Ο έρωτας δεν έχει πια φωνή

Τα τύμπανα σταμάτησαν και από κάπου μακριά ο ήχος ενός βιολιού έσβηνε την ασχήμια του κόσμου. Ο πόνος γλύκαινε και γεννιόταν η ελπίδα. Ξημέρωνε και κάπου εκεί, ανάμεσα στις πολύχρωμες ακτίνες του ήλιου, τον είδε. Χαμογελούσε. Με το φως του ήλιου πίσω του έμοιαζε εξωπραγματικός, τρομακτικός, αλλά προκλητικός συνάμα. Είχε πάνω του τα χρώματα του πολέμου, τη μυρωδιά του θανάτου. Δεν είχε τίποτα από την αγάπη που είχαν μοιραστεί. Δεν τον αναγνώρισε. Δεν της θύμιζε τίποτα από όσα είχε ζήσει. Μόνο τη μουσική του ήξερε. Μόνο την αύρα του ένιωθε οικεία. Γνώριζε κάθε νότα του.
Robb Cohen/Invision/AP

Αφιερωμένο στον Leonard Cohen με αφορμή το τραγούδι «Dance me to the end of love»

Η βραχνή φωνή του έγδαρε τα αφτιά της, ταξίδεψε στο σώμα της και γέννησε το συναίσθημα που τόσο καιρό κυοφορούσε. Δεν ήξερε να χορεύει μα αφέθηκε στο τέμπο της μουσικής του. Άτσαλα βήματα στην αρχή, αισθαντικά στη συνέχεια. Εδώ και καιρό ο ρυθμός αυτός την ξεσήκωνε. Τα πόδια της, την παρέσερναν σε ένα χορό που δεν γνώριζε. Ακολούθησε το χέρι που την τράβηξε κοντά του. Πρώτη φορά τον συναντούσε. Πρώτη φορά μοιραζόταν με κάποιον αυτό το τραγούδι. Πάντα χόρευε νοερά με τον φανταστικό εραστή της. Τα πόδια της ξυπόλητα γλίστρησαν χωρίς βία πάνω στα πλακάκια ενός σαλονιού που δεν ήταν δικό της, και στροβιλίστηκε μαζί του στον ήχο του βιολιού.

Τον ακολούθησε στο δρόμο, στα σκοτεινά σοκάκια της γειτονιάς. Τα πόδια της ακολουθούσαν μια ελεύθερη χορογραφία. Χόρεψε με αυτόν στην αγκαλιά της. Η ευτυχία τύλιξε το κορμί της σαν πέπλο. Παρασύρθηκε από τον άνεμο, και έγινε ένα μαζί του σε μια σφιχτή αγκαλιά. Αφέθηκε στη δύναμή του, στα ζεστά και κρύα χάδια του. Στα υγρά φιλιά του. Βούτηξε σε βαθιά νερά και βγήκε στην επιφάνεια της θάλασσας και χόρεψε σαν άγια πάνω της. Μόνο γι αυτόν. Πήρε μαζί της τις ακτίνες του δειλινού και τις φόρεσε στο λαιμό για κόσμημα και έλαμπε μέσα σε ένα πορτοκαλί σύννεφο μέχρι που βυθίστηκε με τον ήλιο πίσω από κάποιο μοναχικό νησί. Μαζί με αυτόν. Χόρεψε με το φεγγάρι που καρφώθηκε στη θάλασσα.

Βυθίστηκε στο μαύρο νερό για να το φορέσει στεφάνι στα μαλλιά της την ώρα που θα αναδυόταν. Για να αρέσει σ' αυτόν. Γέλασε που δεν φοβόταν το σκοτάδι, που πίστεψε πως κορόιδεψε τους φόβους της. Συνέχισε να χορεύει μέχρι που η μουσική άλλαξε. Δυνατά τύμπανα αναστάτωσαν την ηρεμία του βιολιού. Η βραχνή φωνή σώπασε και ένα βαρύ άρωμα έλουσε την ατμόσφαιρα. Τρόμαξε. Τότε έμαθε ότι ο πόλεμος έχει μυρωδιά, ότι έχει ήχο. Φοβήθηκε γι αυτόν. Τον είδε να απομακρύνεται, να χάνεται, να εξατμίζεται από τα δάκρια των ματιών της. Η μουσική τους, της κράτησε συντροφιά. Μια μουσική που έφτανε μόνο στα δικά της αφτιά. Αυτό ήταν που τους ένωνε. Αυτές οι νότες θα γεννούσαν τη ζωή και έπρεπε να τις κρατήσει ζωντανές.

Τα τύμπανα σταμάτησαν και από κάπου μακριά ο ήχος ενός βιολιού έσβηνε την ασχήμια του κόσμου. Ο πόνος γλύκαινε και γεννιόταν η ελπίδα. Ξημέρωνε και κάπου εκεί, ανάμεσα στις πολύχρωμες ακτίνες του ήλιου, τον είδε. Χαμογελούσε. Με το φως του ήλιου πίσω του έμοιαζε εξωπραγματικός, τρομακτικός, αλλά προκλητικός συνάμα. Είχε πάνω του τα χρώματα του πολέμου, τη μυρωδιά του θανάτου. Δεν είχε τίποτα από την αγάπη που είχαν μοιραστεί. Δεν τον αναγνώρισε. Δεν της θύμιζε τίποτα από όσα είχε ζήσει. Μόνο τη μουσική του ήξερε. Μόνο την αύρα του ένιωθε οικεία. Γνώριζε κάθε νότα του.

Μα τώρα τον κοιτούσε κατάματα και το βλέμμα του ήταν ξένο, απόκοσμο. Μέσα τους είχε φωλιάσει ο τρόμος. Την πλησίασε και άνοιξε τα χέρια του. Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του και μόνο σαν άκουσε τους χτύπους της καρδιάς του κατάλαβε ότι χτυπούσαν στον ρυθμό της μουσικής τους. Τον άφησε να την ζεστάνει με όσο φως του είχε απομείνει, με δυο μάτια που λαμπίριζαν σαν αποκαΐδια ενός άδικου πολέμου. Όλα είχαν αλλάξει, μα οι νότες του είχαν μείνει οι ίδιες. Αφέθηκε σε αυτές που σαν σειρήνες την ξελόγιασαν και την έριξαν σε ένα βαθύ ύπνο. Έκλεισε τα μάτια της και ονειρεύτηκε. Η μουσική πλημμύρισε την ψυχή της. Είδε τον εαυτό της όταν ήταν νέα, τότε που τον γνώρισε, τότε που την κοίταξε και για πρώτη φορά στη ζωή της κοκκίνισε από ντροπή. Τα βλέφαρά της πετάρισαν μα δεν ξύπνησε. Ήθελε να ξαναζήσει τη ζωή της μαζί του.

Χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του. Τα χέρια της έτρεμαν, τα χείλια της δεν αποζητούσαν πια τα φιλιά του, ούτε το κορμί της το σώμα του. Μόνο την παρουσία του, μόνο την ανάσα του. Στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια του εκείνη τη μέρα που τον είχε πρωτοσυναντήσει. Τότε που τίποτα δε σκίαζε τη ζωή τους, που κανένας θάνατος δεν ήταν κακός οιωνός στη σχέση τους. Δεν της είχε προτείνει ποτέ να είναι μαζί, δεν της είχε ζητήσει ποτέ να είναι δική του, της είχε πει μόνο «Αγάπα με μέχρι το τέλος». Πήρε την τελευταία της ανάσα που είχε το άρωμά του. Τα είχε καταφέρει.

Δημοφιλή