Ιστορίες ζωής: H Ειρήνη της Ευαγγελίστριας

Γεννήθηκα το 1951 στον Άγιο Δημήτριο των Χαϊχούτων. Σαράντα ημερών παιδί με δάγκωσε «σκρόφιος» (δηλ. σκορπιός) και με πήγαν οι γονείς μου στην ιδιωτική κλινική της Κω, στον γιατρό κύριο Πέρο και με φρόντισε, αλλά ήμουν μωρό και θα πέθαινα. Ο Θεός ήθελε και έζησα. Ευχαριστώ και το γιατρό, τους γονείς μου και τη νονά μου. Οι γονείς μου έμειναν στον Άγιο Δημήτριο ένα χρόνο. Μετά μεταφέρθηκαν στη Ζιά γιατί όλες οι δουλειές και τα κτήματα του πατέρα μου ήταν εκεί, δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται. Με αγάπη και χαρά οι δάσκαλοί μου, ο Βασίλης και η Ελένη Κιαπόκα, με έμαθαν να λέω καλημέρα, να σέβομαι, να υπακούω και να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή.

Έχει δικά της εξημερωμένα περιστέρια που είναι μόνιμοι θαμώνες στο μαγαζί της και ένα κατοικίδιο κόκορα, όπως άλλοι έχουν σκύλο. Η κυρία Ειρήνη Τριμάτη -ή Ρηνιώ όπως την φώναζαν μικρή- είναι πλέον μια ηλικιωμένη χήρα, αλλά δουλεύει ακόμη ακούραστα την ταβέρνα στην Ευαγγελίστρια της Κω εδώ και 34 χρόνια, με τη βοήθεια των γιων της πλέον και δίνει ζωή στον άλλοτε μεγάλο και πολυπληθή οικισμό του Ασφενδιού με χαμόγελο, ευγένεια και περιποιητικότητα που θα ζήλευε και ο πιο εξειδικευμένος στην εστίαση. Αυθεντική, ταπεινή, αγωνίστρια, σπάνιο δείγμα Ελληνίδας μάνας, γιαγιάς, εργαζόμενης σε κάθε επίπεδο που, παρά τα προχωρημένα της χρόνια, τις ρυτίδες, τα μαύρα ρούχα και το μαντήλι στο κεφάλι, γοητεύει τον επισκέπτη και συνομιλητή της με τη «φρεσκάδα» και την ομορφιά της, που θυμίζει ενδημικό αγριολούλουδο της ελληνικής υπαίθρου, ζωντανή απόδειξη πως η σπιρτάδα και η ευκινησία μπορούν να διαρκούν μια ζωή.

Της ζήτησα να της πάρω συνέντευξη και δεν αρνήθηκε. Παρά την τοπική προφορά της και την έλλειψη μαθησιακής μόρφωσης κατάλαβα πως πρόκειται για μια κοινωνικά μορφωμένη γυναίκα με μεγάλη εμπειρία στη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις. Θέλησα να ακούσω την ιστορία της, να μάθω για τη ζωή της. Η συνέντευξη μας πήρε δύο πρωινά, καθώς στο πρώτο ήρθαν λιγοστοί, αλλά πολυπόθητοι πελάτες, μερικοί από τους εναπομείναντες τουρίστες και δυο μόνιμοι κάτοικοι - γείτονές της, γερμανικής υπηκοότητας. Είδα τα χαμόγελα αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας εκτίμησης στα πρόσωπά τους και κατάλαβα πως η κυρία Ειρήνη έχει καταφέρει να διατηρεί τις καλές εντυπώσεις στο βάθος του χρόνου, αξία που τείνει να εξαλειφθεί στην κίβδηλη εποχή της ρηχότητας των ανθρωπίνων σχέσεων που ζούμε.

Με καλωσόρισε στο μαγαζί της καλημερίζοντάς με και ευχαριστώντας με για τη φιλία και την αγάπη μου.

