Σπίτι ή γηροκομείο: Πώς φροντίζουν οι Έλληνες τους ηλικιωμένους γονείς τους στα χρόνια της κρίσης;

Σπίτι ή γηροκομείο: Πώς φροντίζουν οι Έλληνες τους ηλικιωμένους γονείς τους στα χρόνια της κρίσης;

Έχουν περάσει περίπου τρεις μήνες. Από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας μου έχει σταματήσει να ακούγεται η γερασμένη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας που έψαχνε κάθε αφορμή για να κατσαδιάσει τον εξίσου προχωρημένης ηλικίας, αλλά λιγότερο νευρικό, σύζυγό της.

«Τι να απέγιναν;», αναρωτιέμαι. Είχαν υποσχεθεί να φροντίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι τέλους, μιας και δεν είχαν κανέναν άλλον. Τους έβλεπα καθημερινά να κατεβαίνουν αγκαζέ τις σκάλες από τον 5ο όροφο, φορώντας τα καλά τους. Για εκείνους κάθε βήμα έμοιαζε και με έναν μικρό άθλο. «Καταραμένα αρθριτικά», την άκουγα να λέει συχνά, αγκομαχώντας. «Σώπα. Λίγο έμεινε. Τα καταφέραμε και σήμερα», της απαντούσε, ο γλυκός, αλλά σπάνια ομιλητικός, σύζυγός της. Λίγο αργότερα, τους συναντούσες σε κάποιο από τα γνωστά «στέκια» στη γειτονιά να απολαμβάνουν τον ελληνικό καφέ τους. Και μετά πάλι πίσω στο διαμέρισμα και τον «αγώνα δρόμου» της ατελείωτης εκείνης σκάλας. Αυτή ήταν η δική τους μοναχική καθημερινότητα.

Ποια είναι όμως η θέση της τρίτης ηλικίας στην ελληνική κοινωνία; Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα εκείνους που αποκαλούμε ακόμα ως «απόμαχους της ζωής», ξεχνώντας πολλές φορές ότι πρόκειται για άτομα που συνεχίζουν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας; Εξακολουθεί η φροντίδα των ηλικιωμένων να παραμένει ως μία αποκλειστικά οικογενειακή υπόθεση, στην Ελλάδα της κρίσης, της ανεργίας και της μετανάστευσης;

Πέρα από κάθε αμφιβολία το δίλημμα «σπίτι ή γηροκομείο» για τους ηλικιωμένους, δεν είναι απλό ούτε για τους ίδιους, αλλά ούτε και για τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Η απόφαση για την εγκατάσταση σε οίκο ευγηρίας μπορεί τις περισσότερες φορές να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ωστόσο για ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί τη μόνη επιλογή.

Στη χώρα μας λειτουργούν συνολικά 243 μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στην Αττική (110) και ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία (29) και η Κρήτη (20).

Η αναλογία των ιδιωτικών μονάδων με τις μονάδες που λειτουργούν υπό την αιγίδα των ΜΚΟ είναι περίπου 1 προς 1. Οι ιδιωτικές μονάδες βρίσκονται κυρίως στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τα ιδρύματα ΜΚΟ που είναι κυρίως εκκλησιαστικά, βρίσκονται κυρίως σε μικρές πόλεις και κωμοπόλεις.

Η συνολική δυναμικότητά τους φτάνει τα 15.000 άτομα. Όπως αναφέρει στη HuffPost Greece, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων (Π.Ε.Μ.Φ.Η), κ. Στέλιος Προσαλίκας, η σημερινή κατάσταση όσον αφορά στην πληρότητα δεν έχει ιδιαίτερες διαφορές σε σχέση με εκείνην της προ κρίσης περιόδου. Αυτό που διαφέρει σήμερα είναι ότι «τα αυτοεξυπηρετούμενα περιστατικά του παρελθόντος αποτελούν μια μικρή μειονότητα, είτε γιατί συμβάλλουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό με την μικρή τους σύνταξη, είτε γιατί αυτή η μικρή σύνταξη- που διαρκώς μειώνεται- δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα της διαμονής τους ακόμη και σε μια οικονομικά προσιτή μονάδα».

Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά που εντοπίζεται στα χρόνια της κρίσης, σύμφωνα με τον κ. Προσαλίκα, είναι ότι «οι μονάδες καλύπτουν πλέον το κενό της έλλειψης αναρρωτηρίων και γηριατρικών κλινικών του εξωτερικού, δηλαδή περιστατικά τα οποία είναι βαριά για την φροντίδα στο σπίτι, στη μετανοσοκομειακή περίοδο τους». «Οι μονάδες καλύπτουν πλέον το κενό της έλλειψης αναρρωτηρίων και γηριατρικών κλινικών του εξωτερικού, δηλαδή περιστατικά τα οποία είναι βαριά για την φροντίδα στο σπίτι, στη μετανοσοκομειακή περίοδο τους»

«Όπως σε όλο τον κόσμο έτσι και στην Ελλάδα το 6% των ηλικιωμένων χρήζουν κέντρων κλειστής νοσηλείας. Είναι το πιο ευπαθές τμήμα και είναι κυρίως αυτό που καλύπτουν οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων και αυτό γιατί υπάρχει πολλές φορές η παρεξήγηση γιατί δεν κρατούν τον ηλικιωμένο σπίτι. Απλούστατα γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα τη νοσηλευτική, τη δυνατότητα την οικονομική που αυτό συνεπάγεται τις γνώσεις και το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών από μια οργανωμένη μονάδα. Και είναι δυστύχημα που στη χώρα μας τη δυνατότητα αυτή να την έχουν μόνο όσοι έχουν την οικονομική επάρκεια», εξηγεί ο πρόεδρος της Π.Ε.Μ.Φ.Η.

«Το ελληνικό κράτος είναι ουραγός στο θέμα αυτό σε σχέση με όλα τα δυτικά κράτη. Δεν υπάρχουν ούτε κρατικές δομές, ούτε βοήθεια και συνεργασία με τους ιδιωτικούς φορείς. Επιπλέον επιβαρύνεται η παραμονή στις δομές με το υψηλότατο ΦΠΑ 24%.

Τα ασφαλιστικά ταμεία δεν συμβάλλουν ούτε και σε αυτούς οι οποίοι είναι άποροι, εξαναγκάζοντας τα περιστατικά που θα μπορούσαν να διαμένουν σε μονάδες φροντίδας, να καλύπτουν πανάκριβες νοσοκομειακές κλίνες επιβαρύνοντας με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετήσια τον κρατικό προϋπολογισμό» τονίζει, καταλήγοντας.

Μπάρδης Σωτήριος, 79 χρονών & Κατερίνα Αδάμ 82χρονών, Γηροκομείο Αθηνών

«Ο Κολοκοτρώνης είχε πει: "Δώσε μου 50.000 υπάκουους στρατιωτικούς και θα τα βγάλω πέρα, δώσε μου 100 ατάκτους και δεν κάνω τίποτα", εδώ θέλουμε 200.000 για να μας κάνουν καλά, λέει, χαριτολογώντας με το που με συναντά στη μεγάλη αίθουσα αναμονής του Γηροκομείου Αθηνών, ο 79χρονος κ. Μπάρδης Σωτήρης, ο οποίος φιλοξενείται εκεί εδώ και 12μιση μήνες.

Χρειάστηκαν περίπου 4-5 χρόνια για να εγκριθεί η αίτηση του κ. Μπάρδη, προκειμένου να βρει μία θέση στο γηροκομείο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, ωστόσο, ο χώρος του εκπέμπει μία τέτοια ηρεμία που σε κάνει για λίγο να ξεχνάς ότι είσαι στο κέντρο της πρωτεύουσας.

«Από το '83 επισκεπτόμουν κάτι θείες μου, μία φορά την εβδομάδα, και έβλεπα ότι εδώ ήταν πλούσια τα ελέη. Τώρα έχουν μειωθεί τα πάντα λόγω της οικονομικής κρίσης και της κρίσης των ατόμων». «Εν μέρει, το μετάνιωσα που δεν έκανα τη δική μου οικογένεια. Δεν νιώθω μόνος μου, όμως, εδώ, γιατί μου αρέσει το γυναικείο φύλο. Και εδώ έχει πολλές γυναίκες»

