτες να πολιορκούν την Τριπολιτσά, και τα οθωμανικά στρατεύματα, υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να δέχονται ισχυρή πίεση. Οι Έλληνες καπεταναίοι και οπλαρχηγοί είχαν σημειώσει σειρά σημαντικών επιτυχιών σε στεριά και θάλασσα, με νίκες όπως στο Βαλτέτσι, στη Γραβιά, στα Δολιανά και Βέρβαινα, στη Γράνα και αλλού να δείχνουν πως το όνειρο της απελευθέρωσης ήταν ζωντανό και δεν σκόπευε να ζήσει ξανά.

Με μεγάλες φθορές σε μάχες και πολλές φρουρές κλεισμένες σε κάστρα, ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις πριν περάσουν στην Πελοπόννησο, όπου αποσκοπούσαν στο να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Το αίτημά τους εισακούστηκε από την Υψηλή Πύλη, με τον σουλτάνο να αποστέλλει μεγάλο στράτευμα 8.000 ανδρών- στην πλειονότητά τους ιππείς- υπό τη διοίκηση του Μπεϋράν πασά. Η εν λόγω στρατιά κατευθύνθηκε προς τη Στερεά Ελλάδα, καταπνίγοντας στη διαδρομή της την επανάσταση στη Μακεδονία και φτάνοντας στο Ζητούνι, ενώ ένα άλλο στράτευμα 4.000 ανδρών, υπό τον Μαχμούτ πασά της Δράμας, έστηνε στρατόπεδο στον κάτω Δομοκό. Ο στόχος των δύο αυτών δυνάμεων ήταν να μπουν στην Πελοπόννησο: Ο Μπεϋράν από τη Μεγαρίδα, αφού πρώτα θα ενωνόταν στη Βοιωτία με τον στρατό του Κιοσέ Μεχμέτ, και ο Μαχμούτ από τη Ναύπακτο, με τη βοήθεια του τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό Κόλπο. Παράλληλα, ο Ομέρ Βρυώνης θα παρέμενε στην Αττική, για να καλύπτει τα νώτα των δυνάμεων που θα κατέπνιγαν την επανάσταση.

Καθώς η πολιορκία της Τριπολιτσάς φαινόταν να διαρκεί πολύ, η είσοδος τέτοιων δυνάμεων στον Μοριά θα έθετε σε μεγάλο κίνδυνο την επανάσταση- και αυτό έγινε γρήγορα αντιληπτό από τους οπλαρχηγούς της Στερεάς, οι οποίοι κατανοούσαν πως η πορεία του Μπεϋράν έπρεπε να ανακοπεί πριν φτάσει στην Αττική και μετά στην Πελοπόννησο.

Το «στοίχημα» του γερο-Δυοβουνιώτη

Ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή διαδραμάτισε ο Γιάννης Δυοβουνιώτης (Γιάννης Ξύκης): Αν και αρκετά μεγάλης ηλικίας εκείνη τη στιγμή, αποτελούσε έναν από τους πιο εμπειροπόλεμους Έλληνες οπλαρχηγούς, έχοντας πολεμήσει τους Τουρκαλβανούς στα Ορλωφικά (1770) και έχοντας αναλάβει σειρά από αρματολίκια εξαιτίας των στρατιωτικών του ικανοτήτων.

Ο γερο-Δυοβουνιώτης ειδοποίησε τους καπεταναίους της ανατολικής Στερεάς, μεταξύ των οποίων η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Γιάννη Γκούρα (πρωτοπαλίκαρο του σκληροτράχηλου Οδυσσέα Ανδρούτσου, τη δολοφονία του οποίου θα διέτασσε μετά από τέσσερα χρόνια), ο Κομνάς Τράκας, ο Παπαντρέας και άλλοι. Στη συνέχεια ζητήθηκαν ενισχύσεις από τη Δωρίδα, τη Λειβαδιά και την Αταλάντη.

