Από το Κιότο στο Παρίσι: Top-down ή bottom-up;

Η προθεσμία που δόθηκε για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων ήταν δύο χρόνια, δηλαδή έως το 2009, το οποίο συνέπιπτε με τη δέκατη πέμπτη σύνοδο, που θα γινόταν στην Κοπεγχάγη. Ο οδικός χάρτης του Μπαλί θεωρήθηκε σημαντική πρόοδος στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, διότι είχε τη συγκατάθεση τόσο των ΗΠΑ όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών να διαπραγματευθούν στόχους μείωσης των εκπομπών τους. Αρκετοί πίστεψαν ότι η σύγκλιση των αντικρουόμενων συμφερόντων είναι δυνατή και ότι η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας για το κλίμα δεν θα αργούσε. Η εξέλιξη όμως ήταν απογοητευτική.

Οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή και, ειδικότερα, για την αναζήτηση μιας νέας, πιο αποτελεσματικής συμφωνίας η οποία θα αντικαθιστούσε το Πρωτόκολλο του Κιότο μετά την εκπνοή της πρώτης περιόδου εφαρμογής του, συνεχίστηκαν καθ' όλη την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας. Το πολιτικό πλαίσιο ήταν ωστόσο πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα χρόνια. Ενώ τη δεκαετία του 1990 η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή διεξαγόταν μόνο μεταξύ αναπτυγμένων χωρών, την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα εξελίχθηκε σε μία (ακόμη) υπόθεση αντιπαράθεσης ανάμεσα σε αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες ή ανάμεσα στους «έχοντες» του Βορρά και τους «μη έχοντες» του Νότου.

Πράγματι, κατά τη διαπραγμάτευση του Πρωτοκόλλου του Κιότο, η συζήτηση γύρω από τις μειώσεις των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου αφορούσε μόνο τις αναπτυγμένες χώρες που επωμίστηκαν το βάρος των μειώσεων, βάσει της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης. Τα κρίσιμα θέματα τότε ήταν ο επιμερισμός του βάρους μείωσης των εκπομπών και οι ευέλικτοι μηχανισμοί της αγοράς μέσω των οποίων θα πετύχαιναν τους προβλεπόμενους στόχους. Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν ενδιαφέρονταν καθόλου γι' αυτούς τους στόχους, εφόσον δεν είχαν αναλάβει καμία δέσμευση. Εξάλλου, θεωρούσαν ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα πρόβλημα που οφείλεται κατά κύριο λόγο στον σπάταλο τρόπο ζωής των αναπτυγμένων χωρών. Το βασικό τους μέλημα ήταν και εξακολουθεί να είναι η οικονομική τους ανάπτυξη.

Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η προώθηση των περιβαλλοντικών ανησυχιών των αναπτυγμένων χωρών δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια αναχαίτισης των αναπτυξιακών τους φιλοδοξιών. Η εξέλιξη των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου δεν εμφανιζόταν στον κατάλογο των προτεραιοτήτων τους. Ήταν δε έντονα επιφυλακτικές απέναντι στις απόψεις των επιστημόνων και τα σύνθετα μοντέλα προσομοίωσης με βάση τα οποία έκαναν τις προγνώσεις τους. Θα έπρεπε να περάσει ακόμη αρκετός χρόνος ώστε να εξοικειωθούν περισσότερο με το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.

Έντονες ανησυχίες εξέφρασαν πρώτα τα μικρά νησιωτικά κράτη της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, επειδή κινδυνεύουν να καταποντιστούν από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία είναι μία από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Τα κράτη αυτά δημιούργησαν μια δυναμική ομάδα με σαράντα τέσσερα μέλη (AOSIS), η οποία, με τη βοήθεια μη κυβερνητικών οργανώσεων, έδωσε προτεραιότητα στο ζήτημα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και όχι στη λογική μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Με άλλα λόγια, για τις χώρες αυτές το πρόβλημα δεν θα λυνόταν με τη μείωση των εκπομπών τους, οι οποίες ήταν άλλωστε αμελητέες, αλλά με τη μεταφορά χρηματοδοτικών πόρων από τις αναπτυγμένες χώρες, ώστε να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές που έχουν ήδη συμβεί ή να προετοιμαστούν για τις μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Διαφωνίες και πρόοδος

Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν είχαν πλέον την ίδια συνοχή που τις χαρακτήριζε παλαιότερα, καθώς είχαν διασπαστεί σε επιμέρους συνασπισμούς. Στα κράτη με αναδυόμενες οικονομίες, τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη και τα ελαχίστως προηγμένα κράτη, είχαν τώρα προστεθεί τα μικρά νησιωτικά κράτη και τα κράτη με τροπικά δάση. Η ενεργός συμμετοχή όλων αυτών των συνασπισμών κατέστησε λιγότερο ευδιάκριτη τη διάκριση μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών, ενώ δυσχέρανε την επίτευξη συναίνεσης ακόμα και για ζητήματα τα οποία θα διαπραγματεύονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να αναλώνεται συχνά η συζήτηση σε τεχνικά ζητήματα, όπως η νομική μορφή της μελλοντικής συμφωνίας (συζήτηση που ενδιέφερε κυρίως την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ) και όχι σε ζητήματα ουσίας, όπως η διαμόρφωση κοινής αντίληψης για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το επίπεδο φιλοδοξίας των στόχων ή την εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αντί να συζητούν για τη σημασία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως κύριου μέσου που συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, για τις επιδόσεις τους, τις δυνατότητές τους ή τις δαπάνες που προϋποθέτει η χρήση τους, διαφωνούσαν επί μακρόν για την οργάνωση διαφόρων θεσμικών οργάνων.

Ομοίως, όταν ιδρύθηκε το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην οργάνωση και γενικότερα στη διακυβέρνησή του, αντί να εστιάσει στις πηγές χρηματοδότησης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι χάθηκε κι άλλος πολύτιμος χρόνος με τα κράτη να συζητούν για την κλιματική αλλαγή χωρίς να βρίσκουν λύσεις. Ή μήπως η καθυστέρηση αυτή ήταν απλώς μια διαπραγματευτική τακτική για να αναβάλλεται συνεχώς η λήψη των κρίσιμων αποφάσεων; Πολύ εύστοχα, η ακτιβίστρια δημοσιογράφος Ναόμι Κλάιν παρομοίασε τις ετήσιες συνόδους του ΟΗΕ για το κλίμα ως «εξαιρετικά δαπανηρή και ενεργοβόρο συνεδρία ομαδικής ψυχοθεραπείας, στο πλαίσιο της οποίας οι αντιπρόσωποι των πιο ευάλωτων χωρών του κόσμου εκφράζουν τη θλίψη και την οργή τους, ενώ χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι των χωρών που έχουν την κύρια ευθύνη για τις τραγωδίες κοιτάζουν αμήχανα τα παπούτσια τους».

Στο μεταξύ, οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου αυξάνονταν και μάλιστα ραγδαία. Η κατακόρυφη αύξηση των εκπομπών κατέδειξε ότι η στρατηγική την οποία είχε επιλέξει η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είχε αποτύχει. Η μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου μόνο από τις αναπτυγμένες χώρες όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλά συνέβαλε στην επιδείνωση του προβλήματος της υπερθέρμανσης, εφόσον η ρύπανση μεταφέρθηκε σε άλλες περιοχές του πλανήτη.

Η δέκατη τρίτη σύνοδος των συμβαλλόμενων μερών στη σύμβαση για την κλιματική αλλαγή του 1992 (COP 13), η οποία συνήλθε τον Δεκέμβριο του 2007 στο Μπαλί της Ινδονησίας, προσδιόρισε, εν είδει «οδικού χάρτη», τα ζητήματα που θα ετίθεντο σε διαπραγμάτευση και όρισε ένα χρονοδιάγραμμα για τη σύναψη μιας συμφωνίας για την κλιματική αλλαγή για την περίοδο μετά το 2012. Τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα αφορούσαν τις δράσεις για τις μειώσεις των εκπομπών, την προσαρμογή στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, τη μεταφορά τεχνολογίας και τους μηχανισμούς χρηματοδότησης. Η προθεσμία που δόθηκε για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων ήταν δύο χρόνια, δηλαδή έως το 2009, το οποίο συνέπιπτε με τη δέκατη πέμπτη σύνοδο, που θα γινόταν στην Κοπεγχάγη. Ο οδικός χάρτης του Μπαλί θεωρήθηκε σημαντική πρόοδος στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, διότι είχε τη συγκατάθεση τόσο των ΗΠΑ όσο και των αναπτυσσόμενων χωρών να διαπραγματευθούν στόχους μείωσης των εκπομπών τους. Αρκετοί πίστεψαν ότι η σύγκλιση των αντικρουόμενων συμφερόντων είναι δυνατή και ότι η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας για το κλίμα δεν θα αργούσε. Η εξέλιξη όμως ήταν απογοητευτική.