Ο κύριος Σωτήρης εργαζόταν για πολλά χρόνια στον δήμο Αθηναίων. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Επέλεξε να συγκατοικεί με την οικογένεια της αδελφής του και να δέχεται απλόχερα τη φροντίδα που του προσέφεραν. Όταν όμως ο σύζυγος της αδελφής του πέθανε, συνειδητοποίησε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να αποφασίσει πώς θέλει να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. «Ήρθα εδώ γιατί η αδελφή μου είναι μεγαλύτερη και σκεφτόμουν ότι αν πεθάνει και εκείνη δεν θα μπορούσα να πληρώνω το ενοίκιο του σπιτιού της. Εν μέρει, το μετάνιωσα που δεν έκανα τη δική μου οικογένεια. Δεν νιώθω μόνος μου, όμως, εδώ, γιατί μου αρέσει το γυναικείο φύλο. Και εδώ έχει πολλές γυναίκες», λέει, και μετά στρέφει το πονηρό αλλά ταυτόχρονα και αθώο βλέμμα του προς την κυρία Κατερίνα Αδάμ.

«Πόσο καιρό είστε εσείς εδώ;», την ρωτάω. «Έναν χρόνο και κάτι», μου απαντάει. «Πέρυσι τον Οκτώβριο ήρθα εδώ», προσθέτει. «Όχι πρόπερσι. Δεν τα λες καλά», πετάγεται ο κύριος Σωτήρης.

«Πέρυσι ήρθα, αγάπη μου. Δεν θυμάμαι εγώ; Mε βρήκες εδώ. Έμενα στην Κυψέλη, είχαμε νοικιάσει ένα διαμέρισμα με τη μικρότερη αδελφή μου και πρόσεχε η μία την άλλη. Ήμασταν πολύ δεμένες. Όταν πέθανε δεν είχα κανέναν άλλον. Ένας ανιψιός μου με έφερε εδώ πέρυσι, γιατί εγώ δεν είχα άλλους πόρους. Προηγουμένως με συντηρούσε η αδελφή μου», επιμένει η κυρία Κατερίνα.

Και σε αυτό το σημείο, αναλαμβάνω ρόλο «πυροσβέστη» και προσπαθώντας να μετατοπίσω τη συζήτηση τους ρωτάω αν νιώθουν ευχαριστημένοι και τους αρέσει ο χώρος που βρίσκονται.

«Ναι αμέ», απαντάει ο πάντα ετοιμόλογος κύριος Σωτήρης. «Υπάρχουν προβλήματα, αλλά πριν από λίγο καιρό η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Αλλά τώρα κάπως καλυτερεύουν τα πράγματα, γιατί υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για εμάς από τον διευθυντή και από όλο το προσωπικό» συνεχίζει.

Τον βλέπω για πρώτη φορά να βουρκώνει. «Γιατί συγκινηθήκατε;», τoν ρωτάω. «Με το προσωπικό συγκινούμαι. Όλες οι κοπέλες είναι μάλαμα. Τις αγαπάω πολύ και αυτές το ίδιο. Την κυρία Βάσω, την τραπεζοκόμα που έρχεται εδώ πέρα, τη θεωρώ δεύτερη μάνα μου. Με το που την κοιτάζεις βλέπεις στο πρόσωπό της το ενδιαφέρον που δείχνει για όλους εμάς».

«Είναι όλοι τους τέλειοι», σημειώνει, συμφωνώντας μαζί του, η κυρία Κατερίνα.

«Εκτός από την Τασία το "θηρίο"», τη διακόπτει ξανά ο κύριος Σωτήρης. «Δεν με στεναχωρεί που δεν έρχονται δικοί μου άνθρωποι εδώ να με δουν γιατί ξέρω ότι έχουν τα δικά τους προβλήματα και δεν μπορούν»

«Με όλους εδώ είμαστε φίλοι», συνεχίζει η γλυκύτατη 82χρονη, παραβλέποντας το σχόλιο που έκανε ο κύριος Σωτήρης για μία από τις άλλες τροφίμους.

«Το μόνο που μου λείπει είναι η αδελφή μου. Αλλά εντάξει, έχω άδεια εξόδου και που και που επισκέπτομαι συγγενείς και φίλους. Δεν με στεναχωρεί που δεν έρχονται δικοί μου άνθρωποι εδώ να με δουν γιατί ξέρω ότι έχουν τα δικά τους προβλήματα και δεν μπορούν».

Οι δύο τους μου εξηγούν ότι η ώρα τους στο Γηροκομείο Αθηνών περνάει ευχάριστα, άλλοτε συμμετέχοντας σε διάφορες εκδηλώσεις και εκδρομές με κοινωνικούς λειτουργούς και εθελοντές, άλλοτε κάνοντας βόλτες στον πανέμορφο κήπο που «κοσμεί» τον προαύλιο χώρο και άλλοτε με το να ασχολείται ο καθένας από αυτούς με τις αγαπημένες του προσωπικές δραστηριότητες, όπως η ποίηση και το διάβασμα.

