Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων

Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων

Για λόγους αδιευκρίνιστους οι Έλληνες μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι τώρα διδάσκονται και μαθαίνουν ελάχιστα πράγματα για την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Και όμως, η δεκαετία αυτή ήταν καθοριστική τόσο για τη μεταπολεμική εικόνα της Ελλάδας από πλευράς δημογραφίας, όσο και για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις μετά τον πόλεμο και την εμφύλια σύρραξη. Ένα από τα πιο οδυνηρά επεισόδια της Κατοχής είναι και η καταστροφή των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων από το γερμανικό κράτος και τη ναζιστική του διοίκηση. Πάνω από 60.000 Εβραίοι συμπολίτες μας μεταφέρθηκαν ανάμεσα στον Μάρτιο του 1943 και τον Ιούλιο του 1944 βίαια από τους τόπους διαμονής των στην Πολωνία και τη Γερμανία στα πλαίσια της «τελικής λύσης», όπως είχε ονομάσει το καθεστώς την επιχείρηση εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Από αυτούς μόνο ένα μικρό μέρος επέζησαν για να επιστρέψουν μετά τον πόλεμο στην Ελλάδα, το Ισραήλ ή σε άλλη χώρα.

“Από όλες τις περιπτώσεις καταστροφής των εβραϊκών κοινοτήτων η πιο ξεκάθαρη από πλευράς φωτογραφικού υλικού που την τεκμηριώνει είναι η περίπτωση των Ιωαννίνων”

Γενικές πληροφορίες για την επιχείρηση εξόντωσης των Εβραίων της Ελλάδας υπάρχουν ήδη, όμως οι λεπτομέρειες των δεκάδων μεμονωμένων επιχειρήσεων για τις συλλήψεις και τη μεταφορά των άτυχων συμπολιτών μας στα στρατόπεδα εξόντωσης παραμένουν ακόμη άγνωστες.

Άγνωστη παραμένει επίσης εν πολλοίς η τύχη των δραστών μετά τον πόλεμο, αν δηλαδή κάποιοι λογοδότησαν είτε στην ελληνική είτε στη γερμανική δικαιοσύνη για τη συμμετοχή τους στο πρωτοφανές αυτό έγκλημα. Από όλες τις περιπτώσεις καταστροφής των εβραϊκών κοινοτήτων η πιο ξεκάθαρη από πλευράς φωτογραφικού υλικού που την τεκμηριώνει είναι η περίπτωση των Ιωαννίνων. Οι φωτογραφίες από τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία αποτυπώνουν συγκλονιστικές στιγμές της επιχείρησης αυτής με σκηνές από συγκεντρωμένους Εβραίους των Ιωαννίνων δίπλα στη λίμνη, λίγο πριν και κατά τη διαδικασία της επιβίβασής τους στα στρατιωτικά καμιόνια με τα οποία θα οδηγηθούν το πρωινό της 25.3.1944 από την πόλη των Ιωαννίνων προς τα Τρίκαλα μέσω Κατάρας. Παρόμοια στιγμιότυπα από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις σύλληψης και μεταφοράς των Εβραίων άλλων ελληνικών πόλεων δεν υπάρχουν ή δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη.

Παρότι όμως η περίπτωση των Ιωαννίνων είναι πολύ καθαρή σε ό,τι αφορά τη φωτογραφική αποτύπωση του συμβάντος, υπάρχουν ακόμη πολλά κενά αναφορικά με το γραφειοκρατικό και διοικητικό της σκέλος. Πότε ακριβώς αποφασίστηκε η επιχείρηση αυτή από την Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας (RSHA) στο Βερολίνο; Πότε γνωστοποιήθηκε η απόφαση στις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας στην Αθήνα και ταυτόχρονα δόθηκε η εντολή για την πραγματοποίησή της; Ποιος από τους αρμόδιους των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας στην Αθήνα – Walter Schimana, Walter Blume, Hermann Franz – πότε και με ποιον τρόπο έδωσε στις εξακτινωμένες τους υπηρεσίες στα Ιωάννινα την εντολή για την υλοποίηση της “δράσης”; Ποιοι άλλοι, εκτός από τους παραπάνω αρμόδιους επικεφαλής των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας, αλλά και τον υπεύθυνο της επιμελητείας του 22ου σώματος ορεινών καταδρομών ταγματάρχη Walter Klingsporn γνώριζαν - από ενδεχόμενες διαρροές - για την επιχείρηση πριν από την υλοποίησή της; Υπήρχαν κυβερνητικοί και άλλοι παράγοντες στην Αθήνα ή τα Ιωάννινα που γνώριζαν – όχι αόριστα, ότι κάποτε ίσως γίνει κάτι, αλλά συγκεκριμένα - ότι επίκειται η επιχείρηση;

