Ο Guillame Penot μάς βάζει για λίγο στον κόσμο της Moët & Chandon

Ο Guillame Penot μάς βάζει για λίγο στον κόσμο της Moët & Chandon

Η ώρα ήταν 8, ένα απόγευμα του Ιουνίου. Βρισκόμουν στο deck του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος με θέα τον κόλπο του Αργοσαρωνικού και στο χέρι μου είχα ένα ποτήρι Moët Ice Impérial Rosé. Ένα σχεδόν ιδανικά πλασμένο σκηνικό για αυτή την σαμπάνια αν και όπως θα μου έλεγε μερικές ημέρες αργότερα ο Πρόεδρος και Managing Director του Moët Hennessy Group Europe, οι στιγμές στις οποίες ο κόσμος απολαμβάνει ένα ποτήρι Moët είναι πολύ περισσότερες από παλαιότερα, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, με ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό. Ότι για τον καθέναν είναι μια ξεχωριστή μικρή στιγμή εορτασμού, ένα #moetmoment.

“Παλιότερα καταναλώναμε σαμπάνια μόνο σε κάποιο μεγάλο εορτασμό, μια επέτειο, την πρωτοχρονιά, έναν γάμο. Πλέον η σαμπάνια είναι είτε απλά για να την απολαύσει κάποιος σε κάποια ξέγνοιαστη στιγμή είτε για να συνοδεύσει ένα γεύμα. Εμείς οι ίδιοι κάνουμε δείπνα στα οποία καταναλώνουμε σαμπάνια καθ' όλη τη διάρκεια. Είναι ένα κρασί ούτως ή άλλως. Ένα πολύ καλό κρασί με διαφορετική ποιότητα και βάθος στη γεύση. Εξαιρετικό συνοδευτικό για το φαγητό”.

Ο Guillame Penot ήρθε στην Ελλάδα μία ημέρα πριν από την World Moët Day στις 17 Ιουνίου. Επέλεξε να περάσει αυτή την τόσο σημαντική ημέρα για το brand στην Ελλάδα με τους φίλους του από την ΑΜΒΥΞ, εταιρεία που εδώ και 100 χρόνια φέρνει την Moët & Chandon στην Ελλάδα. “Στο αρχείο μας έχουμε μια παραγγελία που χρονολογείται το 1832. Παραλήπτης; Ο βασιλιάς Όθωνας. Η κανονική όμως σχέση του οίκου με την Ελλάδα ξεκίνησε το 1917 και φέτος γιορτάζουμε τα 100 χρόνια συνεργασίας με την ΑΜΒΥΞ, κάτι για το οποίο είμαστε πολύ χαρούμενοι. Υπήρχαν σκαμπανεβάσματα σε αυτή την εκατονταετία λόγω πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στη χώρα αλλά οι Έλληνες καταναλωτές έδειχναν διαχρονικά την αγάπη τους στο προϊόν και φυσικά η Ελλάδα και τα νησιά της φέρνουν και τους δικούς τους τουρίστες πιο κοντά σε εμάς”.

Συζητήσαμε λίγο για τα νησιά μας, για τη διάδοση της Moët & Chandon στη Νότια Ευρώπη και τις καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων που αγαπούν αυτό το brand. Μαζί στην συζήτηση ήταν και ο Julien Morel, General Manager Central & Eastern Europe του Moët Hennessy Group. Ο οποίος επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα είναι το πιο σημαντικό market της Μεσογείου για εκείνους. Η Ελλάδα της κρίσης είναι το πιο σημαντικό market για μία σαμπάνια, σε περίπτωση που δεν έγινε αντιληπτό. Και πώς να μην είναι όμως, με τόσα εκατομμύρια τουριστών να επισκέπτονται τα νησιά μας και να αφήνουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε στιγμές χαλάρωσης, διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Παράλληλα, η εγχώρια κατανάλωση έχει ανακάμψει πολύ με τους Έλληνες να επιλέγουν τη σαμπάνια σε πολύ περισσότερα occasions.

