Δημοψήφισμα: «Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ»

Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για το ενδεχόμενο διεξαγωγής δημοψηφίσματος αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να πετύχει τους στόχους της στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους. Μια κουβέντα που έχει αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το αληθινό διακύβευμα αυτής της διαπραγμάτευσης και συντηρεί μια παραφιλολογία που πολύ δύσκολα θα επιβεβαιωθεί.
AFP via Getty Images

Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για το ενδεχόμενο διεξαγωγής δημοψηφίσματος αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να πετύχει τους στόχους της στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους. Μια κουβέντα που έχει αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το αληθινό διακύβευμα αυτής της διαπραγμάτευσης και συντηρεί μια παραφιλολογία που πολύ δύσκολα θα επιβεβαιωθεί.

Ας δούμε το θέμα λίγο πιο λεπτομερώς.

Το Σύνταγμα της Ελλάδος προβλέπει δύο είδη δημοψηφίσματος που αφορούν διαφορετικές πολιτικές προϋποθέσεις. Το πρώτο αφορά "κρίσιμα εθνικά θέματα" και η έγκρισή του απαιτεί 151 θετικές ψήφους στη Βουλή, ενώ το δεύτερο αφορά "ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα", απαιτεί 180 ψήφους και δε μπορεί να αφορά δημοσιονομικό ζήτημα. Στην περίπτωση μας, το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος αφορά ξεκάθαρα την πρώτη περίπτωση και το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας που επικαλείται η αξιωματική αντιπολίτευση μάλλον δεν φαντάζει πολύ ισχυρό.

Η Ελλάδα, από το 1920 έως σήμερα, έχει διενεργήσει επτά δημοψηφίσματα, με τελευταίο το δημοψήφισμα του 1974 για την μορφή του πολιτεύματος. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι έξι από τα δημοψηφίσματα αφορούσαν την μορφή του πολιτεύματος και ένα την έγκριση Συντάγματος, ενώ τρία απ' τα δημοψηφίσματα διενεργήθηκαν από δικτατορικά καθεστώτα.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί κουλτούρα δημοψηφισμάτων και όποτε έγινε αυτό αφορούσε θέματα σχετικά με το πολίτευμα της χώρας. Πολλές χώρες του εξωτερικού διοργανώνουν συχνά δημοψηφίσματα, κυρίως για θέματα τοπικού ενδιαφέροντος (βλέπε Ελβετία), αλλά και για θέματα μείζονος σημασίας όπως την υιοθέτηση του ευρώ (Σουηδία) ή την έγκριση του Ευρωσυντάγματος (Ιρλανδία).

Στην ελληνική περίπτωση, το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος συνδέεται με την πιθανή αποτυχία της διαπραγμάτευσης και την υπέρβαση των «κόκκινων γραμμών» της κυβέρνησης. Ποιο θα ήταν το ερώτημα άραγε σε μια τέτοια περίπτωση; Προφανώς, η ελληνική κυβέρνηση θα ρωτούσε τον λαό αν συμφωνεί με ένα πρόγραμμα δυσμενέστερο από αυτό που προεκλογικά είχε δεσμευτεί να επιτύχει και αφορά κυρίως την τελική συμφωνία του Ιουνίου, όπου οι εταίροι θα ζητήσουν νέα επώδυνα μέτρα για να εγκρίνουν νέα χρηματοδότηση 30-50 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα.

Σε ένα τέτοιο ερώτημα η κυβέρνηση αναγκαστικά θα έπαιρνε θέση και δεν θα μπορούσε να τηρήσει στάση Πόντιου Πιλάτου. Και η μόνη πρόταση της δε θα μπορούσε να είναι άλλη παρά το ΟΧΙ συνδεδεμένο με εντολή για νέα διαπραγμάτευση με τους εταίρους, διότι αν πρότεινε το ΝΑΙ θα ακυρωνόταν πολιτικά και θα καταργούσε το ηθικό της πλεονέκτημα έναντι των λεγόμενων «μνημονιακών» κομμάτων. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και να ήταν το ερώτημα, η αξιωματική αντιπολίτευση θα μετέτρεπε το δημοψήφισμα σε ερώτημα παραμονής στο ευρώ, χωρίς να απέχει και πολύ από την ωμή πραγματικότητα που θα ζούσε σε μια τέτοια περίπτωση η χώρα.

Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι οι Έλληνες κατά 71,9% επιθυμούν την παραμονή στο ευρώ, γεγονός που προδικάζει το πιθανό αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα ίσως κάποιοι θεωρούν ότι θα έλυνε τα χέρια της κυβέρνησης, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα θεωρούταν ήττα της και απαρχή πολιτικών εξελίξεων, αφού θα λάμβανε εντολή να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα στο οποίο δεν πιστεύει και το οποίο είχε πολεμήσει λυσσαλέα προεκλογικά. Ένα ενδεχόμενο ΟΧΙ θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία της κυβέρνησης, αλλά δεν θα έλυνε το πρόβλημα καθώς θα την ανάγκαζε να διαπραγματευτεί ακόμα σκληρότερα, χωρίς όμως καθόλου ρευστότητα, με την πλάτη κυριολεκτικά στον τοίχο και χωρίς συμμάχους και διαθέσιμο χρόνο. Με πιθανότερο τελικό αποτέλεσμα την έξοδο της χώρας από το ευρώ, ένα ενδεχόμενο που φαντάζει κακός εφιάλτης για όποια κυβέρνηση αναγκαστεί να το διαχειριστεί.

Μιλάμε λοιπόν για ένα πιθανό δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στη μέση του καλοκαιριού, με τις τράπεζες να υπολειτουργούν λόγω κεφαλαιακών περιορισμών ή ακόμα χειρότερα κλειστές. Με τον τουρισμό μας στο υψηλότερο σημείο του, αλλά πολλούς ξένους τουρίστες να μην επιθυμούν να αναλάβουν το ρίσκο μιας νομισματικής κρίσης στη χώρα. Να θυμηθούμε εδώ ότι ο τουρισμός συνεισφέρει περίπου το 20% του ελληνικού ΑΕΠ και αποτελεί τον μοναδικό εξαγωγικό μας κλάδο που ανθεί ακόμα και μέσα στην κρίση.

Για να δούμε και μερικά άλλα ενδιαφέροντα νούμερα:

Τον Δεκέμβρη ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε για το 2015 προέβλεπε ανάπτυξη 2,9% και ανεργία 22,6%. Μετά τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2015 και την δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η αγορά λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας, η κυβέρνηση αναθεώρησε προς το δυσμενέστερο τους στόχους της ανάπτυξης στο 1,4% και της ανεργίας στο 23,4%, στόχοι που ήδη φαντάζουν αισιόδοξοι από τους ξένους οίκους. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή χωρίς νέα μέτρα λιτότητας από τη νέα κυβέρνηση, η χώρα βιώνει λόγω της αβεβαιότητας υφεσιακά αποτελέσματα εφάμιλλα σκληρής λιτότητας. Παράδοξο; Κι όμως, παρά τις πραγματικά καλές προθέσεις των κυβερνώντων, το αποτέλεσμα προέκυψε πολύ χειρότερο από πριν.

Ενδιαφέρον είναι επίσης το νούμερο σε σχέση με τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν πέσει περίπου στα 140 δισ. ευρώ από τα 237 δισ. ευρώ του 2009. Η πτώση αυτή είναι κολοσσιαία και καλύπτεται κυρίως με τα 75,5 δισ. ρευστότητας που παρέχει η ΕΚΤ μέσω του γνωστού πλέον σε όλους μας ELA. Καταλαβαίνουμε όλοι τι θα σήμαινε η αβεβαιότητα ενός πιθανού δημοψηφίσματος για τις εναπομένουσες καταθέσεις και τι θα συνέβαινε αν η ΕΚΤ αποφάσιζε να διακόψει την παροχή ρευστότητας μέσω του ELA.

