Μυανμάρ: Η άγνωστη γενοκτονία των Rohingya

Πώς αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες
Danish Siddiqui / Reuters

Το Μυανμάρ αποτελεί ένα κράτος σε μετάβαση, από την δικτατορία στη δημοκρατία. Ίσως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο «άλλοθι» για τις εθνικές αρχές, όταν εφαρμόζουν πρακτικές εθνοκάθαρσης στην μειονότητα των Rohingya. Με το πρόσχημα της αποκατάστασης της σταθερότητας στην χώρα, η στρατιωτική χούντα του Μυανμάρ προχωρά σε μεθοδευμένες καταδιώξεις, εξαφανίσεις, βιασμούς, δολοφονίες και απόκρυψη των πτωμάτων για αποσιώπηση των ενοχοποιητικών στοιχείων απέναντι στα μέλη της κοινότητας Rohingya.

Rohingya > Rohang = Arakan στην διάλεκτο των Rohingya και ga ή gya = από > προέλευση

Μειονοτικοί εθνοτικοί μουσουλμάνοι που συνιστούν σχεδόν το 2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, διαμένοντες κυρίως στην βουδιστοκρατούμενη περιοχή Rakhine του δυτικού Μυανμάρ και μάρτυρες μίας ιστορικής μεταναστευτικής κρίσης. Τα πρώτα ίχνη τους στην περιοχή εντοπίζονται τον 15ο αιώνα, όταν χιλιάδες μουσουλμάνοι κατέφθασαν στο Βασίλειο του Arakan. Λίγους αιώνες αργότερα, τον 19ο και αρχές του 20ου, οι αφίξεις των μουσουλμάνων αυξήθηκαν, στην περιοχή του Rakhine, που τότε τελούσε υπό την κυριαρχία των αποικιακών δυνάμεων, ως μέρος της Βρετανικής Ινδίας.

Μέχρι και την ανεξαρτητοποίηση του Μυανμάρ το 1948, όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Burma απέρριπταν τους ιστορικούς δεσμούς των Rohingya στην περιοχή και αρνούνταν την αναγνώρισή τους ως μία από τις 135 εθνοτικές ομάδες της χώρας. Ο όρος “Rohingya” πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του 1950 ως όρος “αυτοαναγνώρισης” που προσδίδει συλλογική πολιτική ταυτότητα στην ομάδα αυτή.

Το χρονικό ενός φυλετικού μίσους

Η exodus των Rohingya δεν αποτελεί ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια. Αποτελώντας την ισχυρότερη κοινότητα μεταξύ των μουσουλμάνων οι Rohingya βρέθηκαν από την δεκαετία του ’70 στο στόχαστρο των κρατικών αρχών, για την διαρκώς αυξανόμενη ισχύ τους. Το μίσος αυτό κορυφώθηκε με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Μυανμάρ το 1962 και την μεθόδευση ουσιαστικά των πρακτικών καταδίωξης και εκδίωξης των μουσουλμάνων Rohingya. Μέχρι το 1963 υπήρχε ένα γενικότερο αντιμουσουλμανικό κλίμα που εντοπιζόταν στον στρατιωτικό, πολιτικό, πολιτιστικό, επιχειρησιακό, εκπαιδευτικό και πολιτευτικό τομέα, με τον αποκλεισμό της συμμετοχής των Rohingya στους παραπάνω. Οφειλόταν σε ένα μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως μέχρι και το 1963, οι Rohingya κατείχαν σχεδόν το 90% της οικονομίας του πλούτου. Μετά από μία μακροχρόνια και αποτελεσματική αντιμουσουλμανική στρατηγική, πλέον διατηρούν μόνο το 2 με 3% του πλούτου στις επιχειρήσεις, ενώ με ρατσιστικές πρακτικές και πολιτικές, οι αρχές του Μυανμάρ οδήγησαν στην φυγή τους είτε στο Bangladesh ή στην Ινδονησία, στην Μαλαισία και την Ταϋλάνδη. Συγκεκριμένα, σήμερα, τα 2/3 του πληθυσμού έχουν ήδη αποπεμφθεί από την χώρα, με τουλάχιστον 700 χιλιάδες Rohingya να έχουν καταφύγει στο Μπανγκλαντές και με λιγότερους από 300 χιλιάδες να έχουν απομείνει, ενώ χιλιάδες από αυτούς να βρίσκονται υπό κράτηση ή να διώκονται από το 2012.