Στα ερωτήματα αυτά υπάρχουν μέχρι σήμερα μόνο αποσπασματικές απαντήσεις. Το γερμανικό αρχειακό υλικό που θα μπορούσε να φωτίσει την υπόθεση είναι περιορισμένο και επαρκεί μόνο για μια αδρή περιγραφή της επιχείρησης από διοικητικής πλευράς. Η δίκη του Maximilian Merten στην Αθήνα το 1959 και οι ανακρίσεις που ακολούθησαν για το ίδιο θέμα μετά την έκδοσή του στη Δυτική Γερμανία (Δυτικό Βερολίνο) τον Νοέμβριο του 1959, καθώς επίσης το ανακριτικό υλικό από την υπόθεση Burger και Linnemann μέσα στη δεκαετία του ’60 – υπόθεση που έληξε με την απαλλαγή τους από κάθε κατηγορία με βούλευμα δικαστηρίου της Βρέμης στις 29.1.1971 – επιτρέπουν μια στοιχειώδη ανασύνθεση των γεγονότων έτσι όπως αυτά έλαβαν χώρα από τη στιγμή της απόφασης των υπηρεσιών ασφαλείας στην Αθήνα για τη σύλληψη, μέχρι την πραγματική σύλληψη των Εβραίων των Ιωαννίνων στις 25.3.1944.

“Oι συνοικίες των Εβραίων της πόλης αποκλείστηκαν γύρω στις τρεις τα ξημερώματα της 25.3.1944”

Στις πέντε το πρωί ανακοινώθηκε στον εκπρόσωπο της εβραϊκής κοινότητας ότι εντός δύο ωρών όλοι οι Εβραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έπρεπε να βρίσκονται σε δύο συγκεκριμένα σημεία δίπλα στη λίμνη της πόλης

Πολλοί φαντάζονται τις επιχειρήσεις εναντίον των Εβραίων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντελώς διαφορετικά από ό,τι στην πραγματικότητα αυτές εξελίχθηκαν. Ο μέσος Έλληνας γνωρίζει ότι «οι Γερμανοί έπιασαν τους Εβραίους», αλλά δεν γνωρίζει ποιοι «Γερμανοί» ήταν αυτοί και πώς ακριβώς «έπιασαν» τους Εβραίους. Έχει όμως σημασία να γνωρίζουμε ότι οι αποφάσεις για τη σύλληψη των Εβραίων των Ιωαννίνων στις 25.3.1944 δεν ήταν αποφάσεις των «Γερμανών» εν γένει και ότι οι γερμανικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί που έδρευαν εκείνη τη εποχή στα Ιωάννινα δεν είχαν την πρωτοβουλία ούτε για τη λήψη, ούτε και για την εκτέλεση της απόφασης της μεταφοράς των Εβραίων της πόλης στο Auschwitz-Birkenau, αλλά έπαιξαν βοηθητικό ρόλο. Δεν προκύπτει, επίσης, από τα μέχρι τώρα στοιχεία αν, πότε και με ποιον τρόπο ο επικεφαλής των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στα Ιωάννινα, ο στρατηγός Hubert Lanz, είχε ενημερωθεί από τις υπηρεσίες ασφαλείας των Αθηνών ή από τα παρακλάδια τους στα Ιωάννινα ότι επίκειται στην πόλη επιχείρηση για τη σύλληψη και τη μεταφορά των Εβραίων στην Πολωνία. Ο ίδιος ο Lanz από τις 7.3.44 μέχρι τις 4.5.44 απουσίαζε για επιχειρησιακούς λόγους στην Κεντρική Ευρώπη (επιχείρηση «Margarete») ενώ από το στρατιωτικό ημερολόγιο της συγκεκριμένης μονάδας της Βέρμαχτ για την περίοδο αυτή δεν υπάρχει κάποια σχετική εγγραφή είτε για επικείμενη, είτε για συντελεσθείσα επιχείρηση. Πέραν τούτου, ακόμη και στην περίπτωση που τα στελέχη του γερμανικού στρατού είχαν ειδοποιηθεί από τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας των Αθηνών ότι έχει αποφασιστεί κεντρικά (από το Βερολίνο) η επιχείρηση σύλληψης και ότι για την πραγματοποίησή της ήταν απαραίτητη η συνδρομή τους, τα περιθώρια να διαφωνήσουν και να ματαιώσουν την επιχείρηση ήταν μηδενικά.