Σε πολεμικό συμβούλιο στο Εργίνι τέθηκε το εξής κρίσιμο ερώτημα: Από πού θα περνούσαν οι Τούρκοι και πού θα έπρεπε να στηθεί η άμυνα. Οι δρόμοι ήταν δύο: Ο ένας περνούσε από τις Θερμοπύλες και τη διάβαση της Φοντάνας (η οποία, σημειώνεται, προσφερόταν για ισχυρή άμυνα, καθώς ήταν δύσβατη) καταλήγοντας στο Δραχμάνι (Ελάτεια) ενώ ο άλλος ήταν η «λεωφόρος των Βασιλικών», που ήταν δημόσιος δρόμος, προσφερόμενος για να κινούνται άμαξες και άλογα ως τον Πλατανιά, και από εκεί, μέσα από μια δασώδη κοιλάδα, που στένευε στα Βασιλικά, οδηγούσε στην Ελάτεια.

Ο Γκούρας και ο Νάκος Πανουργιάς εκτιμούσαν πως οι Τούρκοι θα ακολουθούσαν την πρώτη διαδρομή, εκτιμώντας πως θα την επέλεγαν επειδή ήταν λιγότερο εκτεθειμένη, οπότε και τα ελληνικά αντάρτικα σώματα θα έπρεπε να οχυρωθούν στη Φοντάνα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε , προσφερόταν για αποτελεσματική άμυνα. Ωστόσο, ο γερο-Δυοβουνιώτης επέβαλε την άποψή του, η οποία ήταν πως οι Τούρκοι θα προτιμούσαν τον δρόμο των Βασιλικών, τόσο για να δείξουν ότι δεν φοβούνταν τους Έλληνες επαναστάτες, όσο και επειδή το στράτευμά τους είχε πολλούς ιππείς και άμαξες με εφόδια.

Σε κάθε περίπτωση, η αριθμητική ισχύς των Ελλήνων ήταν πολύ μικρή (1.600 άνδρες σε εκείνη τη φάση) οπότε και δεν υπήρχε περιθώριο να καλυφθούν και οι δύο δρόμοι, οπότε και εστάλη στη Φοντάνα μόνο μια μικρή δύναμη, υπό τον Παπαντρέα, με τον Δυοβουνιώτη να ηγείται της δύναμης που κατευθύνθηκε στα Βασιλικά.

Το σχέδιο του Δυοβουνιώτη, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα αρχηγού, απέναντι σε μια πολύ μεγαλύτερη αριθμητικά δύναμη ήταν η...πατροπαράδοτη τακτική της ενέδρας: Οι Τούρκοι θα αφήνονταν να μπουν στα στενά, όπου, όταν δέχονταν επίθεση, θα ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσουν τους αριθμούς τους. Ο Δυοβουνιώτης και οι άνδρες του κρύφτηκαν στο δάσος στην είσοδο της διάβασης, στο εσωτερικό δεξιά τοποθετήθηκαν οι Κοντοσόπουλος και Καλύβας (Λοκροί και Δωριείς) και αριστερά οι Τράκας και Μπίτης (Αμφισσείς και Δωριείς). Στην έξοδο της διάβασης τοποθετήθηκαν τα σώματα του Γκούρα, του Νάκου Πανουργιά και του Γιώργου Δυοβουνιώτη (γιου του γερο-Δυοβουνιώτη), τόσο για να λειτουργήσουν ως εφεδρεία, όσο και για να σηκώσουν το βάρος της άμυνας εάν οι Τούρκοι έφταναν ως εκεί.

Η πορεία προς τα Βασιλικά

Το τουρκικό στράτευμα ξεκίνησε στις 22 Αυγούστου από τη Λαμία, πέρασε τη γέφυρα της Αλαμάνας στον Σπερχειό, όπου είχε θυσιαστεί ο Αθανάσιος Διάκος πριν μερικούς μήνες, και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα του Πλατανιά. Ο Μπεϋράν, καθώς δεν είχε επικοινωνήσει με τους άλλους δύο Τούρκους στρατηγούς, έστειλε 200 ιππείς για ανίχνευση στα Βασιλικά και 300 πεζούς στη Φοντάνα. Και οι δύο αυτές δυνάμεις χτυπήθηκαν από τους Έλληνες οπλαρχηγούς και υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και λάφυρα, κάτι που έδειξε στον Τούρκο πασά πως η προώθησή του προς τη Λειβαδιά δεν θα ήταν περίπατος- ωστόσο επέλεξε να συνεχίσει, έχοντας εμπιστοσύνη στους αριθμούς του.

