Ο Γιώργος Λάππας και το μάθημα που έδινε στους φοιτητές του

Ο Γιώργος Λάππας και το μάθημα που έδινε στους φοιτητές του

Το ξεκίνημα στη ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή του σημαντικού δημιουργού, με τον ίδιο ως αφηγητή.

«Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να μιλήσει για την τέχνη. Το ιδανικό είναι να τραγουδάς μαζί με κάποιον για την τέχνη ή να τραγουδάς μαζί του» έλεγε σε συνέντευξή του ο χαρισματικός Γιώργος Λάππας, που ο θάνατός του την περσινή χρονιά βύθισε σε πένθος την καλλιτεχνική κοινότητα και τους μαθητές του στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Με αφορμή την πρώτη αναδρομικού χαρακτήρα έκθεση του Λάππα στον Πόρο, κάναμε μια αποσπασματική μεταγραφή της τηλεοπτικής συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο γλύπτης στο «Παρασκήνιο». Εκεί, μιλάει για τις σπουδές και την πορεία του ενώ, παράλληλα, εξηγεί το έργο του.

«Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου και ήρθα μαζί με διάφορους άλλους Έλληνες το ’58 στην Ελλάδα. Όταν ήμουν στα 12 με 15, είχα μια μανία να γίνω αρχαιολόγος και πήγαινα σε διάφορους χώρους μετά τις βροχές, στον Κεραμεικό, στη Βραυρώνα, ακόμη και σε μέρη που υποπτευόμουν ότι θα υπήρχαν αρχαία. Έψαχνα με μανία θραύσματα, μέχρι που έβρισκα ακόμη και κομματάκια από μεταλλικά γιο-γιο της Τσεχοσλοβακίας, που νόμιζα ότι ήταν θραύσματα ρωμαϊκά.

Μετά τις γυμνασιακές μου σπουδές πήγα στην Αμερική για πέντε χρόνια, όπου σπούδασα κλινική ψυχολογία στη δυτική ακτή∙ πράγμα που τώρα αντιλαμβάνομαι ότι ήταν επιζήμιο για την καλλιτεχνική μου δουλειά. Μετά, όμως, πήρα μια υποτροφία και περιπλανήθηκα στην Ινδία για ένα χρόνο, με λεωφορείο, με τα πόδια κ.τ.λ., πράγμα που ήταν θετικό για την καλλιτεχνική μου σταδιοδρομία!

Γύρισα στην Αγγλία και προσπάθησα να κάνω σπουδές αρχιτεκτονικής. Αυτό ήταν ολωσδιόλου καταστροφικό για την καλλιτεχνική μου δουλειά. Κάποια στιγμή, βρέθηκα στη Βενετία όπου μου άρεσε να σχεδιάζω διάφορα κτίρια. Εκεί που σχεδίαζα μία γέφυρα, μου ήρθε σαν επιταγή ή, μάλλον σαν ένα όραμα που λέει «πήγαινε εκεί», να γυρίσω στην Ελλάδα και να προσπαθήσω να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πράγμα που έκανα και που αποδείχτηκε κι αυτό κάπως επιζήμιο για την καλλιτεχνική μου δουλειά. Περιπλανήθηκα λίγο ακόμη, μετά γύρισα και εξελέγην Καθηγητής στη Σχολή… γι’ αυτό δε θα πω αν είναι επιζήμιο ή καλό.

Το Mappemonde χρειάστηκε τρία χρόνια για να το φτιάξω. Αποτελείται από 3.000 περίπου σιδερένιες φιγούρες. Αυτές ήταν κομμένες σε 100 περίπου οικόπεδα ή κοινότητες από σχέδια. Τώρα, ο τρόπος που οδηγήθηκα στην κατασκευή κάθε κοινότητας ήταν ο εξής: ήταν κάπως βουδιστικός, με την έννοια ότι άρχιζα, συγκεντρώνοντας το μυαλό μου σε ένα σχήμα… ας πούμε, το σχήμα ενός ροδιού. Συγκεντρωνόμουν πάρα πολύ ώρα ώστε να το καταλάβω, να το συνειδητοποιήσω, να το ολοκληρώσω στη συνείδησή μου και μετά αποφάσιζα και το άφηνα να μεταλλαχθεί. Άφηνα τη φαντασία μου να μεταμορφώσει αυτό το ρόδι σε ένα κρεβάτι. Και μετά το κρεβάτι, σε ένα ποτάμι. Το ποτάμι σε ένα καράβι κ.ο.κ., μέχρι να φτάσω σε ένα παράξενο, κατά κάποιον τρόπο, χώρο όπου αυτά κλεινόντουσαν, είχανε την αυτοτέλεια μιας πρότασης ή την αυτοτέλεια μιας κοινότητας.