Kevin Frayer via Getty Images

Η επικρατούσα βουδιστική πλειοψηφία του Μυανμάρ διαφέρει ριζικά από την μειονότητα των Rohingya, -η οποία ασκεί μία σουφιστική παραλλαγή του σουνιτικού Ισλάμ-, όχι μόνο σε θρησκευτικό, αλλά και σε εθνοτικό και γλωσσικό επίπεδο. Ο μεγαλύτερος φόβος των εθνικιστών βουδιστών της Burma είναι πως θα αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της περιοχής, με τους Rohingya να αποτελούν το μεγαλύτερο παράδειγμα της εξωτερικής πολιτιστικής και κοινωνικής εισβολής.

Η κυβέρνηση και οι αρχές του Μυανμάρ δεν θέλουν να αποδεχθούν την ταυτότητα των Rohingya ως εθνοτικούς κατοίκους του Μυανμάρ, αρνούμενοι την παροχή υπηκοότητας και συνεπώς την δυνατότητα να επιβεβαιώσουν ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Burma. Γι’αυτό και ζητούν ιστορική απόδειξη παρουσίας για την κοινότητα του Μυανμάρ στην περιοχή, που θα δρομολογείται από το 1824. Όπως υποστηρίζεται, ωστόσο, την χρονική εκείνη περίοδο δεν είχε υιοθετηθεί ακόμα κάποιο σύστημα εγγράφων, προκειμένου να έχουν καταγραφεί επίσημα και συνεπώς, οι Rohingya δεν μπορούν να λάβουν την υπηκοότητα της Burma. Μόνη λύση είναι να γίνουν βουδιστές, προκειμένου να λάβουν την υπηκοότητα και τα νόμιμα έγγραφα, διαφορετικά θα παραμείνουν απάτριδες.

“ If you change your religion, you change your ethnicity ”

Η έλλειψη υπηκοότητας και συνεπώς πατρίδας, τους στερεί θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελευθερία της μετακίνησης, της πρόσβασης στην ανώτερη εκπαίδευση ή και την δυνατότητα κατοχής δημόσιου γραφείου, την ιατρική περίθαλψη και της σύναψης γάμου.

Μία διαρκώς κλιμακούμενη κρίση

Την αφορμή για την κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ της κοινότητας των Rohingya και των δυνάμεων ασφαλείας του Μυανμάρ έδωσε η δολοφονική επίθεση του στρατιωτικού γκρουπ Arakan Rohingya Salvation Army, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική οργάνωση, στις δυνάμεις ασφαλείας της Burma. Παρότι δεν είναι ξεκάθαρο το μέγεθος της υποστήριξης της οργάνωσης από την ίδια την κοινότητα των Rohingya, η δράση των αρχών του Μυανμάρ ήταν άμεση και στοχευμένη. Μόλις έναν μήνα μετά, τον Σεπτέμβριο 2017, οι αρχές του Μυανμάρ έθεσαν έμπρακτους περιορισμούς στην μουσουλμανική κοινότητα, απαιτώντας ταξιδιωτική άδεια και απαγορεύοντας την ελεύθερη μετακίνησή τους, ανακαλώντας παράλληλα και τις προσωρινές κάρτες παραμονής τους στην χώρα.

Διάβημα στην συστηματική καταπίεση από το στρατιωτικό καθεστώς αποτελούν οι γραφειοκρατικοί θεσμοί του Μυανμάρ και το πρόσχημα της αντιτρομοκρατικής επιχείρησης από τον στρατό. Εξάλλου, πώς μπορεί να παραχθεί δημοκρατία από μία χώρα στην οποία περιορίζεται η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, όπου οι δημοσιογράφοι βρίσκονται στην φυλακή, οι αντιφρονούντες καταδιώκονται και η επιρροή της στρατιωτικής χούντας δεν έπαυσε ποτέ; Σε μία χώρα όπου οι δυνάμεις ασφαλείας της έχουν κατηγορηθεί από τα Ηνωμένα Έθνη για εγκλήματα που ισοδυναμούν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, οι εικόνες της ανθρωπιστικής κρίσης εξαφανίζονται από τα μέσα και η ιστορία των Rohingya θα προστεθεί στην λίστα των γενοκτονιών του κόσμου.

Allison Joyce/Getty Images
Allison Joyce/Getty Images
Πρόσφυγες Rohingya καταφθάνουν στο Bangladesh

Υπάρχει λύση στην κρίση του Μυανμάρ;

Τις ελπίδες τους για βελτίωση της κατάστασής τους είχαν εναποθέσει οι Rohingya, με τις εκλογές του 2016, στην νέα ηγέτιδα της χώρας, την Aung San Suu Kyi, βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης και πρωταθλήτρια Δημοκρατίας. Ο ισχυρός στρατός όμως, μαζί με την θεσμική πλειοψηφία των εθνικιστικών βουδιστικών κομμάτων, στα πλαίσια ενός μη δημοκρατικού Συντάγματος, την καθιστά θεωρητικά ανήμπορη να λάβει δράση.