«Ναι αλλά δεν μπορεί, όλο και κάτι δεν θα σας αρέσει ή θα σας λείπει εδώ», αναρωτιέμαι.

«Το κυριότερο πρόβλημα σε εμάς είναι ότι τα φαγητά δεν είναι καλής ποιότητας. Υπάρχει ένα φαγητό που λέγεται τραχανάς. Αυτό δεν μπορώ να το φάω με τίποτα. Έτρωγα στο σπίτι μου φαγητά που έγλυφα και τα δάχτυλά μου. Ειδικά εκείνα τα γεμιστά της αδελφής μου, μου έχουν λείψει πολύ» μου εξομολογείται ο κύριος Σωτήρης. Και μετά, θέλοντας να ελαφρύνει κάπως το κλίμα, μου απαγγέλλει ένα από τα αγαπημένα του ποιήματα, που έχει γράψει ο ίδιος, ελπίζοντας μία ημέρα να γίνει μεγάλος ποιητής για να μπορεί, όπως λέει, να έχει χρήματα για να αγοράζει όλα του τα φάρμακα.

Παρά τις νότες αισιοδοξίας όμως, οι τοίχοι αυτού του γηροκομείου παραμένουν βαριοί και επιβλητικοί. Ίσως να οφείλεται στις ιστορίες που «ακούν» και «ζουν» μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Λίγα βήματα πιο μακριά από την αίθουσα αναμονής, φτάνω στο διάδρομο με τα δωμάτια των τροφίμων. Σε ένα από αυτά, με περιμένει καθισμένος στην καρέκλα και καπνίζοντας το τσιγάρο του, ο 71χρονος, Θανάσης Όκκας, για να μου αφηγηθεί τον τρόπο με τον οποίο, ένας ευθυτενής και καλοστεκούμενος κύριος, όπως ο ίδιος, βρέθηκε στο γηροκομείο Αθηνών.

Θανάσης Όκκας, 71 χρονών

«Όπως συνέβη και σε όλον τον κόσμο, έτσι και σε εμένα με έπιασε η κρίση, μετά το 2009. Είχα ένα μαγαζί, ένα καφενείο στην Καλλιθέα. Τα καφενεία από το 2009 και μετά δεν πηγαίναν και τόσο καλά. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά για να μπορεί να βγαίνει και αναγκαστικά το έκλεισα. Τρία χρόνια με βοηθούσαν τα αδέλφια μου, γνωστοί. Μέχρι το 2011 άντεξα. Είχα μερικά λεφτά, αλλά τα χάλασα γιατί ήμουν μεγάλος και δεν μπορούσα να βρω άλλη δουλειά. Από το 2011 και μετά βασανίστηκα, μέχρι να έρθω εδώ. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν τέτοιες οργανώσεις. Μία μέρα το έμαθα, αλλά μέχρι να το μάθω είχα κοιμηθεί, μέχρι και σε νοσοκομεία τα οποία εφημέρευαν».

Προτού ενημερωθεί για το Γηροκομείο Αθηνών, ο κ. Θανάσης, έχοντας χάσει πλέον το σπίτι του και τη γυναίκα του, η οποία έφυγε από τη ζωή το 2003, περνούσε κάθε μέρα από τη ζωή του, σκεπτόμενος τα λάθη του παρελθόντος και αναζητώντας ένα μέρος για να κοιμηθεί.