Ανέφερα ότι οι σπουδές που έκανα στην ψυχολογία και ότι η δουλειά που έκανα ως εθελοντής στα ψυχιατρεία, μου μοιάζει τώρα αρνητική. Ο λόγος είναι ότι για αρκετό καιρό έδινα υπερβολική σημασία στην αναγνώριση των ψυχικών κινήσεων στη διάπλαση του έργου. Νόμιζα δηλαδή ότι τα οράματα που μου παρουσιάζονται ή παρουσιάζονται στους άλλους καλλιτέχνες, είναι πολύ σημαντικά. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί εγώ μπορεί να είχα ένα όραμα ξαφνικά, την ώρα που ταξίδευα σε ένα ταξί, ενός υπέροχου αλόγου που κουνούσε το κεφάλι του και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Κι αυτό το όραμα με οδηγούσε στην επιθυμία να φτιάξω αυτό το έργο. Και φτιάχνοντας αυτό το έργο, να προχωρήσω συγχρόνως καλλιτεχνικά και ψυχικά. Κατασκευάζοντας το όραμά μου, θα καταλάβαινα τι μου συμβαίνει! Συγχρόνως, θα επικοινωνούσα τη διάθεσή μου στο θεατή, ούτως ώστε θα καταλάβαινε ότι πρόκειται για μια πορεία λυτρωτική. Τώρα, όμως, δεν έχω την ίδια εμπιστοσύνη, όχι στις ψυχικές κινήσεις, αλλά στο γεγονός ότι πρέπει να δίνει κανείς τόση μεγάλη σημασία στην ψυχική κίνηση.

Αμέσως μετά την περίοδο που τελείωσα το Mappemonde και είχα γυρίσει από την Βενετία, πέρασα μία πολύ παράξενη φάση όπου νόμιζα ότι είχα εξαντλήσει τα περιθώρια του σχεδίου. Δεν είχα δηλαδή να σχεδιάσω άλλες εικόνες. Οπότε, καθώς αναρωτιόμουν συνέχεια τι να κάνω, είπα θα ρίξω ζάρια… κι αυτά θα με οδηγήσουν κάπου. Βέβαια, είχα από την αρχή επενδύσει στο ρίξιμο των ζαριών, με την πίστη ότι θα με οδηγήσει κάπου. Και με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησα σχεδιάζοντας πλακουτσά ζάρια και, με την ρίψη ενός μικρού ζαριού στην αρχή, τοποθετούσα τα ζάρια και περίμενα να δω τι θα συμβεί. Με τον ίδιο τρόπο που, όταν έπινα καφέ, έβλεπα το φλιτζάνι και ήθελα να διαβάσω το μέλλον μου… είχα μεγάλη αγωνία, γιατί δεν ήξερα τι θα κάνω. Ήταν, λοιπόν, ένα είδος προσωπικής μαντείας μέσω των ζαριών.

Μετά από λίγο καιρό, εμφανίστηκαν δίπλα στα ζάρια ορισμένες μορφές ζωών, όπως το ζαρκάδι, κι αργότερα εμφανίστηκαν κατά κάποιον τρόπο διάφορα πουλιά, πάπιες, χήνες, με τον τρόπο που τα χρησιμοποιούν οι κλόουν στο τσίρκο. Και αυτά τα στοιχεία τα χρησιμοποιούσα για να σημειώσω στον εαυτό μου που υπάρχουν συμπτώσεις. Μέχρι τότε πίστευα πολύ στις συμπτώσεις και ήμουν σίγουρος ότι διάφορες συμπτώσεις καθοδηγούν τη ζωή μου. Έτσι, έφτιαξα το έργο της Γλασκώβης που ήταν μια ριξιά από 700 ζάρια και μετά τοποθέτησα στα σημεία που γινόντουσαν συμπτώσεις, μικρούς ταξιθέτες σιδερένιους.

