Η οικονομική επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα

Η οικονομική επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
denisgo via Getty Images

Όπως και κάθε άλλο επίτευγμα της ανθρώπινης διανόησης, έτσι και τα οικονομικά έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν εκτενώς με την «οἰκονομία» ( = «οἶκος» + «νέμομαι»), που σημαίνει διαχείριση της οικίας, με την τελευταία, βεβαίως, να αποτελεί μια μικρογραφία της εθνικής και της διεθνούς οικονομίας. Τέσσερις κυρίως αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς έστρεψαν τους φιλοσοφικούς στοχασμούς τους στην εξέταση διαφόρων πτυχών της οικονομικής σκέψης: ο Σωκράτης, οι μαθητές του Ξενοφών και Πλάτων, και ο Αριστοτέλης.

Ο Σωκράτης (470/469 – 399 π.Χ.) συζητώντας με τον Αθηναίο Κριτόβουλο, γιο του Κρίτωνος (όπως ο διάλογος διασώθηκε στον «Οἰκονομικό» του Ξενοφώντος), ανέλυσε θέματα οικιακής οικονομίας και διαχείρισης της αγροτικής περιουσίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Σωκράτης τονίζει τη σημασία της χρησιμότητάς των αγαθών: για να είναι χρήσιμο ένα αγαθό για τον άνθρωπο, πρέπει αυτός να γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιεί. Ακόμα, ένα αγαθό το οποίο δεν είναι χρήσιμο για έναν άνθρωπο, μπορεί να αποκτήσει χρησιμότητα εφ’ όσον μπορεί να πουληθεί και με το προϊόν της πωλήσεως να αγορασθεί κάποιο άλλο χρήσιμο αγαθό. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Σωκράτης καταδικάζει την υπερβολική συσσώρευση πλούτου που δεν μπορεί να καταναλωθεί και συνεπώς δεν αποδίδει χρησιμότητα στον κάτοχό του.

Ο Ξενοφών (435-354 π.Χ.) ασχολείται με οικονομικά θέματα σε δύο κυρίως έργα του, στους «Πόρους» (ή «Περί Προσόδων») και ευκαιριακά στην «Κύρου Παιδεία». Οι «Πόροι» αναφέρονται σε δημοσιονομικά θέματα των Αθηναίων και υποδεικνύουν διάφορα μέτρα με τα οποία οι τελευταίοι θα μπορούσαν να αναπληρώσουν την απώλεια δημόσιων εσόδων, από την άρνηση των συμμάχων τους να τους καταβάλλουν φόρους, μέσω της αξιοποίησης ίδιων πόρων. Τέτοια μέτρα είναι η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Αττικής, η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά και η ισοτέλεια (δηλαδή η φορολογική ισότητα μεταξύ Αθηναίων και μετοίκων). Ακόμα ο Ξενοφών, στο ίδιο έργο, αναλύει την έννοια του χρήματος βλέποντας ότι η αύξηση της ποσότητας του κυκλοφορούντος αργύρου θα οδηγήσει σε αύξηση της προσφοράς των αγαθών και επομένως σε μείωση της αξίας τους. Δεν πιστεύει όμως ότι θα μειωθεί και η αξία του αργύρου, διότι θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει κορεσμός στη ζήτησή του. Τέλος στην «Κύρου Παιδεία» ο Ξενοφών δίνει περιγραφή του καταμερισμού των έργων, της κατανομής δηλαδή των διαφόρων εργασιών μεταξύ των ανθρώπων, τονίζοντας ότι αναπτύσσεται ανάλογα με το μέγεθος της πόλεως. Δηλαδή, στις μεγάλες πόλεις είναι πλήρως αναπτυγμένος ενώ στις μικρές μόλις που υπάρχει.

Ο Πλάτων (428-347π.Χ.) αναπτύσσει τις ιδέες του περί οικονομίας κυρίως στα έργα του «Πολιτεία» και «Νόμοι». Οι ιδέες αυτές αναφέρονται κυρίως σε δύο θέματα, τον καταμερισμό των έργων και το ρόλο του χρήματος. Σχετικά με τον πρώτο, ο Πλάτων πιστεύει ότι πηγάζει από το γεγονός ότι διάφοροι άνθρωποι έχουν διαφορετικές ικανότητες, τις οποίες μπορούν σημαντικά να βελτιώσουν με την εξειδίκευσή τους. Ο δε καταμερισμός των έργων οδηγεί στην ανάγκη ανταλλαγής αγαθών, τα οποία παράγονται από τους εξειδικευμένους παραγωγούς. Συνεπώς κατά τον Πλάτωνα, η ανταλλαγή των αγαθών είναι απόρροια του καταμερισμού των έργων εν αντιθέσει με την άποψη του πατέρα των σύγχρονων οικονομικών, Adam Smith (1723-1790), που υποστήριζε ότι είναι η ανάγκη της ανταλλαγής αυτή που οδηγεί στον καταμερισμό των έργων. Σχετικά με το ρόλο του χρήματος, ο Πλάτων υποστηρίζει ότι για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών πρέπει να κυκλοφορεί στην πόλη χρήμα με τη μορφή νομίσματος, ως συμβόλου της αξίας των ανταλλασσόμενων πραγμάτων, εισάγοντας έτσι στα οικονομικά την έννοια του παραστατικού χρήματος (Money Fiat), που χρησιμοποιούμε σήμερα.