Η μάχη των Βασιλικών

Δείτε το πεδίο της μάχης σήμερα σε βίντεο από drone- παραγωγή του Haanity

Η πρώτη φάση

Τα χαράματα της 26ης Αυγούστου 1821, το τουρκικό στράτευμα άφησε άμαξες και ζώα πίσω και ξεκίνησε από τον Πλατανιά, κατευθυνόμενο προς τα Βασιλικά, όπως είχε προβλέψει ο Δυοβουνιώτης. Ο τουρκικός στρατός, ο οποίος προχωρούσε με τα κανόνια μπροστά, στη μέση τους πεζούς και πίσω το ιππικό, σταμάτησε μπροστά στην είσοδο των στενών, όπου έγιναν επικλήσεις στον Αλλάχ και προσευχές και ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και πυκνά πυρά τουφεκιών για να εκφοβιστούν οι οχυρωμένοι και κρυμμένοι Έλληνες αντάρτες. Στη συνέχεια ξεκίνησε η εμπροσθοφυλακή, η οποία όμως δεν αντιλήφθηκε την καλά κρυμμένη δύναμη στο δάσος δύναμη του Δυοβουνιώτη.

Η πρώτη σύγκρουση έγινε με τα σώματα του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, τα οποία σταμάτησαν την τουρκική επίθεση, με αποτέλεσμα ο Μπεϋράν να στείλει 4.000 επιπλέον άνδρες εναντίον των περίπου 400 υπερασπιστών. Προς βοήθειά τους έσπευσε ο Γιάννης Γκούρας, και ακολούθησε σκληρή μάχη, με τα ελληνικά σώματα να υποχωρούν προς το διάσελο των Βασιλικών.

Η αριστεία του Γιάννη Γκούρα

Ο Κοντοσόπουλος τραυματίστηκε (αν και συνέχισε να πολεμά), και σε εκείνο το σημείο πρακτικά την ηγεσία στην πρώτη γραμμή ανέλαβε ο Γκούρας, που συγκέντρωσε τους περισσότερους αντάρτες και οχυρώθηκε σε ερημοκλήσι, προβάλλοντας ισχυρή άμυνα και σταματώντας την τουρκική επίθεση.

Ο Μπεϋράν, βλέποντας την εξέλιξη της μάχης, διέταξε γενική επίθεση εναντίον του Γκούρα, της οποίας ηγήθηκε ο ίδιος- και εκείνη την κρίσιμη στιγμή της μάχης ακούστηκαν πυροβολισμοί πίσω από τις ελληνικές θέσεις: Επρόκειτο για δύναμη από 250 Λειβαδιώτες, με αρχηγούς τους Βασίλη Μπούσγο, που ενίσχυσε τον Γκούρα, και Τριανταφυλλίνα και Λάππα, που πήγαν στον Κοντοσόπουλο. Σε εκείνο το σημείο λέγεται πως ο Γκούρας, όταν είδε να φτάνουν οι ενισχύσεις, φώναξε «μωρέ παιδιά, ο καπετάνιος έρχεται, απάνω τους!», εννοώντας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος αποτελούσε φόβητρο για τους Τούρκους στη Στερεά (ωστόσο δεν είχε καταφέρει στην πραγματικότητα να φτάσει εγκαίρως για τη μάχη, λόγω κακοκαιρίας). Ακολούθησε πανικός και αταξία στις τάξεις των Τούρκων, τον οποίο ο Γκούρας εκμεταλλεύτηκε, αφήνοντας ένα μικρό τμήμα να κρατά την άμυνα ενώ ο ίδιος με τους υπόλοιπους έκανε έναν κυκλωτικό ελιγμό, περνώντας από την Ανίβιτσα και χτυπώντας τους Τούρκους στα νώτα.