Αυτό το δείχνει ξεκάθαρα η περίπτωση της Κέρκυρας, όπου οι αντιρρήσεις τόσο του διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στο νησί, συνταγματάρχη Emil Jäger, όσο και του διοικητή του γερμανικού στόλου δυτικής Ελλάδας πλοίαρχου Alexander Magnus, εκάμφθησαν μετά από παρέμβαση των προϊσταμένων τους με αποτέλεσμα την – καθυστερημένη μεν, αλλά τελικά πραγματοποιηθείσα – σύλληψη και μεταφορά των Εβραίων της Κέρκυρας στις 20.6.1944 στο Χαϊδάρι και από εκεί στο Auschwitz-Birkenau. Ο μόνος γερμανός στρατιωτικός διοικητής που επικαλούμενος τις τεχνικές δυσχέρειες της επιχείρησης – ενδεχόμενο συμμαχικών βομβαρδισμών και άλλα προσχήματα - καθώς και το επιχείρημα ότι οι Εβραίοι του νησιού είχαν πολύ στενές συγγενικές σχέσεις με τους χριστιανούς κατοίκους μπόρεσε να καθυστερήσει τόσο πολύ την επιχείρηση, που τελικά η πραγμάτωσή της ήταν ανέφικτη, ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της φρουράς της Ζακύνθου λοχαγός Alfred Lüth. Η περίπτωση όμως της Ζακύνθου (όπως και αντίστοιχη του Βόλου) είναι ξεχωριστή και αφορά όχι μόνο τη στάση του διοικητή του Τάγματος “τιμωρημένων” που έδρευε στο νησί, αλλά και τις σχέσεις του με την τοπική κοινωνία και την ηγεσία της Ζακύνθου επί Κατοχής και ίσως και άλλες παραμέτρους που χρειάζονται διερεύνηση.

Ένα χρόνο περίπου πριν από την επιχείρηση των Ιωαννίνων είχαν προηγηθεί στις αρχές Μαρτίου του 1943 ανάλογες επιχειρήσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, με βουλγαρική καθοδήγηση, καθώς και λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Ήδη μέχρι το καλοκαίρι του 1943 περίπου 50.000 Εβραίοι των περιοχών αυτών είχαν μεταφερθεί – στο ιδίωμα της ναζιστικής πολιτικής ορθότητας, «μετεγκατασταθεί» – στην Πολωνία.

Ο κεντρικός γραφειοκράτης για την εκπόνηση της «τελικής λύσης» στις υπηρεσίες ασφαλείας υπό τον Heinrich Himmler, ο Adolf Eichmann, είχε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα και την καταστροφή των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων που μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 και τον αφοπλισμό των ιταλικών μονάδων από την Βέρμαχτ ήταν στην ιταλική ζώνη κατοχής και είχε ήδη αναθέσει την προετοιμασία της επιχείρησης σε ειδικά κλιμάκια της υπηρεσίας του στην Αθήνα. Από το επίπεδο όμως του σχεδιασμού, ο μηχανισμός του Eichmann πέρασε σε εκείνο της συγκεκριμένης δράσης με την άφιξη του Walter Blume ως αρχηγού των υπηρεσιών ασφαλείας στην Αθήνα και με τη στελέχωση της αντίστοιχης μονάδας στην οδό Μέρλιν.