Μια χώρα δεν μπορεί να κυβερνάτε με γκάλοπ και δημοψηφίσματα. Χρέος των κυβερνήσεων είναι να βλέπουν μακρύτερα, να χαράσσουν μακρόπνοες πολιτικές και να αναλαμβάνουν την ευθύνη των αποφάσεων τους για το κοινό καλό, ακόμα και όταν δεν συμβαδίζουν με την κοινή γνώμη. Οι κυβερνήσεις υπάρχουν για να κυβερνούν και να λαμβάνουν αποφάσεις που έχουν ακόμα και πολιτικό κόστος, όταν θεωρούν ότι έτσι εξυπηρετείται το συμφέρον της χώρας.

Φανταστείτε η Γερμανία ή μια μικρότερη χώρα της ευρωζώνης όπως η Σλοβακία, να διενεργούσαν δημοψήφισμα για την περαιτέρω χρηματοδότηση της Ελλάδας, γνωρίζοντας ότι η πλειοψηφία των πολιτών τους αντιτάσσεται σε αυτήν και θα ψήφιζε ΟΧΙ. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα για την Ελλάδα αλλά και την ευρωζώνη; Και τελικά ποιο δημοψήφισμα και ποιου ευρωπαϊκού λαού θα ήταν πιο ισχυρό, αφού και οι εταίροι μας θα μπορούσαν να επικαλεστούν τη δική τους λαϊκή εντολή;

Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι, γιατί μια κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή και με υποστήριξη ακόμα από την πλειοψηφία του λαού θα επέλεγε να μπει σε μια τέτοια χαοτική περιπέτεια; Ειδικά όταν έχει πάρει ρητή εντολή για παραμονή της χώρας στο ευρώ και γνωρίζει ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι της θα κατανοούσαν την υπαναχώρηση σε κάποιες από τις προεκλογικές δεσμεύσεις της λόγω της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης.

Η απάντηση που ξεκάθαρα προκύπτει είναι ότι δεν πρόκειται ποτέ να αναλάβει αυτό το ρίσκο. Απλά χρησιμοποιεί το δημοψήφισμα, που κι η ίδια ξορκίζει, ως διαπραγματευτικό όπλο, αλλά και για να εξευμενίσει προσωρινά την εσωκομματική της αντιπολίτευση (βλέπε Αριστερή Πλατφόρμα). Κάποια συμφωνία θα επέλθει τελικά, κάνοντας υπαναχώρηση σε 2-3 τομείς και κερδίζοντας κάτι σε 1-2 άλλους τομείς. Το ερώτημα όμως παραμένει, αν θα καταφέρει ο Αλέξης Τσίπρας να επιβληθεί στην εσωκομματική του αντιπολίτευση και να περάσει από τη Βουλή τα μέτρα του Ιουνίου.

Εκτός και αν η ίδια η κυβέρνηση τελικά επιλέξει την έξοδο κινδύνου από την διακυβέρνηση της χώρας, μπροστά στον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ και αποφασίσει αυτό να γίνει μέσω δημοψηφίσματος. Θα ήταν η «Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ» που θα την λύτρωνε τελικά. Δεν θεωρώ όμως αυτό το ενδεχόμενο πολύ πιθανό και θα συντελεστεί μόνο υπό πολύ ακραίες συνθήκες ρευστότητας, τις οποίες απεύχομαι.

Το άρθρο του περασμένου Νοεμβρίου μοιάζει σα να γράφτηκε μόλις χτες. Εύχομαι το ίδιο να συμβεί και με το παρόν άρθρο όταν θα το διαβάζουμε μετά τον Ιούνιο. Με την τελική συμφωνία να έχει όντως επιτευχθεί, τη χώρα ακόμα εντός ευρώ και τις τράπεζες να λειτουργούν κανονικά και χωρίς κεφαλαιακούς περιορισμούς.

Να παρακολουθείτε τις ειδήσεις σε σχέση με την ΕΚΤ και την Ελλάδα. Από εκεί θα έρθει κάποια στιγμή η κρίσιμη είδηση.

Λύτρωσης ή κατάρρευσης...

Δημοφιλή