«Γεννήθηκα το 1951 στον Άγιο Δημήτριο των Χαϊχούτων. Σαράντα ημερών παιδί με δάγκωσε «σκρόφιος» (δηλ. σκορπιός) και με πήγαν οι γονείς μου στην ιδιωτική κλινική της Κω, στον γιατρό κύριο Πέρο και με φρόντισε, αλλά ήμουν μωρό και θα πέθαινα. Ο Θεός ήθελε και έζησα. Ευχαριστώ και το γιατρό, τους γονείς μου και τη νονά μου. Οι γονείς μου έμειναν στον Άγιο Δημήτριο ένα χρόνο. Μετά μεταφέρθηκαν στη Ζιά γιατί όλες οι δουλειές και τα κτήματα του πατέρα μου ήταν εκεί, δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται. Με αγάπη και χαρά οι δάσκαλοί μου, ο Βασίλης και η Ελένη Κιαπόκα, με έμαθαν να λέω καλημέρα, να σέβομαι, να υπακούω και να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Πήγα μέχρι την Πέμπτη τάξη σχολείο. Μετά έπαθε η μαμά μου ένα ατύχημα κι ο μπαμπάς μου με πήρε από το σχολείο για να προσέχω τα αδέρφια μου γιατί ήμουν το μεγαλύτερο παιδί. Δεν γύρισα ποτέ πίσω να πάρω το απολυτήριο του δημοτικού, ντρεπόμουν μετά από ένα χρόνο να ξαναπάω σχολείο γιατί είχαν τελειώσει οι συμμαθητές μου. Αφού δεν πήγα σχολείο έκανα τις δουλειές του σπιτιού γιατί η μαμά μου έχασε ένα παιδί με αποβολή και ήθελε βοήθεια. Όταν ήμουν 14 χρονών πήγα το πρώτο μου μεροκάματο στο Τιγκάκι. Έφυγα από τη Ζιά με τα πόδια μου και πήγα στο Τιγκάκι κάτω και μάζευα όλη μέρα ντομάτες στο Βασίλη Εψιμάρη και μου έδωσε 10 δραχμές (δηλαδή σαν να λέμε 00,03 λεπτά του ευρώ). Τη δεύτερη μέρα που πήγα, επειδή ήταν ευχαριστημένος, μου έδωσε 20. Και μετά με είδαν και άλλοι γείτονες και πήγα και στους άλλους και βοήθησα.

Πήγαινα κάθε μέρα με τα πόδια, όλο το καλοκαίρι. Όλος ο κάμπος τότε ήταν γεμάτος ντομάτες. Μετά πήγαινα στα κλήματα, μάζευα από τα σταφύλια από τα αμπέλια, βοηθούσα και σε άλλους. Το χειμώνα, από τέλη Οκτωβρίου και μετά πήγαινα με τον αδερφό μου τον Ηλία στις ελιές. Το 1967 ζούσαμε ένα σπιτάκι 50τ.μ. δέκα άτομα. Η γιαγιά μου, οι γονείς μου και εφτά παιδιά. Μετά, αφού μεγάλωναν και τα αδέρφια μου, ο μπαμπάς μου αποφάσισε να πάρει ένα σπιτάκι εδώ στην Ευαγγελίστρια, μεγαλύτερο, για να μπορέσουμε να ήμαστε σε πιο ευρυχωρία και μεταφερθήκαμε από τη Ζιά.