“Στις πέντε το πρωί ανακοινώθηκε στον εκπρόσωπο της εβραϊκής κοινότητας ότι εντός δύο ωρών όλοι οι Εβραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έπρεπε να βρίσκονται σε δύο συγκεκριμένα σημεία δίπλα στη λίμνη της πόλης”

Από τις αρχές του 1944 κυρίως τέσσερα πρόσωπα αυτής της υπηρεσίας εμπλέκονται ενεργά στην οργάνωση και τη διεκπεραίωση των συλλήψεων των Εβραίων στην Αθήνα, τα Ιωάννινα, την Πρέβεζα, την Άρτα, την Καστοριά, τα Χανιά, την Κέρκυρα τη Ρόδο και την Κω. Ο δόκτωρ Walter Blume, ο Anton Burger, ο Friedrich Linnemann και ο Κωνσταντίνος Ρεκανάτης-Νατάλ. Οι τρεις τελευταίοι δεν οργανώνουν απλώς εκ του μακρόθεν τις επιχειρήσεις, αλλά συμμετέχουν οι ίδιοι με φυσική παρουσία σε αρκετές από αυτές (Αθήνα, Κέρκυρα, Ρόδος). Εννοείται ότι ο προϊστάμενος του υποστράτηγου των SS Walter Blume στην Ελλάδα, ο Ανώτερος Διοικητής των SS και της Αστυνομίας, αντιστράτηγος των SS Walter Schimana, είχε γνώση αυτών των ενεργειών τις οποίες ενέκρινε και υποστήριξε τεχνικά, όπως λ.χ. στην περίπτωση των Ιωαννίνων, με την αποστολή στρατιωτικών οχημάτων της 4ης SS μεραρχίας τεθωρακισμένων της αστυνομίας, τμήμα της οποίας στάθμευε στα Τρίκαλα. Η μονάδα αυτή, ήδη στις 15.3.1944, διατάχθηκε από τον υφιστάμενο του Schimana, τον Walter Blume, να διαθέσει στρατιωτικά οχήματα και προσωπικό συνοδείας για τη μεταφορά των Εβραίων των Ιωαννίνων, όπως και έγινε τελικά, και μάλιστα κάτω από πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες κατά τη διαδρομή των οχημάτων από τα Τρίκαλα προς τα Ιωάννινα μέσω Κατάρας.

Σε τοπικό επίπεδο (Ιωάννινα) αυτοί που είναι βέβαιο ότι γνώριζαν για την επικείμενη επιχείρηση ήταν ο γερμανός διοικητής αστυνομίας τάξεως Willy Hawraneck, οι υπαξιωματικοί της μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας Zein – η υπογραφή του οποίου κοσμεί μια σειρά εγγράφων προς την προϊσταμένη του αρχή με προτάσεις για εκτελέσεις Ελλήνων υπόπτων για αντιγερμανική δράση στην περιοχή της Ηπείρου - και Grebmayer. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν το πρόσωπο που στις 27.3.1944 συνέταξε αναφορά προς τον προϊστάμενό του, την οποία προσυπογράφει και ο Zein, για το αίσιο τέλος της επιχείρησης. Υπογράφει όμως την αναφορά ψευδώς ως Bergmayer - ενώ το πραγματικό του όνομα είναι Grebmayer - και έχει πιθανώς τους λόγους του γι αυτό. Όλοι γνώριζαν ότι αυτό που συνέβαινε δεν καλυπτόταν σε καμία περίπτωση από το τότε ισχύον δίκαιο του πολέμου και ότι αν χάσει η Γερμανία τον πόλεμο, κάποιοι που είχαν «εκτεθεί» στις συλλήψεις αυτές ενδέχεται να την πληρώσουν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι συντάκτες της αναφοράς, συντονισμένοι απολύτως με τη γλώσσα της ναζιστικής πολιτικής ορθότητας, γράφουν ότι παρατήρησαν στα πρόσωπα των κατοίκων της πόλης που παρακολουθούσαν την επιχείρηση μια έκφραση χαράς και ανακούφισης για την φυγή των Εβραίων.