Συγκρίναμε λίγο την Μύκονο με την Ibiza και πώς έχουν εξελιχθεί τα δύο νησιά. Δύο από τα πιο σημαντικά νησιά της Μεσογείου για εκείνους. Ο κύριος Penot το έθεσε σωστά. “Η διαφορά των δύο νησιών είναι κυρίως ότι στην Ibiza έχουμε μεγάλα party σε μεγάλα club ενώ στη Μύκονο έχουμε αρκετά μικρότερα venues, πιο ελεγχόμενα. Το καλό για εμάς είναι ότι και στα δύο νησιά καταναλώνουν παρόμοια προϊόντα και μάλιστα με μεγάλη όρεξη”.

Μιλάμε λίγο περισσότερο για την σειρά Moët Ice Impérial που είχαμε εκείνη την ώρα μπροστά μας. Μία κίνηση ματ από τον οίκο Moët & Chandon πριν μερικά χρόνια για να δώσει μια πιο ανάλαφρη, πιο καλοκαιρινή, πιο casual έκφραση στα προϊόντα της. Ομολογώ ότι η πρώτη φορά που είδα παγάκια να κολυμπούν σε ένα ποτήρι σαμπάνιας με ξένισε. “Η ιδέα του να βάζεις πάγο στην σαμπάνια δεν είναι καινούρια. Παλιά λεγόταν “piscine” και το έπιναν στη Γαλλία πριν 30-40 χρόνια. Το πρόβλημα του να βάλεις πάγο σε μία Brut σαμπάνια, είναι ότι όσο περνά η ώρα, αυτό που πίνεις γίνεται πιο υδαρό, χαλάει το γευστικό προφίλ και δεν είναι συνήθως μια ωραία εμπειρία. Οπότε καταφέραμε να δημιουργήσουμε κάτι με πιο έντονη γεύση, κάτι που όσο περνά η ώρα και λιώνει ο πάγος, η γευστική εμπειρία βελτιώνεται. Λανσάραμε αυτό το προϊόν πριν από 7 χρόνια και στην Ελλάδα έχει κάνει πραγματικά μεγάλη επιτυχία, ακριβώς γιατί ταιριάζει τόσο πολύ στο ελληνικό καλοκαίρι και τη θάλασσα. Σκεφτείτε ότι την marketing καμπάνια μας την κάναμε εδώ στην Ελλάδα με φωτογραφίες της λευκής φιάλης με πίσω τη θάλασσα, δίπλα στα λευκά σπίτια των νησιών”.

Βλέπουμε και πάλι πόσο σημαντική είναι η χώρα μας ακόμα και στο να αποτυπωθεί η σωστή απόλαυση μίας Moët & Chandon. Του μιλώ για κάτι άλλο που έχει τεράστια ανάπτυξη στη χώρα μας, για την σκηνή του bartending. Τον ρωτώ πόσο ανεκτικός είναι με το να παίζουν οι bartender με μια σαμπάνια. Κάτι που παλιά θεωρείτο τουλάχιστον ιεροσυλία. “Οι bartender είναι οι sommelier του σήμερα πολλές φορές. Για εμάς δεν υπάρχει κανένα απολύτως όριο στο πώς απολαμβάνει κάποιος τα προϊόντα μας. Μας αρέσει να βλέπουμε τους bartenders να δημιουργούν, ειδικά από την στιγμή που ξέρουν καλύτερα από τον καθέναν να παίζουν με τα αρώματα και να συνδυάζουν τις γεύσεις. Πολλές φορές κάνουμε workshops στο maison Moet & Chandon στο Epernay, φιλοξενώντας bartenders οι οποίοι θέλουν να μάθουν περισσότερα για τις σαμπάνιες μας και να επισκεφτούν από κοντά τα κελάρια και τα αμπέλια μας. Είναι φανταστικό να βλέπεις τους bartenders να δοκιμάζουν τα base spirits ή το τελικό προϊόν στον τόπο παραγωγής του και κατευθείαν να ανακαλύπτουν νέους τρόπους απόλαυσης για τους δικούς τους πελάτες στα δικά τους bar. Έχουμε αποστολή να αποκαλύψουμε στους bartenders όλου του κόσμου το γευστικό προφίλ της Moët”.