Τα Χριστούγεννα του 1968 πήγα σε ένα γάμο με μια κυρία φίλη και εκεί με είδε ο άντρας μου. Είχαμε διαφορά ηλικίας 7 χρόνια. Εγώ, σαν παιδί, δεν ήξερα ούτε από αγάπες ούτε από τέτοια. Από τότε με κυνηγούσε. Έβαζε μια φίλη να μου μιλήσει, ήταν μαθήτρια στο Γυμνάσιο αυτή. Εγώ δεν του μιλούσα ποτέ, ό,τι κι αν έκανε. Με παρακολουθούσε και στη μοδίστρα που με έστελνε η μαμά μου να μαθαίνω. Εγώ του έκανα «καψόνια» χωρίς να θέλω να τον ταλαιπωρώ, γιατί ήμουν επιφυλακτική, φοβόμουν μη μάθουν τίποτα οι δικοί μου, ήμουν μικρή, ούτε 17 χρονών ακόμα. Κάποτε με έστειλε η μαμά μου στην Κω για να ξεχαστεί, να πάψει να με κυνηγάει, αλλά εκείνος έβαλε και ρώτησαν τον αδερφό μου, 7 χρονών παιδάκι τότε και έμαθε. Την άλλη μέρα μάλλον δεν πήγε στη δουλειά, πήρε το μηχανάκι (ένα Ζϋndapp, το πρώτο μηχανάκι που είχε) και κατέβηκε στην πόλη κι έψαχνε όλα τα στενά γιατί δεν ήξερε σε ποιο σημείο ήτανε η γιαγιά μου. Μετά ερχόταν στη βρύση και μου έλεγε μια καλημέρα. Αναγκαζόμουν να του λέω κι εγώ. Μου είπε μια φορά να βγούμε, του είπα και πάλι όχι. Άλλη μια μέρα πάλι, πήρα τα αδέρφια μου και πήγαμε στη Ζιά να δούμε το σπιτάκι μας το παλιό, έμαθε ότι πηγαίναμε και ήρθε με το φίλο του και όταν πήγαμε εκεί, κοντά στου γιατρού, μου λέει Ειρήνη να σου πω και του λέω είναι τα αδέρφια μου μαζί και δεν μίλησε, μου είπε μόνο μια καλημέρα, ένα γειά σου κι έφυγε.

Μετά ούτε βρισκόμασταν. Πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η γιορτή της Παναγίας, 25η Μαρτίου. Γυρνώντας από την εκκλησία και την παρέλαση με τη μαμά μου εδώ πιο πέρα, στη γέφυρα, έρχονταν με τους φίλους του, αλλά δεν μιλήσαμε, ούτε αυτοί χαιρέτισαν. Οι γονείς του δεν μας ήξεραν, κάπου αντισταθήκανε. Ήμουν μικρή, ήμουν φτωχή, όλα μαζί. Είχαν και δίκιο. Κάθε γονιός θέλει το καλύτερο του παιδιού του. Αυτοί περίμεναν κάποια άλλη κοπέλα. Ένα βράδυ, έρχεται σπίτι μας με μία βαλίτσα, χωρίς να μιλήσουμε, χωρίς να έχουμε βγει βόλτα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Η μαμά μου του άνοιξε, του μίλησε ωραία, του ζήτησε ευγενικά να φύγει, μη τον δουν οι γείτονες. Εκείνος είπε πως δεν πήγαινε πουθενά, αν δεν με έδιναν, θα με έκλεβε! Η μαμά μου φοβήθηκε, γιατί εκείνα τα χρόνια γινόντουσαν τέτοια κι αν ακουγόταν κάτι τέτοιο για μένα, σκεφτόταν μετά πώς θα με πάντρευαν...Εντέλει, παντρευτήκαμε».

Και λέγοντάς μου αυτά σηκώθηκε σαν ελατήριο να χαιρετίσει. Είχε έρθει πελατεία. Έμεινα λίγη ώρα να την παρακολουθώ να παίρνει παραγγελίες, να φτιάχνει καφέδες και να ετοιμάζει τους δίσκους στην κουζίνα.

Το επόμενο πρωινό της συνέντευξης ήταν επεισοδιακό, με ισχυρή καταιγίδα και κατακλυσμιαία βροχή. Κάποια στιγμή σταματούσαμε από τον κρότο κεραυνών, γυρνούσα πίσω τη μαγνητοφώνηση να ακούσω τι λέγαμε νωρίτερα και παρακολουθούσα έκπληκτη πως σιγοψιθύριζε ό,τι ακριβώς μου έλεγε πριν, λες και τα ήξερε απ' έξω ή τα είχε κάνει πρόβα να μου τα πει! Εντυπωσιάστηκα! Δεν μου είχε τύχει ποτέ κάτι τέτοιο σε συνέντευξη, ούτε να τα διάβαζε από χαρτί δεν θα είχε τέτοια ακολουθία. Μυαλό «ξυράφι» με ζεστή καρδιά και ταπείνωση. Σπάνιος συνδυασμός, αξιοπρόσεκτος και αξιοθαύμαστος.

