Ανατρέπονται τα στερεότυπα της «μεγαλοκοπέλας» μάνας και της ασυμβατότητας μητρότητας - καριέρας

Ανατρέπονται τα στερεότυπα της «μεγαλοκοπέλας» μάνας και της ασυμβατότητας μητρότητας - καριέρας
NataliaDeriabina via Getty Images

Η παλιά αντίληψη, που θεωρούσε τη μητρότητα ασύμβατη με τις σπουδές και την επαγγελματική σταδιοδρομία μίας γυναίκας, φαίνεται πως σταδιακά ανατρέπεται. Η μελέτη των στοιχείων για τις γεννήσεις στη χώρα επιβεβαιώνει ότι σήμερα οι γυναίκες, οι οποίες έχουν ανώτατη μόρφωση και είναι εργαζόμενες επιδιώκουν να γίνουν μητέρες. Είναι χαρακτηριστικό πως τα τελευταία χρόνια η ομάδα με το συγκεκριμένο «προφίλ» είναι η μοναδική κοινωνική ομάδα, στην οποία καταγράφεται σταθερή αύξηση των δεικτών γονιμότητας. Αντίστοιχα, φαίνεται να εμπεδώνεται ως συνειδητή και η επιλογή της μητρότητας μετά τα 35 έτη, καταρρίπτοντας ένα ακόμη στερεότυπο, αυτό της «μεγαλοκοπέλας» και της ... «προσεχώς στο ράφι».

«Από το 2010, η γονιμότητα μειώνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όχι όμως μεταξύ των γυναικών άνω των 35 ετών, όπου διατηρείται. Επιπλέον, οι δείκτες γονιμότητας όχι μόνο δεν μειώνονται, αλλά αντίθετα αυξάνουν μεταξύ των απασχολούμενων γυναικών με τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά την περίοδο 2010-2015. Αντίθετα στο παραπάνω διάστημα μειώνεται η γονιμότητα των μη απασχολουμένων γυναικών χαμηλού μορφωτικού επιπέδου» λέει σε συνέντευξη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας και πρόεδρος του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρα Τραγάκη, η οποία έχει κάνει έρευνα για τη γονιμότητα στην Ελλάδα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.

«Σταδιακά διαφαίνεται μια αναστροφή της αρνητικής μέχρι τώρα συσχέτισης της γονιμότητας με τη γυναικεία απασχόληση και μόρφωση. Η τάση αυτή εντείνεται τα χρόνια της οικονομικής ύφεσης», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια, εξηγώντας πως η αναγνώριση αυτής της εξέλιξης υποδηλώνει έμμεσα και πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη στήριξη ή και ανάκαμψη της γεννητικότητας στην Ελλάδα.

Σε ό,τι αφορά τις ηλικιακές τάσεις της γεννητικότητας σημειώνει ότι «οι γυναίκες στην Ελλάδα επιλέγουν το πρότυπο "λίγα και αργά", κάνοντας λίγα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, αφού κατά μέσο όρο αποκτούν το πρώτο παιδί μετά το 30ο έτος ηλικίας».

«Γεννήσεις σε καιρούς κρίσης»

Πώς όμως αλληλεπιδρούν γονιμότητα και οικονομία; Οι δείκτες τους ακολουθούν παράλληλες πορείες ή εξελίσσονται με διαφορά φάσης; «Η συρρίκνωση των γεννήσεων και η μείωση του αριθμού παιδιών ανά γυναίκα, που καταγράφονται την περίοδο της οικονομικής κρίσης δεν μπορούν με ασφάλεια να αποδοθούν σε αυτήν», απαντά η κ. Τραγάκη, διευκρινίζοντας ότι «η πτωτική τάση της γονιμότητας είναι σημαντικά προγενέστερη της κρίσης και ξεκίνησε και εξελίχθηκε σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και σχετικά χαμηλής ανεργίας». Κατά την εκτίμησή της το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι η αντίδραση της γονιμότητας στους κύκλους της οικονομίας δεν είναι προβλέψιμη. Σημειώνει, ωστόσο, πως «από την άλλη πλευρά, διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού φαίνεται ότι υιοθετούν διαφορετική δημογραφική συμπεριφορά κατά τα χρόνια της ύφεσης».

«Από τα 2,2 στα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα»

Η μείωση της γονιμότητας στην Ελλάδα δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Όπως αναφέρει η καθηγήτρια, «ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα».

Ευρύτερα χρησιμοποιούμενοι δείκτες μέτρησης της γονιμότητας είναι ο αριθμός των γεννήσεων και ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 1980 αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά ανά γυναίκα ηλικίας 15-49 ετών, αριθμός οριακά υψηλότερος του ορίου αναπλήρωσης των γενεών, που με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται στο 2,1 παιδιά ανά γυναίκα.

Ο δείκτης αυτός έπεσε στο 1,4 παιδιά ανά γυναίκα το 1990 και στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 1,29 παιδιά ανά γυναίκα το 1999. Την παραπάνω περίοδο, ο συνολικός αριθμός γεννήσεων μειώθηκε από τις 148.000 το 1980, στις λίγο περισσότερες από 100.000 το 1999.

«Η γονιμότητα παρέμεινε σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και μετά το 2000, παρά τη μικρή αύξηση των γεννήσεων που καταγράφηκε κατά την περίοδο 2004-2009, η οποία "ανέβασε" στο 1,5 τον μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα. Σημαντικό μέρος αυτής της αύξησης αποδίδεται στην παρουσία αλλοδαπών γυναικών», διευκρινίζει η κ. Τραγάκη, ενώ σε ό,τι αφορά την περίοδο της κρίσης επισημαίνει: «Ο αριθμός των γεννήσεων μειώνεται σταθερά καταγράφοντας αλλεπάλληλα ιστορικά χαμηλά από το 2012 μέχρι και το 2015 οπότε και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων το 2015 οριακά ξεπερνά τις 91.000, αριθμός που αντιστοιχεί σε 1,3 παιδιά ανά γυναίκα».

«Ελληνικό φαινόμενο;»

Τελικά, όμως, πόσο θα πρέπει να μας ανησυχεί η πορεία των δεικτών γονιμότητας στην Ελλάδα; Αποτυπώνουν μία πραγματικότητα διαφορετική από εκείνη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

«Η χαμηλή γονιμότητα είναι κοινό χαρακτηριστικό του συνόλου σχεδόν των χωρών της Ευρώπης που βρίσκεται εδώ και δεκαετίες κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών, τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Ωστόσο, τα επί μακρύ χρονικό διάστημα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας αποτελούν ιδιαιτερότητα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, και της Ελλάδας πιο συγκεκριμένα», απαντά η κ. Τραγάκη.

Δημοφιλή