Πάρα πολύς κόσμος με ρωτάει γιατί κάνεις αυτά τα χαώδη ομοιώματα κόσμων και δεν ασχολείσαι με πιο ευσύνοπτα έργα. Εγώ πάντοτε ήθελα να φτιάξω ένα ομοίωμα μιας ανθρωπότητας και όχι τριών ή δύο ανθρώπων. Με απασχολούσε δηλαδή η εικόνα της ανθρωπότητας, ποτέ η εικόνα του ανθρώπου.

Το Mappemonde που αποτελείται από 3000 φιγούρες, ήταν πράγματι κατά κάποιον τρόπο μια ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά φτιαγμένο με έναν ορισμένο τρόπο. Ο άβακας που ήταν ένα είδος πλανητάριου, ήταν κι αυτός φτιαγμένος με το σκεπτικό ν’απεικονιστεί ένα σύμπαν. Μετά, όμως, από αυτήν τη χαώδη κατασκήνωση με τα ποτάμια, τα ζάρια και το γιγαντιαίο αυτί ύψους τριών μέτρων, νομίζω πήγαινα από μια απεικόνιση μιας ανθρωπότητας προς μία απεικόνιση μιας κουλτούρας. Ήταν δηλαδή ένα τοπίο βασισμένο σε λογοπαίγνια, σα να ήταν απλωμένο στον κόσμο ένα ιδεόγραμμα ή σαν ο κόσμος να είχε ένα νόημα που μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει σαν ιδεόγραμμα αιγυπτιακό.

Αυτήν την ιστορία την είχα αρχίσει ήδη από την Αίγυπτο που ήμουνα παιδί, όπου παρέσυρα του συνομηλίκους μου και τους έβαζα κάτω από τέντες που έστηνα στο σπίτι. Διαλύαμε το σπίτι κι εγώ ήμουν ο αρχιτέκτονας αυτής της διάλυσης. Φτιάχναμε χώρους, μπαίναμε μέσα και τους εξηγούσα διάφορες ιστορίες. Θέλω να πω ότι αυτήν τη μανία να φτιάχνω χώρους την είχα από πριν.

Σκέφτομαι να περιοριστώ, μιλώντας για την παιδική ηλικία, στις εμπειρίες που με έκαναν να οδηγηθώ σε αυτού του είδους την γλυπτική. Πήγαινα πάρα πολύ συχνά με τον πατέρα μου στο μουσείο του Καΐρου κι έβλεπα τις χιλιάδες των έργων που είχανε διαφορετικά μεγέθη. Κι επειδή ακριβώς ήταν χιλιάδες ή, ας πούμε 100, μέσα σε μια βιτρίνα, από τότε μου φαινόταν ολωσδιόλου ξένη, για να μην πω αποκρουστική, η μανία της ευρωπαϊκής τέχνης να παρουσιάζει μία-μία τις φιγούρες. Μου φαινόταν δηλαδή κάτι το αφύσικο, μου υποδήλωνε ας πούμε την μοναξιά των δυτικών πόλεων και μου φαινόταν μάλιστα, σαν ένα σύμβολο της μοναξιάς, το οποίο παρότρυνε τους πολίτες να είναι μοναχικοί σαν τις προτομές. Αντίθετα, εμένα η παιδεία μου ήταν το να βλέπω πάρα πολλά γλυπτά μαζί ή, ακόμη καλύτερα, να βλέπω στα πανηγύρια που κάνανε στην Αίγυπτο εκατοντάδες ζαχαρωτές κούκλες, που τις παίζαμε και μετά τις καταβροχθίζαμε. Κι αυτό το στοιχείο της κατάποσης και της αλλοίωσης με τα ζαχαρένια ομοιώματα υπάρχει στη δουλειά μου.