Ο αιφνιδιασμός του Δυοβουνιώτη

Ενώ αυτά ήταν σε εξέλιξη μπροστά, η τουρκική οπισθοφυλακή δέχτηκε την επίθεση του κρυμμένου στο δάσος σώματος του Δυοβουνιώτη, αλλά και της δύναμης του Παπαντρέα που είχε ξεκινήσει από τη Φοντάνα μόλις έμαθε πως οι Τούρκοι κατευθύνονταν προς τα Βασιλικά. Σε εκείνο το σημείο ο Γκούρας διέταξε γενική επίθεση, με το τουρκικό στράτευμα να δέχεται επίθεση από κάθε πλευρά, να περικυκλώνεται και να «σπάει» οριστικά: Ακολούθησε μεγάλη σφαγή, όπου σκοτώθηκε ο Μεμίς πασάς (από τον ίδιο τον Γκούρα), αλλά και ο γιος του Μπεϋράν και άλλοι αξιωματικοί.

Ο Μπεϋράν, βλέποντας την καταστροφή, διέταξε υποχώρηση και τράπηκε ο ίδιος σε φυγή, διατάζοντας να καούν τα πολεμοφόδια και οι τροφές στο στρατόπεδο του Πλατανιά και περνώντας τη γέφυρα του Σπερχειού, την οποία διέταξε να κάψουν, για να μην περάσουν οι Έλληνες, καθώς φοβόταν πως θα έφταναν μέχρι τη Λαμία. Τον Μπεϋράν καταδίωξε ο Παπαντρέας, ενώ οι Έλληνες αντάρτες κατέστρεφαν όσα τουρκικά τμήματα έβρισκαν μπροστά τους και λεηλατούσαν το πεδίο της μάχης και το στρατόπεδο.

Τη νύχτα οι Έλληνες αποσύρθηκαν στη Δαμάστα, όπου την επόμενη μέρα έφτασε και ο Ανδρούτσος, ο οποίος λυπήθηκε πολύ που άργησε και δεν πήρε μέρος στη μάχη. Στην αναφορά που έστειλε στον Δημήτριο Υψηλάντη, ως γενικός αρχηγός των σωμάτων της ανατολικής Στερεάς, χαρακτήριζε «γίγαντα» τον Γκούρα και έλεγε πως «κι αν οι Έλληνες δεν έπεφταν εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ουδείς από αυτούς και ήθελε πιάσωμεν και τον ίδιον τον Μπεϋράν πασά ζωντανό».

Ο απολογισμός

Τίποτα δεν ξανακούστηκε για τον Μπεϋράν πασά, ο οποίος θεωρείται πως δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε. Οι τουρκικές απώλειες ήταν τεράστιες, καθώς αχρηστεύτηκε (766 με 1.200 νεκροί, 1.500 τραυματίες, 220 αιχμάλωτοι) περίπου το 1/3 του στρατεύματος, από μια ελληνική δύναμη που θεωρείται πως δεν ξεπερνούσε τους 2.000 άντρες. Πολλοί ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν και τις επόμενες ημέρες της μάχης, όταν τους ανακάλυπταν οι κάτοικοι της περιοχής κρυμμένους στα δάση και τα ρέματα. Επίσης, πλούσια ήταν τα λάφυρα από το στρατόπεδο του Πλατανιά, όπου περιλαμβάνονταν τουρκικές σημαίες. Οι ελληνικές απώλειες ήταν μηδαμινές: 17 με 42 νεκροί και 35 τραυματίες, ενώ το σημαντικότερο ήταν πως ο στόχος των Ελλήνων οπλαρχηγών είχε επιτευχθεί, καθώς είχαν εμποδίσει να ενωθούν η δύναμη του Μπεϋράν με τη δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ και να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο. Αντίστοιχα, ούτε ο Μαχμούτ πασάς της Δράμας μπόρεσε να περάσει, καθώς είχε βρει κλειστά από ελληνικές δυνάμεις τα περάσματα του Μακρυκάμπου στην Οίτη και υποχώρησε. Οι τουρκικές ενισχύσεις δεν έφτασαν ποτέ στην Τριπολιτσά, η οποία αλώθηκε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα- εδραιώνοντας την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης.

Πηγές:

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος ΙΒ: Η Ελληνική Επανάσταση (1821-1832)- Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
  • Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων- Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε.

Δημοφιλή