«Η ζωή μου ήταν ένα μεγάλο λάθος και ίσως γι' αυτό και να μου αξίζει να πεθάνω μόνος» «Ήμουν τζογαδόρος. Δεν ήμουν κακός άνθρωπος, αλλά ήταν το πάθος. Είχα στεναχωρήσει πολύ τη γυναίκα μου, γιατί εκείνη με αγαπούσε και με βοήθησε πολύ οικονομικά όταν παντρευτήκαμε. Μετά αρρώστησε. Ανέβασε πολύ ζάχαρο, από τη στεναχώρια της. Και για τον θάνατό της είμαι συνυπεύθυνος και εγώ. Τα έχασα όλα. Έφθασα σε σημείο που δεν είχα μέρος ούτε για να βγάλω τη νύχτα. Το 2014 κάποιοι μου είπαν για τον δήμο Αθηναίων ότι βοηθάει όσους δεν έχουν δικό τους σπίτι και είναι άνεργοι. Έτσι πήγα εκεί και έκανα τα χαρτιά. Έμεινα περίπου ενάμιση χρόνο στην Αθήνα, στην Χαλκοκονδύλη. Εκεί ήταν ένα ξενοδοχείο το οποίο έκλεισε λόγω περιοχής. Ο κόσμος δεν πήγαινε να μείνει συχνά στο ξενοδοχείο αυτό γιατί φοβόταν. Εγώ για έναν ύπνο πήγαινα οπότε δεν με ένοιαζε. Τον Ιανουάριο φέτος, μας είπαν να έρθουμε στο Γηροκομείο Αθηνών».

«Και πώς νιώσατε με την μετεγκατάστασή σας εδώ;», τον ρωτάω. «Στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου για το πώς θα είναι, αλλά ερχόμενος, δεν το πίστευα ότι σήμερα υπάρχουν τέτοια πράγματα. Εδώ πέρα είμαι βασιλιάς. Στο λέω αληθινά, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Έχω το δωματιάκι μου με την τηλεόρασή μου, το ψυγείο μου, την τουαλέτα μου, δηλαδή σαν να είμαι σε ένα κανονικό σπίτι, με τα φαγητά μας πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας συνειδητοποιώ ότι δεν έχει αναφερθεί ποτέ σε άλλα μέλη της οικογένειάς του. «Άλλους συγγενείς δεν έχετε; Παιδιά; Δεν σας επισκέπτεται κανένας;»

«Από το 2011 που έφυγα δεν έχω μιλήσει ξανά με τον γιο μου. Ούτε καν ξέρει ότι είμαι εδώ» μου εξομολογείται. «Δεν ξέρω καν πού είναι, αν δουλεύει, αν είναι καλά με τη γυναίκα του. Ξέρω μόνο ότι έχω δύο εγγόνια. Το ένα από τα δύο δεν το έχω δει ποτέ. Αλλά δεν θέλω να έχω επικοινωνία. Δεν θέλω να επιβαρύνω το παιδί μου γιατί έχω κάνει πολλά λάθη, που του έχουν κάνει κακό. Από την άλλη σκέφτομαι ότι είμαι παππούς. Πώς να πάω άφραγκος να αντικρίσω τα εγγόνια μου, χωρίς να έχω κάτι να τους προσφέρω. Εδώ που έφθασα δεν μου φταίει κανείς. Στην ουσία ούτε η κρίση. Η ζωή μου ήταν ένα μεγάλο λάθος και ίσως γι' αυτό και να μου αξίζει να πεθάνω μόνος».

Mαρίνα Βελλινιάτη 50 ετών, οικιακή βοηθός - γηροκόμος, Κιάτο

«Ασχολούμαι 10 χρόνια με τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Μέχρι στιγμής έχω φροντίσει τουλάχιστον 10 ηλικιωμένους. Αυτό που βλέπω σχεδόν σε όλα τα περιστατικά είναι μια απέραντη αδιαφορία από τα παιδιά που πολλές φορές συνδυάζεται ακόμη και με την οικονομική εκμετάλλευση. Τον τελευταίο χρόνο έχω αναλάβει μία 87χρονη κυρία η οποία είναι κατάκοιτη αλλά τα έχει ακόμη 400. Η κυρία αυτή έχει τέσσερα παιδιά, τα οποία την έχουν παραμελήσει εντελώς. Μόνο η μία κόρη της έρχεται σπίτι της 3-4 φορές την εβδομάδα, όχι όμως για να της προσφέρει απλόχερα τη φροντίδα της από αγάπη προς τη γυναίκα που την έφερε στον κόσμο, αλλά για να πληρωθεί. Για εκείνην το να προσφέρει μία χείρα βοηθείας στη μητέρα της είναι όπως κάθε άλλη δουλειά επί πληρωμή. Η ηλικιωμένη μου έχει πει πάνω από 10 φορές ότι θέλει να αυτοκτονήσει. Μου λέει συνέχεια: "Μη με εγκαταλείψεις. Να φύγω πρώτα εγώ και μετά εσύ". Και αυτά ενώ ξέρει ότι εγώ είμαι εκεί για δουλειά. Το έχω πει στα παιδιά της αλλά εκείνα αδιαφορούν. Όλα αυτά μου προκαλούν αηδία. Δεν λυπάμαι τη γιαγιά, γιατί η γιαγιά θα "φύγει". Λυπάμαι αυτούς. "Tα άλογα", λέει, "όταν γερνάνε τα σκοτώνουν". Κάτι τέτοιο ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία τους ηλικιωμένους. Υπάρχουν και περιπτώσεις που τα παιδιά έδωσαν μέχρι το τέλος τα πάντα για τους γονείς τους αλλά αυτές είναι πλέον οι εξαιρέσεις. Γιατί ο γέρος από πολλούς μεταφράζεται σαν βάρος. Με την οικονομική κρίση έχουμε παραδοθεί και τα θεωρούμε όλα βάρος. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες όμως. Ο ηλικιωμένος έχει ανάγκη για επαφή. Μία καλή κουβέντα, ένα χάδι, δεν κοστίζουν τίποτα. Επομένως δεν μπορούμε για τα πάντα να ρίχνουμε την ευθύνη στην οικονομική κρίση. Μας βολεύει σαν δικαιολογία, αλλά κάτι άλλο φταίει».