«Το 1970 μετανάστευσα με το σύζυγό μου στη Γερμανία. Εκεί μείναμε ούτε «Παίρναμε 8 μάρκα, θυμάμαι, μεροκάματο και μέναμε με τον άντρα μου σε ένα δωμάτιο του εργοστασίου και πληρώναμε από το μισθό μας κάποιο ποσό» χρόνο γιατί είχα αφήσει εδώ το μωρό μου, στη μαμά μου. Δουλέψαμε σε κάποιο εργοστάσιο που έφτιαχνε πλαστικά που ποτίζαμε τα λουλούδια. Καθόμουν πάνω σε ένα κάθισμα, ήταν μπροστά μου κάτι σαν μύλος. Μου τα έφερναν οι άλλες κοπέλες και τα τύλιγα εγώ 50-50 μέτρα και τα έπαιρναν. Παίρναμε 8 μάρκα, θυμάμαι, μεροκάματο και μέναμε με τον άντρα μου σε ένα δωμάτιο του εργοστασίου και πληρώναμε από το μισθό μας κάποιο ποσό. Μου άρεσε η Γερμανία, το περιβάλλον, η δουλειά που έκανα. Κάποια στιγμή όμως, όταν η Σοφία μου ήταν περίπου 8 μηνών, αρρώστησε σοβαρά, κρύωσε και η μαμά μου το πήγε στο νοσοκομείο επειδή φοβήθηκε. Το συζητήσαμε με τον άντρα μου, πού να το πάρουμε τόσο μωρό παιδί στη Γερμανία με τα χιόνια και ποιος θα το πρόσεχε αφού εμείς δουλεύαμε. Του είπα να φύγω μόνη μου κι άμα καλυτέρευε το παιδί να γύρναγα πίσω. Ήθελες τρεις μέρες ταξίδι και μετά, από την Αθήνα για να έρθεις στην Κω, άλλη μια μέρα, δεν ήταν όπως τώρα που μπαίνεις στο αεροπλάνο και έρχεσαι κατευθείαν. Και έτσι φύγαμε και γυρίσαμε στην Κω μαζί. Όταν ήρθαμε δεν μας ήθελε το παιδί, δεν μας γνώριζε. Στεναχωρήθηκα, έκλαιγα κι ερχόταν κάθε μέρα η μαμά μου και οι αδερφές μου για να τους βλέπει και να με συνηθίσει σιγά σιγά. Όταν γύρισα από τη Γερμανία ήμουν και πάλι έγκυος. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ο άντρας μου δεν με άφησε να γυρίσω μόνη μου πίσω. Εγώ τότε δεν δούλευα κι εκείνος εργαζόταν σε διάφορες δουλειές και κυρίως είχε πιάσει πάλι τις γεωργίες στα χωράφια, με ντομάτες κ.ά. Τότε έπαιρνε 70 δραχμές μεροκάματο. Το φαγητό μας το είχαμε πάντα. Μέναμε στο πατρικό μου στο ένα από τα τρία σπίτια που ήταν εκεί, το μεγάλο και στο άλλο, που ήταν ξεχωριστό, έμεναν οι γονείς και τα αδέρφια μου. Το ενδιάμεσο σπίτι ήταν η κουζίνα, ήταν κοινή. Αργότερα οι γονείς μου έφυγαν και πήγαν στη Ζιά επειδή τα είχε τάξει στον γαμπρό, τον άντρα μου και ήταν δικά μας πλέον.

Το 1972 σκεφτήκαμε με τον άντρα μου να ανοίξουμε στην Κω ένα εστιατόριο. Δεν ήταν«Μπορεί εγώ κι άντρας μου να στερηθήκαμε πολλά.Αλλά στα παιδιά μας δεν στερήσαμε τίποτα, ούτε τα ρούχα τους, ούτε τα παπούτσια τους». ακόμα ο τουρισμός να έχει τόσο δουλειά, ήταν για τους ντόπιους. Ήταν στο σταθμό των λεωφορείων, στην Ολυμπιακή απέναντι. Δεν δουλεύαμε όμως καλά και φύγαμε από εκεί και πήγαμε έξω, στον Άγιο Παύλο. Νοικιάσαμε εκεί ένα μαγαζί και στις αρχές δουλεύαμε, αλλά μετά είχαμε πάλι πρόβλημα, κάναμε χρέη. Ο άντρας μου αναγκάστηκε και πήγε 3 χρόνια στα καράβια για να δώσουμε τα έξοδά μας. Με άφησε με δύο παιδιά και έγκυο πάλι. Όταν γεννήθηκε ο Σταμάτης μου και το βάφτισα, έλειπε ο άντρας μου. Εκεί που ταξίδευε, κάποια μέρα πήρε φωτιά το καράβι. Φοβήθηκε τότε στη θάλασσα μη του συνέβαινε κάτι και με άφηνε με ορφανά και γύρισε. Συνεχίσαμε πάλι με τη γεωργία. Είχαμε πια πληρώσει τα χρέη μας από τα καράβια, δούλευε και τρώγαμε.