Σύμφωνα με το ανακριτικό υλικό που προέκυψε από τη δίωξη των δύο στελεχών της Γκεστάπο Αθηνών με κεντρικό ρόλο στις συλλήψεις των Εβραίων μετά την άνοιξη του 1944, του Walter Blume και του Friedrich Linnemann, οι συνοικίες των Εβραίων της πόλης αποκλείστηκαν γύρω στις τρεις τα ξημερώματα της 25.3.1944 από άνδρες της 4ης SS μεραρχίας τεθωρακισμένων της αστυνομίας, άνδρες του κλιμακίου μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας των Ιωαννίνων, αλλά και από άνδρες των μονάδων του 22ου σώματος ορεινών καταδρομών που έδρευε στα Ιωάννινα. Ο διοικητής του Σώματος, ο στρατηγός Lanz, όπως είπαμε, έλειπε εκείνη την περίοδο, αλλά ο αναπληρωτής του, αντιστράτηγος Hartwig von Ludwiger, είναι βέβαιο ότι είχε ενημερωθεί προηγουμένως από τις υπηρεσίες ασφαλείας για την επιχείρηση, πιθανώς από τον ίδιο τον ταγματάρχη Hawraneck.

Παρότι ο Grebmayer στην αναφορά του γράφει ότι συμμετείχαν και άνδρες της ελληνικής αστυνομίας στην επιχείρηση και ότι η συνεργασία της ελληνικής αστυνομίας με τη γερμανική υπήρξε υποδειγματική, είναι αμφίβολο αν η διοίκηση της ελληνικής αστυνομίας της πόλης είχε ενημερωθεί γύρω από την επικείμενη ενέργεια πριν αυτή εκδηλωθεί. Οι γερμανικές αρχές ασφαλείας κατά κανόνα τηρούσαν απόλυτη μυστικότητα σε παρόμοιες επιχειρήσεις και απέφευγαν να τις γνωστοποιούν στις ελληνικές αστυνομικές αρχές, τις οποίες στα υπηρεσιακά τους έγγραφα τις περιγράφουν ως άκρως αναποτελεσματικές και αφερέγγυες. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπονομεύσουν οι ίδιες οι γερμανικές αρχές ασφαλείας την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης ανακοινώνοντας στην ελληνική αστυνομία την απόφασή τους να προχωρήσουν στη σύλληψη των Εβραίων.

Στις πέντε το πρωί ανακοινώθηκε στον εκπρόσωπο της εβραϊκής κοινότητας ότι εντός δύο ωρών όλοι οι Εβραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έπρεπε να βρίσκονται σε δύο συγκεκριμένα σημεία δίπλα στη λίμνη της πόλης. Επίσης ότι επιτρεπόταν να έχουν μαζί τους ανά οικογένεια το πολύ μέχρι 50 κιλά σε ατομικά είδη και ότι άτομα που θα προσπαθούσαν να κρυφτούν ή να διαφύγουν θα εκτελούνταν πάραυτα. Λίγο πριν τις 8 το πρωί όλοι σχεδόν οι Εβραίοι της πόλης βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στα επίμαχα σημεία, με τις αποσκευές τους όπως φαίνεται καθαρά από τις φωτογραφίες που τράβηξε ο φωτογράφος του λόχου διαφώτισης 690, Wetzel, για προπαγανδιστικούς λόγους. Μέχρι τις 10 το πρωί 1725 (με βάση την αναφορά Zein/Grebmayer) Εβραίοι των Ιωαννίνων, μιας από τις αρχαιότερες και πλήρως ενταγμένες από γλωσσικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και οικονομικής πλευράς εβραϊκές κοινότητες της χώρας, είχαν ήδη επιβιβαστεί στα στρατιωτικά αυτοκίνητα και ξεκινούσαν το μακάβριο ταξίδι προς το Auschwitz-Birkenau. Ενδιάμεσος σταθμός ήταν η Λάρισα, όπου μετά από ολιγοήμερη παραμονή θα ενωθούν στο ίδιο τρένο με τους Εβραίους που είχαν συλληφθεί στην Αθήνα και αλλού την ίδια περίοδο και στις 2.4.1944 θα συνεχίσουν το ταξίδι για τη μηχανή του θανάτου όπου θα φτάσουν στις 11.4.1944 για να οδηγηθούν μετά την αποβίβαση οι περισσότεροι στους θαλάμους αερίων. Ένα πολύ μικρό ποσοστό μόνο (5%) μπόρεσε να επιβιώσει.