Στέλλα Ρομπόρα, 60χρονών & Πολυξένη Κωστούρου, 92χρονών, Νεράτζα Κορινθίας

«Η Στέλλα με περιποιείται σαν να ήταν κόρη μου. "Δόξα σοι ο Θεός" λέω που είμαι σπίτι μου και που όταν έρθει η ώρα δεν θα πεθάνω μόνη μου και παρατημένη σε κάποιο ίδρυμα», λέει η 92χρονη Πολυξένη Κωστούρου και μετά χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά της νύφης της.

Η κόρη της κυρίας Πολυξένης έχει φύγει εδώ και χρόνια από τη ζωή και ο γιος της ταξιδεύει συχνά λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Οπότε την φροντίδα της ανέλαβε η 60χρονη νύφη της, η κυρία Στέλλα Ρομπόρα.

«Είναι δέσμευση να φροντίζεις έναν ανήμπορο άνθρωπο. Να έχεις έτοιμο το πρωινό της, το μεσημεριανό της, το βραδινό της, να την πλένεις, να την καθαρίζεις. Δεν μπορεί να τα κάνει μόνη της όλα αυτά. Είναι σαν ένα μικρό παιδί», εξηγεί στη HuffPost Greece, η κυρία Ρομπόρα.

«Παρά το βάρος των ευθυνών όμως η φροντίδα που της προσφέρω με ευχαριστεί. Γιατί σκέφτομαι ότι και εγώ αύριο θα έχω ανάγκη από φροντίδα και αφού σήμερα μπορώ να την δώσω πρέπει να την προσφέρω και ας είναι πεθερά μου. Από εμένα δεν πέρασε ποτέ σαν σκέψη η εγκατάστασή της σε κάποιον οίκο ευγηρίας. Και αυτό γιατί δεν θα αισθανόταν η ίδια άνετα, ξέροντας ότι υπάρχει δικό της άτομο που μπορεί να τη βοηθήσει και εγώ να επέλεγα αντ' αυτού να την εγκαταλείψω. Θα την έριχνε πολύ ψυχολογικά αυτό».

Και προσθέτει: «Βέβαια από πλευράς μου και εγώ επηρεάζομαι πολύ ψυχολογικά, όταν ξέρω ότι έχω έναν ανήμπορο άνθρωπο μέσα στο σπίτι μου, αλλά το ζυγίζω μέσα μου γιατί προσπαθώ να ταυτιστώ μαζί της. Άλλωστε εμείς μένουμε στην επαρχία και εδώ το γηροκομείο αποτελεί ακόμα θέμα ταμπού. Συν του ότι εν μέσω κρίσης οι ηλικιωμένοι που παραμένουν σπίτι οικονομικά στηρίζουν πολύ τις οικογένειές τους με τις συντάξεις τους».

Ο Τζέιμς Άνθονι Φράουντ είχε πει: «Ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο μόνοι και φεύγουμε από αυτόν τον κόσμο μόνοι». Αναμφίβολα, δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από τη μοναξιά. Για πολλούς ηλικιωμένους φαίνεται ότι το πέρασμα των χρόνων συνοδεύεται από τη μοναξιά καθώς πολλά παιδιά εγκαταλείπουν συνειδητά ή ασυνείδητα τους γονείς τους.