Μπορεί εγώ κι άντρας μου να στερηθήκαμε πολλά. Δεν είχα απαιτήσεις για βόλτες, πανηγύρια, λούσα, μεγαλεία κ.λπ. Αλλά στα παιδιά μας δεν στερήσαμε τίποτα, ούτε τα ρούχα τους, ούτε τα παπούτσια τους. Τα στείλαμε σχολείο εδώ, στο Ασφενδιού, στην Παναγία βάπτισα όλα μου τα παιδιά, τα κοινωνούσα κάθε Κυριακή, αυτή ήταν και η έξοδός μου. Όταν δεν είχε δουλειά ερχόταν κι ο άντρας μου.

Το Ασφενδιού είχε μεγάλη παραγωγή εκείνα τα χρόνια σε ελιές. Είχαμε επτά ελαιοτριβεία στην περιοχή. Τώρα είναι κλειστά όλα. Τότε έπρεπε να μεταφέρεις τις ελιές με τα ζώα δεν μπορούσες να τα πας πολύ μακριά, καθώς οι δρόμοι εδώ πάνω δεν ήταν εύκολοι. Έπρεπε να είναι μικρή η διαδρομή για το ελαιοτριβείο. Όσοι είχαν περισσότερο λάδι, υπήρχε ένας έμπορος και το πουλούσαν».

Ήταν η στιγμή που η καταιγίδα άρχισε να μαίνεται και αναγκαστήκαμε να μπούμε άρον άρον μέσα στο μαγαζί. Τα περιστέρια της αναπηδούσαν τρομαγμένα με τους κεραυνούς και εκείνη τα τάιζε ψωμί και τα καθησύχαζε. Κάποια στιγμή μετά από ώρα κάπως κόπασε η βροχή και μπορέσαμε να κάτσουμε και πάλι σε τραπεζάκι έξω και να συνεχίσει την αφήγησή της.

«Οι γονείς μου, παρότι είχαν 6 ακόμα παιδιά, 4 αγόρια και 2 κορίτσια τους έδωσαν ό,τι μπορούσαν. Όταν γύρισαν οι γονείς μου με τα αδέρφια μου στη Ζιά πήγαιναν πάλι στις γεωργικές δουλειές. Δεν μορφώθηκε κανένα από τα αδέρφια μου ιδιαίτερα.

Πολλά παιδιά από το χωριό εδώ δεν σπούδασαν λόγω του οικονομικού προβλήματος και της απόστασης από την πόλη. Δεν ήταν όπως τώρα υποχρεωτικό το σχολείο. Όταν το παιδί ήταν πολύ έξυπνο έλεγε ο δάσκαλος π.χ. ο Ηλίας είναι ξύπνιος. Να μάθει γράμματα. Να γίνει ένας δάσκαλος φερ' ειπείν. Δεν υπήρχε τουρισμός όπως τώρα που χρειάζονται τα κομπιούτερ, το απολυτήριο.

Το 1981 ήρθα σε αυτό το μαγαζί με τον άντρα μου. Είχα γεννήσει και το τέταρτό μου παιδί και τότε βγήκε το καφενείο σε πλειστηριασμό. Μας κάλεσε ο παπά Γαβριήλ που ήταν τότε και δώσαμε λόγο για το καφενείο. Δώσανε δύο άτομα προσφορά και ο άντρας μου είχε βάλει παραπάνω κάποια λεφτά και το πήραμε. Είχα τότε το μικρό μου παιδί σαράντα ημερών. Λίγο καιρό μετά το μαγαζί το είχαν επιδιορθώσει και ζητούσαν κάποια γυναίκα να το καθαρίσει και πρότεινε ο άντρας μου εμένα. Το καθάρισα και το άσπρισα. Με πλήρωσε ο παπάς, ευχαριστώ την Παναγιά. Τέλη Απριλίου ήρθαμε, ο άντρας μου, ο αδερφός μου ο Μιχάλης και εγώ και ανοίξαμε ψησταριά. Δεν υπήρχαν ξένοι, δουλεύαμε με τους ντόπιους, είχε πολύ κόσμο το χωριό.