Τι δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για την επιχείρηση αυτή;

Δεν γνωρίζουμε πότε, από ποιον και πώς ειδοποιήθηκε ο ταγματάρχης Hawraneck ότι στις 25.3.1944 οφείλει να ηγηθεί της επιχείρησης για τη σύλληψη και την απομάκρυνση των Εβραίων των Ιωαννίνων. Υπήρξε γραπτή διαταγή, τηλεφώνημα, σήμα; Υπήρχαν άνθρωποι από το στενό περιβάλλον του Blume εκείνη την ημέρα στα Ιωάννινα; Ποιος διέταξε τη μυστική στρατιωτική αστυνομία να συμμετάσχει στην επιχείρηση και πότε; Τι γνώριζε για την υπόθεση ο προϊστάμενος του Zein, ο διαβόητος επιθεωρητής της αστυνομίας Paul Härtel; Τι γνώριζε για την ίδια υπόθεση ο τακτικός συνομιλητής του Härtel και επικεφαλής του γραφείου πληροφοριών της μεραρχίας Edelweiß υπολοχαγός δρ. Rothfuchs που είχε δώσει το λόγο του στην ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας ότι δεν πρόκειται να τους πειράξει κανείς, αρκεί να μην ανακατευτούν στις «συμμορίες» (αντίσταση); Πότε, από ποιον και πώς ειδοποιήθηκε ο αναπληρωτής διοικητής του 22ου σώματος ορεινών καταδρομών για τις συλλήψεις και για το ότι πρέπει να διαθέσει άνδρες της μονάδας του για την υλοποίηση της επιχείρησης; Δεδομένου ότι κατά τον ίδιο χρόνο – 24. προς 25.3.1944 – έγιναν επίσης οι συλλήψεις των Εβραίων της Πρέβεζας και της Άρτας και η μεταφορά τους μέσω Αγρινίου στο Χαϊδάρι, ποια ήταν το τοπικά «συνεργεία» αυτών των δύο επιχειρήσεων και από ποιους συντονίζονταν;

Τέλος δεν γνωρίζουμε αν οι ελληνικές αρχές της πόλης των Ιωαννίνων – αστυνομία, δήμαρχος, μητρόπολη, αντιστασιακές οργανώσεις και άλλοι παράγοντες της πόλης – είχαν πληροφόρηση για την επικείμενη επιχείρηση και αν η πληροφόρηση αυτή ήταν συγκεκριμένη και όχι απλός φόβος ή εικασία, που είναι και το πιο πιθανό. Τέτοιος φόβος υπήρχε, εφόσον τα νέα για τις συλλήψεις και τις εκτοπίσεις των Εβραίων της Θράκης και της Θεσσαλονίκης είχαν ήδη κυκλοφορήσει και στα Γιάννενα. Ήταν, άλλωστε, αυτοί οι φόβοι που οδήγησαν τμήμα της ηγεσίας της εβραϊκής κοινότητας να επιδιώξει ένα είδος «ειρήνης» και συνεργασίας με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην πόλη με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την προστασία. Φαίνεται, μάλιστα, πως στον φυλακισμένο ήδη από τις 24.2.1944, στα πλαίσια μιας «εκκαθαριστικής εφόδου» στην πόλη των Ιωαννίνων, πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας Μωυσή Κοφινά είχαν φτάσει – άγνωστο από ποιο κανάλι - πληροφορίες ότι σχεδιάζεται επιχείρηση εναντίον των Εβραίων της πόλης. Δυο εβδομάδες πριν από την επιχείρηση ο Κοφινάς κατάφερε από τη φυλακή να μεταφέρει τις πληροφορίες αυτές στον αντιπρόεδρο της κοινότητας, τον Σαμπεθάϊ Καμπυλή, αλλά ο τελευταίος δεν τις αξιολόγησε ορθά και τις αγνόησε.