Ο σημαντικότερος, όμως, μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με την ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης είναι ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Ήταν ο πρώτος που συστηματικά (επιστημονικά θα λέγαμε σήμερα) προχώρησε στην ανάλυση οικονομικών φαινομένων σε πληθώρα πραγματειών του, όπως τα «Ηθικά Νικομάχεια», «Ηθικά», «Πολιτικά», κ.α.. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την οικονομική δραστηριότητα στην «Οἰκονομική» που αφορά τη διαχείριση του οίκου και στη «Χρηματιστική» που καλύπτει όλες τις άλλες οικονομικές ασχολίες που έχουν σκοπό την απόκτηση χρηματικού πλούτου. Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε, πρόχειρα, το οικονομικά θέματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Αριστοτέλης σε τρεις θεματικές ενότητες: α) αξία και ανταλλαγή των αγαθών, β) απόκτηση αγαθών και ατομική ιδιοκτησία και γ) χρήμα και τόκος.

Σχετικά με την αξία των αγαθών, ο Αριστοτέλης την διακρίνει σε αξία χρήσεως που υποδηλώνει την άμεση χρησιμοποίησή του αγαθού προς ικανοποίηση μιας ανάγκης, και σε ανταλλακτική, όταν το αγαθό ανταλλάσσεται. Ωστόσο, όταν συζητά τις προϋποθέσεις με τις οποίες μία ανταλλαγή αγαθών μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαία», υποκαθιστά τη χρησιμότητα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή καθενός από τα ανταλλασσόμενα αγαθά, ως καθοριστικό παράγοντα της αξίας. Έτσι ο Αριστοτέλης γίνεται πρόδρομος της θεωρίας της αξίας των κλασσικών οικονομολόγων σύμφωνα με την οποία πηγή της αξίας είναι η εργασία. Σχετικά με τον τρόπο απόκτησης των αγαθών, ο Αριστοτέλης τον διακρίνει σε «φυσικό» (και άρα ηθικώς αποδεκτό) δηλαδή διά μέσου της οικονομίας του οίκου προς ικανοποίηση των αναγκών του και μάλιστα δια μέσου της πρωτογενούς παραγωγής ή δια μέσου της ανταλλαγής αγαθών που παράγονται από τον οίκο, και σε «μη φυσικό» (και ηθικώς καταδικαστέο) δια μέσου των λεγομένων «χρηματιστικών» ασχολιών, δηλαδή της κερδοσκοπίας, του εμπορίου, του έντοκου δανείου και του μονοπωλίου που έχουν σκοπό τη συσσώρευση χρήματος και τον πλουτισμό.

Επίσης, ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας και εναντίον των ιδεών του Πλάτωνος περί κοινοκτημοσύνης, διότι τα άτομα προσέχουν καλύτερα την ατομική τους περιουσία παρά την κοινοτική και διότι οι διενέξεις των ατόμων σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης θα ήταν συχνότερες. Τέλος, ο Αριστοτέλης διακρίνει και πάλι τη χρησιμοποίηση του χρήματος σε «φυσική», δηλαδή ως μέτρου της ανταλλακτικής αξίας και ως γενικού ανταλλακτικού μέσου και σε «μη φυσική», δηλαδή τη χρησιμοποίησή του για συσσώρευση, αποθησαυρισμό ή έντοκο δανεισμό.

Όπως βλέπουμε, η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων στην ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης είναι αδιαμφισβήτητη. Ακόμη και σήμερα μας εκπλήσσει η πρωτοπορία και η διορατικότητα της σκέψης των προγόνων μας. Δεν χωρά αμφιβολία στο γεγονός ότι η ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με τα οικονομικά θέματα αποτέλεσε πρόδρομο της μικροοικονομικής, της μακροοικονομικής και της νομισματικής πολιτικής, αλλά και της οικονομικής επιστήμης γενικότερα.

Δημοφιλή