Κριτική και δημοκρατία: Σχόλιο στη σκέψη του Ντέιβιντ Χάρβεϋ

Κριτική και δημοκρατία: Σχόλιο στη σκέψη του Ντέιβιντ Χάρβεϋ
David Mercado / Reuters

Κριτική και δημοκρατία: Σχόλιο στη σκέψη του Ντέιβιντ Χάρβεϋ[1]

Ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ είναι από τους γνωστότερους σήμερα ριζοσπάστες διανοούμενους.[2] Με το έργο του ασκεί αυστηρότατο έλεγχο στις κυρίαρχες συνταγές της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, αλλά και σε κεϋνσυανού τύπου λύσεις που στοχεύουν στην ανάπτυξη μιας οικονομίας με ανθρώπινο πρόσωπο. Εκείνο που για τον ίδιο έχει σημασία είναι η επιτακτική ανάγκη μιας εκτεταμένης αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου με έμφαση στα χαμηλότερα και πιο αδύναμα στρώματα. Γενικά εκφράζει μια μέθοδο ανάλυσης ευρύτερα μαρξιστική που, χωρίς να μένει δογματικά εγκλωβισμένη σε ό,τι μέχρι σήμερα έχει διατυπωθεί, επιχειρεί να ανανεώσει τη ριζοσπαστική σκέψη.

Η κριτική του αφορά εν γένει την αστική σκέψη σύμφωνα με την οποία κάθε παθογένεια πρέπει να αναζητηθεί στο πώς μια κακή εξουσία εφαρμόζει στρεβλά, άστοχα και εν τέλει αναποτελεσματικά τις φιλελεύθερες αρχές στον τομέα της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Ομοίως, αυτό στο οποίο εμείς θα πρέπει να στοχεύουμε είναι η αλλαγή των πολιτικών που σήμερα ασκούν την εξουσία με κάποιους άλλους ικανότερους έτσι ώστε να μπορέσει να επέλθει η ηρεμία στην αγορά και στη διαδικασία διαρκούς ροής του χρήματος με απώτερο στόχο την ομαλή και απρόσκοπτη εξαγωγή κέρδους.

Όπως θα δείξω στη συνέχεια του σύντομου αυτού σημειώματος, ο Χάρβεϋ αν και αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπάστης δεν γίνεται ικανοποιητικά εμφανές πώς διαφοροποιείται από την κυρίαρχη αστική σκέψη, εφόσον μένει προσκολλημένος στο επίπεδο άσκησης της πολιτικής αποδίδοντάς του προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων επιπέδων (οικονομία, κοινωνία κ.λπ.). Θα λέγαμε ότι κινείται σε μια λογική κατακερματισμού του πραγματικού σε επιμέρους σφαίρες ή επίπεδα εξέλιξής του, τα οποία κάτ’ ένα μόνο αφηρημένο τρόπο αλληλεπιδρούν και επηρεάζονται αναμεταξύ τους. Με άλλα λόγια, στην ερμηνεία του Χάρβεϋ απουσιάζει αυτό που ο Μαρξ περιέγραψε ως διαμεσολάβηση μορφής και περιεχομένου ή εμφάνισης και ουσίας και αποτελεί τον πυρήνα της διαλεκτικής του μεθόδου.

Ο Μαρξ με τον όρο ουσία ή περιεχόμενο περιγράφει την ανθρώπινη εργασία, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επιστρατεύουν τις χειρονακτικές και διανοητικές τους δυνάμεις για να ικανοποιήσουν τις ποικίλες ανάγκες τους. Η ουσία δεν διαθέτει κάποια σταθερή και αναλλοίωτη εγκυρότητα, αλλά έναν ιστορικό χαρακτήρα. Σήμερα εμφανίζεται ως κεφάλαιο, ως μία ολόκληρη κοινωνική σχέση την οποία όλοι ανακινούμε στο βαθμό που καλύπτουμε τις ανάγκες μας μέσω της παραγωγής κέρδους και της αναγωγής των πάντων στη λογική του ‘ο χρόνος είναι χρήμα’.

Όλες οι κατηγορίες που αναπαράγουμε και μέσω των οποίων οργανώνουμε την καθημερινότητά μας (μισθός, ενοίκιο, Α.Ε.Π., οικονομικοί δείκτες, νόμοι, συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα κ.λπ.) αποτελούν μορφές εμφάνισης της κεντρικότερης κοινωνικής σχέσης, του κεφαλαίου, του χρήματος δηλαδή που πρέπει να πολλαπλασιαστεί πάση θυσία. Η κεντρικότερη αντίφαση που διαπερνάει τη ζωή και την πράξη μας είναι το να θέλουμε από τη μια πλευρά να ζήσουμε σε συνθήκες αλληλεγγύης και συνεργασίας με τους άλλους, ενώ την ίδια στιγμή να πρέπει να είμαστε αδιάκοπα ανταγωνιστικοί έναντι αυτών.