Καθώς η εβραϊκή ηγεσία της πόλης των Ιωαννίνων – και όχι μόνον αυτής της πόλης – δεν μπορούσε να γνωρίζει ακριβώς από πού προέρχεται η πραγματική απειλή, δηλαδή από το κανάλι του Himmler ή από εκείνο της Βέρμαχτ, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει την αξία των διαβεβαιώσεων που κατάφερε να αποσπάσει από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις που έδρευαν στα Ιωάννινα. Οι διαβεβαιώσεις αυτές είχαν όντως δοθεί από τους επιτελείς της μονάδας, αλλά δεν είχαν καμία αξία, διότι με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό του καθεστώτος για την «τελική λύση» αρμόδιοι για την τύχη τους δεν ήταν οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ στα Ιωάννινα, αλλά ο Eichmann και οι άνθρωποί του στην Αθήνα και τα Ιωάννινα. Όλοι οι υπόλοιποι «Γερμανοί» όφειλαν να συνεργήσουν στην υλοποίηση της επιχείρησης, αλλά η πρωτοβουλία και ο έλεγχος ανήκαν πάντοτε στις υπηρεσίες ασφαλείας.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι από ολόκληρη τη διοικητική αλυσίδα που ξεκινά από τον Himmler και καταλήγει στους στρατιώτες της 4ης SS μεραρχίας τεθωρακισμένων της αστυνομίας και στους άνδρες της μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας των Ιωαννίνων, η μεταπολεμική γερμανική δικαιοσύνη που ήδη από τη δεκαετία του ’60 άρχισε να ασχολείται με το θέμα αυτό, κατάφερε να εντοπίσει σε επίπεδο μεσαίων και κατώτερων στελεχών μόνο τέσσερα πρόσωπα: τον Blume, τον Linnemann, τον Franz και τον Härtel. Για κανέναν από τους τέσσερις δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει επιβαρυντικά στοιχεία και τεκμήρια τα οποία θα βεβαίωναν πέρα από κάθε αμφιβολία την ανάμιξή τους στο έγκλημα. Ο Blume και ο Linnemann δεν βρίσκονταν στα Ιωάννινα στις 24. και τις 25. 3. 1944, επειδή τον ίδιο χρόνο ελάμβανε χώρα μια αντίστοιχη επιχείρηση για τη σύλληψη των Εβραίων των Αθηνών, στην οποία τα δύο αυτά στελέχη της Γκεστάπο, υποβοηθούμενα και από τον αρχιδιερμηνέα της ίδιας υπηρεσίας Κωνσταντίνο Ρεκανάτη, πρωτοστατούσαν. Ο υπολοχαγός των SS Anton Burger, τμηματάρχης του ειδικού γραφείου της Γκεστάπο για τις εβραϊκές υποθέσεις (IV B 4) στην Αθήνα, δεν ανακρίθηκε ποτέ για την υπόθεση, διότι κατόρθωσε και τις δύο φορές που συνελήφθη μετά τον πόλεμο να αποδράσει, να αλλάξει ταυτότητα και να ζήσει ως Wilhelm Bauer στη Δυτική Γερμανία μέχρι το θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1991, χωρίς ποτέ να αποκαλυφθεί. Η τύχη του Himmler, του Müller, του Kaltenbrunner και του Eichmann, από τα κεντρικά των υπηρεσιών ασφαλείας του τρίτου Ράϊχ, είναι γνωστή. Το ίδιο και η τύχη του Ανώτερου Διοικητή των SS και της Αστυνομίας στην Ελλάδα (Αθήνα) Schimana – αυτοκτόνησε προφυλακισμένος το 1948. Ο υφιστάμενός του στην Αθήνα, αντιστράτηγος Hermann Franz – διοικητής της αστυνομίας τάξεως την ίδια περίοδο – εντοπίστηκε και ανακρίθηκε, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο δικός του υφιστάμενος στα Ιωάννινα που συντόνιζε την επιχείρηση της σύλληψης, ο ταγματάρχης Hawraneck, δεν έδρασε ύστερα από δική του διαταγή, αλλά κατά κάποιον τρόπο τον «παρέκαμψε», προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει διαταγή προς τον Hawraneck που να φέρει την δική του υπογραφή για τη σύλληψη των Εβραίων των Ιωαννίνων. Ο Zein και ο Grebmayer είχαν αποβιώσει ήδη πριν αρχίσει η ανάκριση. Από τους επιτελείς ή τους στρατιώτες του 22ου σώματος ορεινών καταδρομών και της 4ης SS μεραρχίας τεθωρακισμένων της αστυνομίας, δεν κατηγορήθηκε κανείς για την υπόθεση. Για τον ερευνητή του μέλλοντος, ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν.