Η σύνοδος της Κοπεγχάγης δεν κατέληξε στη σύναψη μιας φιλόδοξης, αποτελεσματικής και νομικά δεσμευτικής συμφωνίας, με στόχους μείωσης των εκπομπών για τις αναπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως πολλοί προσδοκούσαν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα λιτό, τρισέλιδο, πολιτικό κείμενο. Παρακάμπτοντας τη συνήθη διαδικασία διαπραγμάτευσης του ΟΗΕ, η επεξεργασία του κειμένου έγινε από ορισμένες χώρες με αναδυόμενες οικονομίες (ομάδα BASIC: Βραζιλία, Νότια Αφρική, Ινδία, Κίνα) και τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία συνυπέγραψαν το κείμενο παρ' ότι δεν έλαβαν μέρος στη σύνταξή του. Το ίδιο έπραξαν και ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες προσδοκούσαν χρηματοδοτική βοήθεια. Έτσι, τριάντα περίπου κράτη, τα οποία αντιπροσώπευαν το 80% των παγκόσμιων εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, αναγνώρισαν ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας και ότι όλες οι χώρες θα πρέπει να περιορίσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ώστε να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης στους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050, όριο που, όπως τονίστηκε ήδη, αποτελεί το όριο ασφαλείας της κλιματικής αλλαγής.

Η αναφορά στο όριο των 2 βαθμών Κελσίου αποτελεί αναμφίβολα ένα θετικό σημείο του κειμένου, καθώς θέτει, για πρώτη φορά, έναν μακροπρόθεσμο στόχο. Ένα ακόμη θετικό σημείο της συμφωνίας είναι ότι καταγράφει σε ένα επίσημο κείμενο τη συγκατάθεση των ΗΠΑ και των αναπτυσσόμενων χωρών να μειώσουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Βεβαίως, για τις ΗΠΑ αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Το είχαν ξανακάνει με το Πρωτόκολλο του Κιότο, απέσυραν όμως τη συγκατάθεσή τους πολύ γρήγορα. Εντούτοις, για τις χώρες με αναδυόμενες οικονομίες, η καταγραφή της συγκατάθεσης να μειώσουν τις εκπομπές τους συνιστά πραγματική πρόοδο και μια μικρή αλλά αισθητή ρήξη με την ερμηνεία της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης. Παρ' όλα αυτά, το κείμενο δεν έθεσε συγκεκριμένους στόχους μείωσης των εκπομπών, ούτε δημιούργησε ένα διεθνή μηχανισμό επιτήρησης των συμφωνηθέντων. Επιπλέον, η σύνοδος του 2009 απλώς «έλαβε υπόψη» το κείμενο, πράγμα το οποίο στη γλώσσα της διπλωματίας σημαίνει ότι δεν το υιοθέτησε, εξαιτίας της έλλειψης συναίνεσης.

*Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο της Εμμανουέλας Δούση «Κλιματική Αλλαγή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και είναι μέρος της σειράς «Μικρές Εισαγωγές» που προσκαλεί Έλληνες (αλλά και ξένους συγγραφείς) από όλους τους τομείς των επιστημών, των γνώσεων και της επικαιρότητας, να καταγράψουν σύντομα και περιεκτικά όσα χρειάζεται να γνωρίζει κανείς για θέματα που έρχονται στις καθημερινές συζητήσεις μας.

Δημοφιλή