Τους εξιστορώ το δικό μου πρόσφατο ταξίδι στην περιοχή του Cognac, πολύ κοντά στο Bordeaux. Για τη μελέτη του terroir, για τις συνομιλίες με τους ανθρώπους εκεί. Προσπαθώ να αντιληφθώ αν η περηφάνια των Γάλλων για την περιοχή τους και όσα παράγουν είναι απαραίτητο συστατικό της υπεροχής της Moët. “Είναι όπως με το cognac και το brandy. Μπορεί να φτιάχνουν brandy σε κάθε γωνιά της γης αλλά στο Cognac υπάρχει μια παράδοση εκατοντάδων χρόνων που το κάνει ιδιαίτερο. Αντίστοιχα, υπάρχουν πολλοί αφρώδεις οίνοι σε όλο τον κόσμο αλλά θεωρούμε την σαμπάνια κάτι μοναδικό. Δεν είναι μόνο αυτό που φτιάχνεις που έχει σημασία αλλά όλες οι συνθήκες και τα συστατικά που το χαρακτηρίζουν. Το στιλ, ο τρόπος απόλαυσης, η ποιότητα και η ιστορία της σαμπάνιας την κάνουν τόσο διαφορετική”.

Μιλώντας για ιστορία, επανήλθαμε στην παρουσία του brand στην Ελλάδα και πώς το αντιλαμβάνεται ο κόσμος. “Το 1917 ξεκινήσαμε με 1000 μπουκάλια. Ο ιδρυτής της ΑΜΒΥΞ επισκέφθηκε τον οίκο της Moët και προμηθεύτηκε ο ίδιος τα πρώτα μπουκάλια ξεκινώντας έτσι με σχετικά περιορισμένο αριθμό. Βλέπετε όμως πού βρισκόμαστε 100 χρόνια μετά. Παλιότερα η σαμπάνια ήταν μόνο για την υψηλή κοινωνία. Τα νέα μας προϊόντα που καταναλώνονται από τη νέα γενιά αποδεικνύουν αυτή την αλλαγή στο σε ποιους απευθύνεται. Είναι ας το πούμε πιο δημοκρατική η σαμπάνια σήμερα”.

Με είδε να χαμογελώ στην τελευταία ατάκα. Παρέμεινα όμως στο θέμα της συνεργασίας 100 χρόνων με την ΑΜΒΥΞ γιατί είναι πραγματικά κάτι σχεδόν εξωπραγματικό για τα ελληνικά δεδομένα και το μέγεθος της ελληνικής αγοράς. Τον ρώτησα τι είναι εκείνο που τους κάνει να εξακολουθούν να συνεργάζονται με την ίδια εταιρεία. “Ξεκάθαρα το γεγονός ότι πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση η οποία αγαπά πολύ την Moët & Chandon. Η οικογένεια Ρεβάχ και η οικογένεια Chandon ήταν πολύ κοντά από την αρχή, μιας και οι δύο οικογένειες φιλοξένησαν η μία την άλλη στον τόπο της. Φυσικά υπήρχαν αναταραχές σε αυτή την πορεία 100 χρόνων αλλά αυτές οφείλονταν μόνο στις πολιτικές και τις κοινωνικές αναταραχές. Αλλιώς η εμπιστοσύνη από τη μία μεριά και η αγάπη για το προϊόν από την άλλη υπήρχε πάντα. Είναι πολύ σημαντικές οι ανθρώπινες σχέσεις”.

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πράγματι πολύ σημαντικές. Και ίσως αυτό είναι το μυστικό για κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, που αυτή τη στιγμή θέλει να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Αρκεί βέβαια και το προϊόν να είναι εξίσου διαχρονικό. Κι απ' ό,τι φαίνεται, στην Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια, κάποιοι προτιμούν τις αγαπημένες τους στιγμές να τις συνδυάζουν με ένα ποτήρι Moët & Chandon.