Όσο για τα υπόλοιπα, και κυρίως για τις εντελώς εξωπραγματικές παρατηρήσεις, εκτιμήσεις και κριτικές ορισμένων ότι παράγοντες των Ιωαννίνων, οι ίδιοι οι πολίτες της πόλης, ακόμη και αντιστασιακές οργανώσεις στα Ιωάννινα, όπως ο ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ, ενώ γνώριζαν, δεν έκαναν κάτι για να αποτρέψουν την επιχείρηση, ή απέφυγαν να πραγματοποιήσουν σαμποτάζ κατά τη διαδρομή των αυτοκινήτων από τα Ιωάννινα προς τα Τρίκαλα, ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε κάποιους από τους μεταφερόμενους Εβραίους να διαφύγουν, περιττεύει κάθε σχόλιο. Τέτοιες παρατηρήσεις και κριτικές μπορεί να κάνει μόνον κάποιος που έχει παντελή άγνοια του modus operandi των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας και των μονάδων της Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και κατά συνέπεια δεν έχει συναίσθηση της κατοχικής πραγματικότητας τόσο σε κανονιστικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εφαρμογής των κανόνων. Δεν ήταν, όμως, μόνον οι ναζιστικοί κανόνες και η αυστηρή εφαρμογή τους το πρόβλημα. Σε καμία εβραϊκή κοινότητα στην Ελλάδα δεν είχαν φτάσει ακριβείς πληροφορίες για την τύχη των Εβραίων που είχαν ήδη μεταφερθεί την Πολωνία. Πέραν τούτου, ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί αλληλεγγύης εμπόδιζαν νεότερα μέλη της οικογένειας που θα μπορούσαν να είχαν διαφύγει να εγκαταλείψουν τα αδύναμα μέλη της ίδιας οικογένειας για να σωθούν εκείνοι. Για πολλούς λόγους τα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων ήταν εγκλωβισμένα και παγιδευμένα μέσα στις συνθήκες που ένα εγκληματικό καθεστώς είχε διαμορφώσει έτσι, ώστε να μπορέσει να τα εξοντώσει. Κάποιοι μπόρεσαν να ξεφύγουν από την παγίδα και κάποιοι άλλοι μπόρεσαν να τους βοηθήσουν να ξεφύγουν. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν, ενώ θα ήθελαν, επειδή φοβήθηκαν. Και κάποιοι, ελάχιστοι όμως, δεν βοήθησαν επειδή δεν ήθελαν, ενώ ίσως θα μπορούσαν. Και κάποιοι από τους τελευταίους όχι μόνον δεν βοήθησαν, αλλά έβλαψαν συνειδητά και με ιδιοτέλεια.

Ας τα έχουμε όλα αυτά στο νου μας όταν μιλάμε για το παρελθόν χωρίς προπαγανδιστική διάθεση.

Ευχαριστούμε τον κ. Αθανάσιο Γκότοβο για τη διάθεση του φωτογραφικού υλικού

Δημοφιλή