Στη λογική που αμέσως παραπάνω περιγράψαμε η κρίση δεν αποτελεί μια παρένθεση στην ιστορική πορεία της οικονομικο-κοινωνικής ομαλότητας. Το να ζούμε εντός του καπιταλισμού συνιστά μια διαρκή κρίση. Η υπέρβαση της αλλοτρίωσης δεν βρίσκεται στο τάδε ή δείνα στρατηγικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, σε αυτό ή το άλλο κόμμα, στον καλό ή ικανότερο πολιτικό, αλλά στην άρνησή μας να ανακινούμε έναν μηχανισμό του οποίου από υποκείμενο καταλήγουμε να μετατραπούμε σε θύμα. Γινόμαστε επαναστατικά υποκείμενα στο βαθμό που βρίσκουμε χώρους και δημιουργούμε στιγμές εντός των οποίων το κέρδος δεν χωράει.

Αντίθετα προς αυτή την αντίληψη, ο Χάρβεϋ μένει εγκλωβισμένος στη λογική των αστικών κατηγοριών κυρίως γιατί δεν εντοπίζει την αντίφαση εσωτερικά αυτών, στο πώς δηλαδή η εργασία μας οργανώνεται διπλά και αυτό-ανταγωνιστικά, αλλά ανάμεσά τους∙ στο πώς υπάρχει κάτι καλό και υγιές και κάτι νόθο και αλλοτριωμένο. Στην ανάλυσή του το κεφάλαιο δεν αποτελεί κοινωνική σχέση, αλλά ταυτίζεται με τους καπιταλιστές, τους διεθνείς οικονομικούς και χρηματιστηριακούς οίκους που κερδοσκοπούν εις βάρος μας.[3] Κατά τον ίδιο τρόπο, περιγράφει δύο οικονομίες∙ από τη μία πλευρά, την πραγματική ή χρήσιμη οικονομία που παράγει πλούτο και αξίες χρήσεις, ενώ από την άλλη πλευρά την παραοικονομία της κερδοσκοπίας και του άλογου κέρδους. Σε κάθε μία από αυτές αντιστοιχεί ένα διαφορετικό υποκείμενο∙ από την μια οι ευρείες μάζες που υποφέρουν και υπομένουν τις αποτυχίες του συστήματος και από την άλλη, οι κερδοσκόποι καπιταλιστές.

Σε αυτή την ανάλυση το πραγματικό χάνει την ενότητά του και κατακερματίζεται. Η πραγματικότητα παύει να είναι μία και αντιφατικά οργανωμένη. Το υπερβολικό ή άλογο κέρδος ανακινείται μόνο από κάποιους, ενώ οι περισσότεροι απλά υφίστανται την αλλοτρίωση που προκύπτει ως ιδιοτροπία κάποιων ύπουλων και πονηρών. Η αλλοτριωμένη πρακτική της μετατροπής των πάντων σε εμπόρευμα – πράξη που μας εισάγει στην ουσία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και λογικής – δεν ανάγεται σε εμάς ως προσωποποιήσεις των αστικών κατηγοριών, αλλά σε μια αλλοτριωμένη οικονομική ελίτ και τους πολιτικούς της υφισταμένους. Στο ίδιο πλαίσιο ανησυχεί, όχι γιατί ο καπιταλισμός συνεχίζει να ενισχύεται καθώς όλοι λειτουργούμε ως φαντάσματα του κεφαλαίου που επιδιώκουμε να εισέλθουμε στην αρένα της αγοράς με τους πιο επικερδείς κάθε φορά όρους, αλλά γιατί η ανεξέλεγκτη επιθυμία κάποιων να συσσωρεύουν αλόγιστα τείνει να θέσει σε κίνδυνο όλο το κοινωνικο-πολιτικό οικοδόμημα.

Τέλος, φαίνεται να ανησυχεί περισσότερο για το ότι ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί ελεύθερα και ανοιχτά, παρά για το πώς μέσω της άρνησής μας θα μπορούσαμε να οραματιστούμε έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης του πολιτισμού εντός του οποίου ο άνθρωπος θα ήταν ο σκοπός και όχι απλά ένα μέσο για την επίτευξη κάποιων αλλότριων και ποιοτικά κατώτερων σκοπών.

[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί περίληψη της ανακοίνωσης που πρόκειται να κάνω στο προσεχές συνέδριο Κριτικής Θεωρίας που θα διοργανώσει τον Μάιο του 2018 το παράρτημα του Πανεπιστημίου Loyola του Σικάγο στη Ρώμη.

[2] Ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ (1935- ) είναι Επίτιμος Καθηγητής Ανθρωπολογίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου City της Νέας Υόρκης. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ενώ τo βιβλίο του με τίτλο Marx, Capital and the Madness of Economic Reason κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα από τις εκδόσεις Profile Books. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαλέξεις του για το Κεφάλαιο στις οποίες παρέχεται ηλεκτρονική πρόσβαση από τη σελίδα http://davidharvey.org/reading-capital/

[3] David Harvey, The Enigma of Capital and the Crises of Capitalism, Oxford University Press, 2011, σ. 261.

Δημοφιλή