Μία βόλτα με τον Christopher Hitchens

Θυμάμαι ακριβώς τα συναισθήματά μου. Δεν ήξερα ακριβώς ποιος ήταν ο Hitchens, ή μάλλον δεν ήξερα ακριβώς όλα όσα ήταν ο Hitchens. Ήξερα ότι ήταν δημοσιογράφος και αυτό έφτανε. Ήμουν στο κομβικό αυτό σημείο της λυκειακής ζωής που έχεις διαλέξει κατεύθυνση (τυχαία, με κριτήριο τι βαριέσαι λιγότερο) αλλά πέραν της γενικής απόφασης ότι «προτιμώ τα αρχαία από τα μαθηματικά», δεν έχεις ακόμα αποφασίσει τι θες να κάνεις στη ζωή σου. Ήξερα ότι μου άρεσε να διαβάζω και να γράφω, και πάντα με γοήτευε ο χώρος της δημοσιογραφίας. Το θεώρησα λοιπόν ένα σημάδι από το σύμπαν και μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να χάσω.
The Washington Post via Getty Images

Έχουν περάσει 7 χρόνια από εκείνο το βράδυ που γνώρισα τον Christopher Hitchens, κι όμως νιώθω σα να 'ταν μόλις χθες. Φεβρουάριος του 2009. Τότε ήμουν 16 χρονών, οδεύοντας στα 17. Πέμπτη μεσημέρι γυρνάω σπίτι και χτυπάει το κινητό μου. Ένας οικογενειακός φίλος. Απορώ που τηλεφώνησε σε εμένα και πριν προλάβω να τον ρωτήσω πως και απευθύνθηκε σε μένα μου εξηγεί. Ο Christopher Hitchens, φίλος του, είχε έρθει στην Αθήνα για λίγες μέρες με την οικογένειά του. Είχε οργανώσει μία βόλτα το βράδυ στο κέντρο: Ακρόπολη, Μοναστηράκι και μετά παραδοσιακό φαγητό στην Πλάκα. Μου ζήτησε να πάω μαζί του για να κάνω παρέα στην Antonia, την κόρη του, που είχε ακριβώς την ίδια ηλικία με μένα και είχε βαρεθεί να συναντιέται μόνο με φίλους του πατέρα της.

Θυμάμαι ακριβώς τα συναισθήματά μου. Δεν ήξερα ακριβώς ποιος ήταν ο Hitchens, ή μάλλον δεν ήξερα ακριβώς όλα όσα ήταν ο Hitchens. Ήξερα ότι ήταν δημοσιογράφος και αυτό έφτανε. Ήμουν στο κομβικό αυτό σημείο της λυκειακής ζωής που έχεις διαλέξει κατεύθυνση (τυχαία, με κριτήριο τι βαριέσαι λιγότερο) αλλά πέραν της γενικής απόφασης ότι «προτιμώ τα αρχαία από τα μαθηματικά», δεν έχεις ακόμα αποφασίσει τι θες να κάνεις στη ζωή σου. Ήξερα ότι μου άρεσε να διαβάζω και να γράφω, και πάντα με γοήτευε ο χώρος της δημοσιογραφίας. Το θεώρησα λοιπόν ένα σημάδι από το σύμπαν και μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να χάσω.

Συναντηθήκαμε στις 9 στο Σύνταγμα. Μπορούσες εύκολα να τον ξεχωρίσεις στο πλήθος από τον τρόπο που παρατηρούσε τα πάντα γύρω του περπατώντας. Σκέφτηκα ότι φαινόταν πιο φιλικός και άμεσος από κοντά. Με χαιρέτησε πολύ φιλικά και μου σύστηκε την κόρη του. Το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν ποιο είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. Του απάντησα αμέσως ότι δεν είναι ένα, είναι δύο. Το «1984» και «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ». «Θα τα πάμε καλά εμείς» μου 'χε απαντήσει χαμογελώντας, και πρόσθεσε: «σε δέκα χρόνια να μου στείλεις ένα mail για να μου πεις αν η λίστα αυτή άλλαξε».

Ξεκινήσαμε να περπατάμε από το Σύνταγμα προς το Μοναστηράκι εν μέσω της πορείας για την απαγόρευση της κουκούλας. Παρατηρούσε τι γινόταν γύρω και έκανε συνεχώς ερωτήσεις. Θυμάμαι μάλιστα τον φίλο μας να του εξηγεί την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και ο Hitchens να τον διακόπτει λέγοντας ότι αυτά τα ήξερε και από το διαδίκτυο, ήθελε να μάθει τα κίνητρα του κόσμου πίσω από όσα συνέβαιναν. Τον ένοιαζαν οι λόγοι και οι ισορροπίες πίσω απ' όλα. «Τα γεγονότα μπορεί να τα μάθει ο οποιοσδήποτε. Το θέμα είναι οι αιτίες. Πάντα το ενδιαφέρον βρίσκεται στις βαθύτερες αιτίες» μου χε πει κλείνοντας μου το μάτι, όταν με είδε να τον κοιτάω παραξενεμένη.