Γιατί όμως τα ενήλικα πλέον παιδιά αποφασίζουν να ξεχάσουν εκείνους που τους έφεραν στον κόσμο; Kαι τι πραγματικά θέλουν οι ηλικιωμένοι γονείς από τα παιδιά τους;

«Σε ένα πιο επιφανειακό επίπεδο, υπάρχουν περιπτώσεις ενήλικων παιδιών που νιώθουν ότι θα πρέπει να αφοσιωθούν στη δική τους πλέον οικογένεια, στις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. Συχνά, οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας και οι γρήγοροι ρυθμοί δεν τους αφήνουν το περιθώριο να ασχοληθούν με τους γονείς τους, χωρίς απαραίτητα να είναι επιλογή τους. Κάποια ενήλικα παιδιά ενδέχεται να βλέπουν τη φροντίδα των γονιών τους ως μια υποχρέωση, ως ένα καθήκον, που τους ασκεί πιέσεις και άγχος», εξηγεί στη HuffPost Greece η Ψυχολόγος- Κοινωνιολόγος, Ελένη Παπαδοπούλου.

Ωστόσο, τονίζει ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τα ενήλικα παιδιά αν δεν γνωρίζουμε και το παρελθόν αυτής της σχέσης. «Όπως σε κάθε σχέση, έτσι και σε αυτή τη σχέση θα πρέπει να εξεταστούν και οι δύο πλευρές. Ας ξεκινήσουμε όμως από το πιο βασικό ερώτημα; Πώς ήταν αυτή η σχέση κατά το παρελθόν; Υπάρχουν περιπτώσεις γονέων και παιδιών που δεν κατάφεραν ποτέ να επικοινωνήσουν ουσιαστικά, που δεν ένιωσαν ποτέ κοντά, που υπήρχαν επικρίσεις, συγκρούσεις και εντάσεις. Από τη μια μεριά, το ενήλικο παιδί μπορεί να νιώθει ότι ο γονιός του δεν ήταν ποτέ εκεί για το ίδιο, οπότε γιατί να αναλάβει αυτό το βαρύ φορτίο. Από την άλλη μεριά, ο γονιός μπορεί να απαιτεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, επιβάλλοντας την παροχή της φροντίδας από το παιδί».

Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, η εγκατάλειψη μπορεί να μην υφίσταται σε ρεαλιστικό επίπεδο, αλλά να λαμβάνει χώρα σε συναισθηματικό ή συμβολικό επίπεδο. «Πρόκειται για ενήλικα παιδιά που δεν βρίσκουν ποτέ χρόνο να αφιερώσουν στους γονείς τους για μια επίσκεψη, για ένα τηλέφωνο, για ένα Κυριακάτικο τραπέζι, για μια βόλτα και για λίγη ουσιαστική επικοινωνία, με συναισθήματα και πραγματικό ενδιαφέρον», σημειώνει η κυρία Παπαδοπούλου.

Όμως, οι ηλικιωμένοι έχουν ανάγκη από αποδοχή, καθώς όσο μεγαλώνουν τα «ελαττώματα» μπορεί να γίνονται πιο έντονα και για ορισμένα πράγματα που σε μικρότερες ηλικίες είναι αυτονόητα και δεδομένα, οι ίδιοι θα πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο. «Έχουν ανάγκη από υπομονή, καθώς μπορεί να δυσκολεύονται να κινηθούν, να ακούσουν, να καταλάβουν ή να μάθουν. Επίσης, χρειάζονται κατανόηση και σεβασμό, ενώ επηρεάζονται αρκετά από τις επικρίσεις και τα αρνητικά σχόλια. Επομένως, η φροντίδα, η αγάπη, η τρυφερότητα, η αποδοχή, η επικοινωνία, το ενδιαφέρον, η κατανόηση είναι όλα όσα έχουν ανάγκη σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία», επισημαίνει η έγκριτη Ψυχολόγος - Κοινωνιολόγος.

«Οι ηλικιωμένοι θέλουν να νιώσουν ότι τα παιδιά τους έχουν αναγνωρίσει αυτά που οι ίδιοι τους πρόσφεραν και τώρα είναι εκεί για αυτούς. Και δεν είναι απαίτηση ή υποχρέωση, είναι μια ηθική ικανοποίηση και ένα βίωμα που συμβάλλει θετικά στον απολογισμό της ζωής, σε όσα έχουν καταφέρει και σε όσα έχουν κερδίσει», προσθέτει.