Κάποιο Σαββάτο βράδυ κάναμε και εγκαίνια. Ήρθαν όλοι οι πατριώτες, ευχαριστώ για την αγάπη τους. Τότε είχαμε εδώ στρατό. Ο θάλαμος εδώ απέναντι ήταν γεμάτος στρατιώτες. Υπήρχαν μαγειρεία, γραφεία, γιατρός και Κ.Ψ.Μ., ενώ σε ένα διώροφο σπίτι πιο πέρα ήταν τα γραφεία των αξιωματικών. Είχε πολύ κίνηση και ζωή το χωριό. Υπήρχε απέναντι το παντοπωλείο, πριν είχαμε και χασάπικο, τρία ραφτάδικα, τέσσερα καφενεία στην περιοχή. Στο σχολείο του χωριού από δίπλα υπήρχαν έξι δάσκαλοι. Στο Λαγούδι είχαν δύο δασκάλους και δύο στη Ζιά τότε γιατί εκείνη την εποχή οι οικογένειες είχαν πάνω από πέντε παιδιά. Τα παιδιά μου μεγάλωναν και βοηθούσαν στο μαγαζί. Ο Νίκος μου σέρβιρε τους φαντάρους και εκείνοι ήταν όλοι αξιοπρεπείς και τον σέβονταν, παρότι ήταν 11 χρονών παιδί ακόμα. Ήταν έξυπνος στα γράμματα κι ο άντρας μου του είχε παραδώσει το ταμείο. Το βράδυ έδινε τα λεφτά στον πατέρα του. Εγώ δούλευα στην ψησταριά. Είχαμε σουβλάκια, μπριζόλες, σούβλα με κοτόπουλα κ.ά. Δουλεύαμε καλά τότε.

Η κρίση εδώ έπιασε μετά το 1997 κι έπεσε η δουλειά. Το χωριό είχε αδειάσει από κόσμο και δεν υπήρχε πια πολύς τουρισμός. Όταν δεν είχαμε δουλειά ο άντρας μου ξαναπήγαινε στα χωράφια. Το χειρότερο πρόβλημα ήρθε όταν πήγαμε από τη δραχμή στο ευρώ. Έρχονταν οι ξένοι εδώ και φέρνανε ξένα νομίσματα και παίρνανε ελληνικά και είχαν αξία. Εκείνο τον καιρό, τις τελευταίες μέρες των διακοπών τους, οι ξένοι, ό,τι κρατούσαν σε ελληνικά χρήματα, τα δίνανε στο παιδί πουρμπουάρ και έτσι άφηναν εδώ λεφτά. Μετά ήρθε το νέο νόμισμα, η κρίση, έγιναν τα μεγάλα ξενοδοχεία και μαζεύουν τον κόσμο και τον ταΐζουν και τον ποτίζουν μέσα και τα μικρά μαγαζιά έχουν καταστραφεί. Έπρεπε, όμως, να μας μειώσουν και τους φόρους που θέλουν κάθε τόσο να πληρώνουμε τόσα χιλιάρικα. Δεν έχουμε πλέον καθόλου δουλειά. Πώς θα πληρώσουμε; Έχω χάσει τον άντρα μου 15 χρόνια τώρα, δεν έχω κανένα στήριγμα από κανέναν, ούτε βοήθεια από το κράτος. Έπαιρνα 90 ευρώ το μήνα, ας είναι καλά ο Σαμαράς, μας τα έκοψε. Τώρα δεν έχω βοήθεια από το κράτος ούτε ένα ευρώ, έστω να πάρω τα χάπια μου. Ήταν να πάρω σύνταξη φέτος. Τώρα την κάνανε στα 67 κι αναρωτιέμαι, θα ζήσω να πάρω σύνταξη; Έπρεπε να κοιτάξουν το φτωχό λαό και όχι να μας κοιτούν μόνο για τους ψήφους μας που μόνο τότε ξέρουν τις πόρτες και το τηλέφωνό μας.