Καθόμαστε για φαγητό και είμαι σίγουρη ότι η συζήτηση θα περιστραφεί γύρω από την πολιτική. Κι όμως δεν ήθελε να μιλήσει γι' αυτό. Πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι λέει: «Είμαι διακοπές, θέλω να μιλήσω μόνο για όσα αγαπάω. Φιλοσοφία και λογοτεχνία. Αυτά είναι η αγάπη μου». Καταλαβαίνω τότε το νόημα της πρώτης του ερώτησης σε μένα. Αρχίζουμε να συζητάμε για τα essays του Orwell, για την ανάγκη εξιλέωσης του Dickens, για τον έρωτα στα έργα του Fitzgerald. Θυμάμαι να ακούω μαγεμένη τις αναλύσεις του και σιγά σιγά να συμμετέχω κι εγώ. Όχι φυσικά επειδή είχα κάτι να προσθέσω στα λεγόμενά του. Αλλά επειδή με την συμπεριφορά του σε ενεθάρρυνε να συμμετέχεις, σου έδειχνε ότι θέλει να ακούσει την άποψή σου, τον ενδιέφερε. Η Antonia μου έλεγε να μην ντρέπομαι: «ο μπαμπάς μου είναι κουλ, πες ό,τι θες!». Να μιλήσει μια δεκαεξάχρονη μαθήτρια από την Ελλάδα, για λογοτεχνία, στον Christopher Hitchens; «Είμαι δημοσιογράφος, έχω μάθει να ακούω πάντα τους άλλους. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ενδιαφέρον και ποτέ δεν ξέρεις τι θα βγει από μια συζήτηση».

Σηκωνόμαστε και περπατάμε προς την Ακρόπολη. Διασχίζοντας την Διονυσίου Αρεοπαγείτου συζητάει για τα μάρμαρα και το Βρετανικό μουσείο και πόσο θα ταίριαζαν πίσω στην πατρίδα τους. Τότε αρχίζει να μιλάει για τη ζωή του. «Πήγα στην Αμερική γιατί εκεί μπορούσα να κερδίσω τις περισσότερες μάχες από εκείνες που πίστευα ότι έπρεπε να δώσω. Όσο περισσότερους έχεις απέναντί σου, τόσο περισσότερο αξίζει να προσπαθείς να αλλάξεις τα πράγματα», λέει. «Είναι πολύ δύσκολο να πιστέψεις σε κάτι. Αλλά όταν πιστέψεις, πρέπει να το υποστηρίξεις με όλη σου τη δύναμη. Και να μην σταματήσεις ποτέ να το υπερασπίζεσαι. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που δίνει νόημα στη ζωή και σου δίνει δύναμη να ξεπερνάς τα εμπόδια που θα βρεις στην πορεία σου».

Δε μιλήσαμε για πολιτική ή για θρησκεία όλο το βράδυ. Το μόνο που είπε ήταν ότι θα υπερασπίζεται σε όλη του τη ζωή τον πλουραλισμό και οι στόχοι που κατά καιρούς έθεσε -και στους οποίους επιτέθηκε- προσπαθούσαν να καταργήσουν ακριβώς αυτό το πράγμα: την ελευθερία και τη διαφορετικότητα.

Γύρισα σπίτι και δεν κοιμήθηκα καθόλου από την υπερένταση. Ούτε πρόσεχα στα μαθήματα την επόμενη μέρα. Στο μυαλό μου έπαιζε και ξαναέπαιζε η προηγούμενη βραδιά. Δεν πρόλαβα ποτέ να του στείλω την ανανεωμένη λίστα με τα αγαπημένα μου βιβλία όπως μου ζήτησε. Μόλις 2 χρόνια αργότερα πέθανε από επιπλοκές καρκίνου του οισοφάγου.

Μεγαλώνοντας διάβασα άρθρα και βιβλία του Hitchens και χάρηκα πολύ που δεν τα είχα διαβάσει όταν τον γνώρισα. Γιατί μπόρεσα να απορροφήσω όλα όσα είχε να προσφέρει αυτός ο άνθρωπος χωρίς να είμαι προκατειλημμένη για τις απόψεις και τις θέσεις του. Ανεξάρτητα από το πόσο συμφωνεί ο καθένας με τα άρθρα του, ο Hitchens ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα. Ιδεολόγος, ευφυής, χαρισματικός, τολμηρός. Ενώ σου μιλούσε μπορούσες να καταλάβεις ότι το μυαλό του έτρεχε εκατό φορές πιο γρήγορα από των υπολοίπων. Με ένα έμφυτο, πηγαίο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους και μία προσωπικότητα ικανή να εμπνεύσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους συνομιλητές του.

Συνειδητοποιώ γράφοντας ότι ποτέ δεν ευχαρίστησα αρκετά αυτόν τον φίλο μας για την πρόσκλησή του. Το κάνω τώρα, έστω και καθυστερημένα. Αν έπρεπε να περιγράψω με μια φράση του Hitchens το κλίμα εκείνης της βραδιάς θα διάλεγα αυτήν: "To the dumb question why me? the cosmos barely bothers to return the reply why not?".