Ο ταξιθέτης ήταν η πρώτη ανθρώπινη φιγούρα που εμφανίστηκε στα έργα μου με μορφή σχεδόν τρισδιάστατη. Μετά από αυτήν εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα όλες οι κόκκινες φιγούρες. Το χαρακτηριστικό ήταν ότι χωρίς να υπάρχει κάποια σαφής σκέψη ή κάποιο στρατήγημα πίσω από την παρουσία των ταξιθετών, αυτοί κατά κάποιο τρόπο ήταν σαν δίχτυα που έβγαλαν από κάτω ανθρώπους. Και πράγματι, όλα αυτά τα κόκκινα ομοιώματα βγήκαν από αυτές τις ριξιές των ζαριών. Επομένως, αυτό το έργο με τα ζάρια με βοήθησε να φέρω τους κόκκινους ανθρώπους.

Σε μια από τις εκθέσεις που έκανα στην Γλασκώβη και τρώγοντας μετά με διάφορους οργανωτές της έκθεσης, κι έχοντας πιει αρκετά – όλοι είχαμε πιει –, κατάλαβα εκείνη την στιγμή ότι ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, ενώ πριν καταλάβαινα ότι ήθελα να μπω στη Σχολή, να κάνω μια καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Για μένα αυτό ήταν το πιο σημαντικό σημείο στη ζωή μου. Από κει και πέρα, έπρεπε να βρω πώς θα γινόμουν καλλιτέχνης, το οποίο δεν το είχα διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, δεν το είχα διδαχτεί στη Σχολή και κανένας δεν μου το είχε πει. Διαβάζοντας στις βιογραφίες των καλλιτεχνών δεν το είχα βρει. Οπότε, αποφάσισα ότι ο μόνος τρόπος να γίνω καλλιτέχνης, μιλώντας τη γλώσσα τη δική μου, αυτήν της γλυπτικής, θα ήταν να εισχωρήσω σε ένα έργο καλλιτεχνικό.

Ο τρόπος που είχα σκεφτεί, ήταν να χρησιμοποιήσω ομοιώματά μου και να αναπαραστήσω μια σκηνή ενός έργου που έχει ήδη γίνει. Το έργο που επέλεξα είναι ένα γνωστό έργο του Σερά, άνθρωποι που λιάζονται σε μια παραποτάμια όχθη και υπάρχουν και δύο μέσα στο ποτάμι. Όταν άρχισα να βάζω τα ομοιώματα στις θέσεις των ανθρώπων του Σερά, είχα μια ενδιαφέρουσα ψυχολογική εμπειρία, καλλιτεχνική μάλλον, ή και τα δύο, και είχα την παρόρμηση να φτιάξω τον εαυτό μου να βγαίνει κάτω από την σκιά. Για μένα, ας πούμε αναδρομικά ή εκείνη την στιγμή λίγο-πολύ, σήμαινε ότι γεννιόμουν πράγματι μέσα σε αυτό το έργο, στο οποίο είχα επιλέξει να γεννηθώ! Με τον τρόπο που βγαίνει η κάμπια από το κουκούλι, έτσι για μένα έγινε ένα είδος μήτρας».

Υπό ποία ιδιότητα διδάσκετε στη Σχολή;

Διδάσκω σαν κάποιος που θέλει πολύ να γίνει καλλιτέχνης και που μπορεί να εμφυσήσει αυτήν τη διάθεση στα παιδιά. Το μάθημα είναι να δίνεις κουράγιο στους ανθρώπους που νομίζουν ότι θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες, να θέλουν να γίνουν με τον σωστό τρόπο.

Αισθάνεστε δηλαδή ότι κάνετε μία κοινή πορεία με τους μαθητές;

Ε βέβαια, η κοινή πορεία είναι ότι δίνουμε ο ένας στον άλλο κουράγιο για να γίνουμε καλλιτέχνες. Τι άλλο θες, αυτό είναι όλη η ουσία! Η αμοιβή δηλαδή που παίρνω είναι πολύ σωστή. Είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για να τους δώσω κουράγιο με αυτόν τον τρόπο και, κυρίως, για να τους αποθαρρύνω με τον άλλο τρόπο: βγάζοντας τα σκατά, αποφράζοντας. Κι είναι πολύ δύσκολο να αποφράξεις.

Δείτε το σχετικό βίντεο από το Παρασκήνιο.

*Για τη δημοσίευση των φωτογραφιών του Γιώργου Λάππα ευχαριστούμε θερμά την Αφροδίτη Λίτη και το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ

Δημοφιλή