Χωρίς υποσχέσεις

Χωρίς υποσχέσεις
1001Love via Getty Images

Αρχή της χρονιάς και, όσο κι αν έχω αποφασίσει πως φέτος θα απέχω από τις υποσχέσεις και τις εξαγγελίες, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν αφήνει περιθώρια πλήρους απεξάρτησης. Ερωτήσεις όπως «τι περιμένεις για τη νέα χρονιά», δεσμεύσεις για αυτά που θα αρχίσουν και τα άλλα, τα χειρότερα, που με λίγη καλή θέληση θα καταργηθούν, γενναίες δόσεις αυτοκριτικής -από εκείνην που βρίσκει τη χαρά της στο τέλος του χρόνου- συνθέτουν ένα περιβάλλον που και να θέλεις δεν σε αφήνει να «αγιάσεις», να ησυχάσεις δηλαδή.

Για πολλά χρόνια, στην αρχή της χρονιάς κατέστρωνα ένα λεπτομερές και στρατηγικό σχέδιο με όλα όσα ήθελα να αλλάξουν, να ξεκινήσουν ή να τελειώσουν, συνοδευόμενα από ένα «επιτέλους» ή ένα «όχι άλλο πια», αναλόγως. Έτσι έκλεινα τον Δεκέμβριο στριμώχνοντας στις τελευταίες δουλειές του αυτή τη δύσκολη αυτοκριτική –κάποτε αυτομαστίγωση- που περνούσε μέσα από συμπληγάδες εσωτερικής αναζήτησης για να καταλήξει σε ένα δύσκολο «δια ταύτα».

Κάποτε τα κατάφερνα, κάποτε όχι. Υπήρξαν πρωτοχρονιάτικες αποφάσεις καθοριστικές γι΄αυτό που έγινα στα χρόνια κι άλλες που σύντομα ξεφούσκωσαν, στερημένες από ουσιαστικό υπόβαθρο. Όπως σπανίζει στη ζωή το άσπρο-μαύρο, έτσι και η επιτυχία ήταν συνήθως μερική, με δεσμεύσεις που κρατούσαν ως τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες κι έπειτα ξεθώριαζαν για να αναδυθούν ξανά στο «ταμείο» του Αυγούστου, πριν την άλλη μεγάλη επιστροφή στην κανονικότητα. Όποια κι αν ήταν η κατάληξη, πάντα σημαντικότερη ικανοποίηση ήταν εκείνη που ερχόταν από την ενδοσκόπηση, τη ματιά εντός. Από την ευκαιρία να σκεφτώ, να θυμηθώ ή να ξεχάσω.

Φέτος δεν ήθελα να κάνω λίστες. Δεν έβγαινε. Ίσως επειδή τις είχα κάνει από καιρό, στις καλοκαιρινές διακοπές, και επιτέλους τις εφάρμοζα, αντί απλώς να τις ονειρεύομαι. Ήμουν ήδη σε φάση αλλαγής στη δουλειά, συνειδητοποίησης στις σχέσεις, αναθεωρημένης αντίδρασης στα καθημερινά. Σε εξελικτική διαδρομή, αντί για αφετηρία. Ιn medias res. Κι αυτή η κάποια απόσταση από την υποχρέωση να αλλάξω Πρωτοχρονιάτικα με έκανε να καταλάβω τα δύο μόνο πράγματα που ουσιαστικά μου χρειάζονταν.

Το πρώτο ήταν το τεχνητό της διαίρεσης. Η ζωή δεν διαιρείται σε «πριν» και «μετά» την Πρωτοχρονιά, δεν τελειώνει ούτε αρχίζει με ορόσημο μια μέρα. Κυλάει και συνεχίζεται, όπως ο χρόνος, κάποτε με επίγνωση όσων συμβαίνουν κι άλλοτε δίχως ίχνος της, αδιάφορα, μηχανικά. Ό,τι και να αλλάξει την πρώτη μέρα του χρόνου, με αφετηρία τη λαχτάρα για το καινούργιο ή την απέχθεια για το παλιό, δεν μηδενίζει τα γενόμενα. Στην καλύτερη τα τροποποιεί, τα βελτιώνει. Αυτονόητη η συνειδητοποίηση, μα αν εστιάσουμε σ’ αυτήν αφαιρεί λυτρωτικά το βάρος πεπραγμένων, αποτυχιών και αναβεβλημένων στόχων. Ελαφραίνει το μέσα μας, δίνοντας χρόνο να συνεχίσουμε ως το επιθυμητό.

Το δεύτερο είναι η κατανόηση πως ό,τι κάνουμε υπαγορεύεται από δύο, μόνον, αντίρροπες δυνάμεις: τον παντοδύναμο φόβο που συχνά μας κρατά δέσμιους και την ανάγκη για αλλαγή και ανάπτυξη. Όλες μας οι αποφάσεις, όλες οι επιλογές μας, έχουν στη ρίζα τους είτε τον φόβο που καθηλώνει στο status quo – «μη φύγω», «μη χάσω», «μη ρισκάρω»- είτε την επιθυμία για να προχωρήσουμε σε κάτι επόμενο, στη δική μας «ατζέντα» ανάπτυξης. Αυτή είναι πολύ απλουστευτικά η διαχωριστική γραμμή.

Φέτος, αντί για λίστες με τα συνηθισμένα, «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω», «πόσα κιλά να χάσω», «πόσα χιλιόμετρα να τρέξω», «πώς θα βελτιώσω τα οικονομικά μου», λέω να δεσμευτώ για μία μόνον απόφαση. Να κάνω περισσότερες επιλογές με την καρδιά, με κέντρο αληθινές επιθυμίες, χαρά, ταλέντα και ελευθερία, και λιγότερες με φόβο. Να πορεύομαι με δείκτη θετικό αντί αρνητικό, στο εμπρός αντί στο ίδιο σημείο ή, χειρότερα, στο πίσω. Χωρίς υποσχέσεις, χωρίς φασαρίες, με μόνη δέσμευση να σκέφτομαι περισσότερο πού με οδηγεί το κάθε τι.