Ευχαριστώ το Θεό που μου έδωσε παιδιά και με προσέχουνε και την Παναγιά που μου έδωσε το καφενείο και παίρνω τα χάπια μου. Η Παναγία για μένα είναι η δεύτερη μάνα μου γιατί προστατεύει τα εγγόνια μου παντού και όλου του κόσμου τα παιδιά, αλλά και το Χριστό και όλους τους αγίους. Από το κράτος τίποτα σε βοήθεια».

Από το 2014 σκέφτηκε να καταγράφει καθημερινά, σαν ημερολόγιο την κάθε της μέρα, τις γνωριμίες της στο μαγαζί, τις σχέσεις με τα παιδιά της, τα πάντα.

«Σε αυτό το διάστημα έγραψα πέντε ημερολόγια και χάλασα πάνω από 35 στυλό» μου είπε χαμογελώντας περήφανα. «Τα έχω φυλάξει όχι μόνο για μένα, αλλά, αν θέλουν, να τα διαβάσουν τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Γράφω και τώρα ακόμα, αλλά όχι με τόσες λεπτομέρειες ορισμένα που μου συμβαίνουν». Τη ρώτησα πώς της ήρθε η ιδέα να κάνει κάτι τέτοιο. Μου είπε πως, πριν το 2014, την πήρε ο γιος της ο Βαγγέλης στην Κάλυμνο μια εβδομάδα διακοπές και είδε το περιβάλλον και κράτησε κάποια σημειώματα για να τα θυμάται. Μετά το έκανε καθημερινή της συνήθεια.

Στο σημείο αυτό σηκώνεται, την ευχαριστώ πολύ για την κατάθεση των γεγονότων της ζωής της και μιλάμε πια χαλαρά, για τη βροχή που πάει να σταματήσει, για το ότι, μάλλον, δεν θα έχει δουλειά σήμερα, με αυτό τον άσχημο καιρό.

Πραγματική απόλαυση τα λεγόμενά της που μαζί με τις λιγοστές φωτογραφίες που κατάφερα να τραβήξω με εκείνη και το μαγαζί της είναι λίγο αντιπροσωπευτικά αυτού που πραγματικά βλέπεις και νιώθεις από τη φιλόξενη κυρία Ειρήνη της Ευαγγελίστριας. Όσο για το μέρος, γαλήνη, ηρεμία και ησυχία είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται ο επισκέπτης που απομακρύνεται από την πόλη προς την ύπαιθρο του νησιού. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη ερημιά, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως το, άλλοτε, ζωντανό χωριό έχει ερημώσει. Λιγοστοί κάτοικοι, σχεδόν κανένας δεν κυκλοφορεί στους δρόμους πεζός, το σχολείο πια κλειστό, τα πρώην μαγαζιά, ελαιοτριβεία κ.ά., όλα σφραγισμένα.

Προσπαθώ να φανταστώ πως ήταν αυτό το χωριό κάποτε, πριν οι κάτοικοί του μεταναστεύσουν προς τον κάμπο, πριν εγκαταλείψουν και το νησί ακόμα προς άλλα, μακρινά μέρη. Τότε που οι φωνές των παιδιών αναμειγνύονταν με τα γέλια των νέων που χωράτευαν αναμεταξύ τους, τότε που οι ντόπιες νέες πήγαιναν στη βρύση να φέρουν νερό και οι άντρες όργωναν τα χωράφια. Τότε που το Ρηνιώ ήταν ένα ανέμελο κορίτσι, μια μαθητευόμενη μοδιστρούλα. Ένδοξες παλιές εποχές της ελληνικής υπαίθρου ενός νησιού που άλλαξε, πλέον, οριστικά και τώρα ζει μόνο από τον τουρισμό και για τον τουρισμό και όχι για τους ντόπιους κατοίκους του, τους γνήσιους Έλληνες Δωδεκανήσιους.

Πηγές ενημέρωσης:

www.vimatisko.gr

hkoinoniamas.blogspot.gr