Mπορεί για κάποιους ηλικιωμένους ο οίκος ευγηρίας να μοιάζει με τον απόλυτο εφιάλτη, μερικοί όμως δεν θέλουν να γίνονται βάρος στα παιδιά τους ή νιώθουν ανεπιθύμητοι στο οικογενειακό τους περιβάλλον, καθώς όσο μεγαλώνουν προσφέρουν λιγότερα και δεν μπορούν να είναι όσο χρήσιμοι θα ήθελαν.

Η κα Παπαδοπούλου, προσπαθώντας να εξηγήσει τους λόγους που οδηγούν τους ηλικιωμένους στην επιλογή του γηροκομείου αναφέρει: «Τα άτομα της τρίτης ηλικίας νιώθουν ανάμικτα συναισθήματα σχετικά με τη φροντίδα που έχουν ανάγκη. Από τη μια μεριά, είναι μια επιβεβαίωση της αγάπης και της αποδοχής της σχέσης με τα παιδιά τους, από την άλλη μεριά όμως αυτή η κατάσταση μπορεί να τους προκαλεί ντροπή, γιατί νιώθουν ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους ή και θυμό, καθώς έχουν την ανάγκη κάποιου άλλου. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν επιθυμούν να αποτελέσουν εμπόδιο στη γαλήνη και την ισορροπία της ζωής και της οικογένειας του παιδιού τους ή προσπαθούν να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο διακριτικά στη ζωή του».

Ωστόσο, ορισμένοι ηλικιωμένοι μπορεί να βιώσουν μια απώλεια της αξιοπρέπειας και του σεβασμού προς τον εαυτό αν αναγκαστούν ή χρειαστεί να επιλέξουν να αφήσουν το σπίτι τους για να ζήσουν σε έναν οίκο ευγηρίας. «Η μετακίνηση προς τον οίκο ευγηρίας αποτελεί μια αλλαγή, που ακολουθείται από πολλαπλές απώλειες, που προστίθενται στις απώλειες που ήδη έχει βιώσει ο ηλικιωμένος»

«Η επιλογή για τη διαμονή σε έναν οίκο ευγηρίας μπορεί να είναι μια επώδυνη κατάσταση, καθώς σε μια ηλικία που δεν τους αρέσουν καθόλου οι αλλαγές το άτομο καλείται να προσαρμοστεί σε έναν νέο χώρο, με νέους κανόνες και νέους ανθρώπους. Η μετακίνηση προς τον οίκο ευγηρίας αποτελεί μια αλλαγή, που ακολουθείται από πολλαπλές απώλειες, που προστίθενται στις απώλειες που ήδη έχει βιώσει ο ηλικιωμένος. Ας σκεφτούμε, ότι σε πολλές περιπτώσεις η επιλογή της διαμονής σε έναν οίκο ευγηρίας έπεται μιας αρρώστιας, μιας αναπηρίας ή μιας απώλειας του συντρόφου του. Η τρίτη ηλικία έχει πολλαπλές απώλειες, καθώς το άτομο έχει χάσει τα νιάτα του, την υγεία του, τη δύναμή του, τις αντοχές του, τις παρέες του, τις συνήθειές του, ίσως και το νόημα της ζωής του. Ωστόσο, ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης και η ικανότητα προσαρμογής σε έναν οίκο ευγηρίας εξαρτάται από τον τρόπο που το άτομο προσεγγίζει τη ζωή και αξιολογεί τις καταστάσεις που βιώνει» επισημαίνει και καταλήγοντας υπογραμμίζει ότι:

«Η διαμονή σε έναν οίκο ευγηρίας θα μπορούσε να έχει και θετικά, όπως τη συντροφιά, την παρέα, τη φροντίδα, την περιποίηση και τη σταθερότητα. Απουσιάζει, όμως, ένα πολύ βασικό συστατικό που όλοι έχουμε ανάγκη: το συναίσθημα από και προς τους ανθρώπους που αγαπάμε. Ο ηλικιωμένος έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στη φροντίδα των παιδιών του, νοιάζεται για αυτά μέχρι το τέλος της ζωής του και θεωρεί ότι το ίδιο θα ισχύει και από την άλλη πλευρά».

Δημοφιλή