Αμφότερες οι δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διεθνούς κοινότητας δεν ανταποκρίνονται στο βεληνεκές της σοβαρότητας της γενοκτονίας που υφίσταται στο Μυανμάρ. Περιορίζονται σε ρητορικές καταδίκης των πράξεων που εκτελούνται από τις στρατιωτικές αρχές της χώρας, αλλά και σε θεωρητικά πλάνα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης που διαρκώς κλιμακώνεται. Η ΕΕ οφείλει να εμπλακεί προκειμένου να διασφαλίσει πως η περίπτωση των Rohingya θα λάβει τη δέουσα προσοχή. Οι μη πραγματιστικές προσεγγίσεις των οργανισμών, θα πρέπει να αντικατασταθούν από πρακτικές καταστολής των εξεγέρσεων(counter-insurgency). Η Ένωση έδωσε περισσότερη προσοχή σε περιφερειακούς παίκτες όπως η Κίνα, ενώ το στρατιωτικό καθεστώς του Μυανμάρ δέχεται την σιωπηλή αποδοχή της Federica Mogherini, η οποία ενώ επιθυμεί πολιτική λύση, δεν δείχνει καμία πολιτική θέληση για να επιλυθεί η κρίση των Rohingya. Θέτοντας λάθος προτεραιότητας, προτιμά την διατήρηση καλών σχέσεων με τον ισχυρό στρατό του Μυανμάρ, παρά την επιβολή κυρώσεων σε αυτόν, καθώς και εμπάργκο όπλων στην χώρα.

Ο παρεμβατισμός τρίτων δυνάμεων στην χώρα παρότι απαραίτητος, εγκυμονεί τον κίνδυνο να πυροδοτήσει περιφερειακές εντάσεις. Εκτός από την ανάγκη διαρκούς παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας, η διεθνής κοινότητα και η Ένωση πρέπει να αποτρέψουν την ανάδειξη μίας ηγεμονικής δύναμης στην περιοχή και συγκεκριμένα, πρέπει να μην επιτρέψουν στην Κίνα να κυριεύσει την Ινδία. Όπως ο A.Perveen πρότεινε, πρέπει να αυξηθεί η πίεση στις αρμόδιες αρχές της Burma και στον στρατό του Μυανμάρ, προκειμένου να σταματήσει η πολιτική του wait and watch όλων αυτών των χρόνων.

Beawiharta Beawiharta / Reuters

Ο ρόλος της κυβέρνησης του Μυανμάρ είναι κομβικός. Είναι απαραίτητες οι διμερείς συνομιλίες, ανάμεσα στο Μυανμάρ και στο Μπανγκλαντές, που θα αφορούν στον επαναπατρισμό των προσφύγων, αλλά και ο εσωτερικός διάλογος στην επικράτεια του Μυανμάρ, με όλες τις θρησκευτικές κοινότητες. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, το πρώτο βήμα για την επίλυση της κρίσης του Μυανμάρ είναι να γίνει κοινώς αποδεκτό ότι πρόκειται για γενοκτονία.

Τί σηματοδοτεί όμως η κρίση του Myanmar;

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τα κράτη σε μετάβαση είναι να καταφέρουν να μη χρησιμοποιήσουν το πρόσχημα της ασφάλειας και σταθερότητας ως δικαιολογητική βάση στις ισοπεδωτικές πολιτικές τους. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή το Μυανμάρ είναι να καταφέρει να δημιουργήσει μία περιεκτική δημοκρατία που θα υπερκεράσει τον εθνικισμό ενός νεοσύστατου κράτους που στιγματίστηκε από την στρατιωτική δικτατορία, αλλά και τον θρησκευτικό φανατισμό των εθνικιστών βουδιστών που μάχονται με ρητορικές μίσους για μία εθνοθρησκευτική καθαρότητα στο Μυανμάρ.

Η κρίση στην περιοχή θέτει απειλές και στην οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας που βγήκε στις αγορές μόλις πριν από 6 χρόνια. Οι εξωτερικές επενδύσεις βυθίστηκαν κατά 30% το 2016, επηρεασμένες από την δογματική οικονομική ατζέντα της νέας κυβέρνησης να αναπτύξει δυσανάλογα την περιοχή της Rakhine. Η κρίση του Μυανμάρ και οι συνέπειές της δεν παραμένουν, ωστόσο, μόνο εντός των συνόρων της. Εκτός από τις τεράστιες προσφυγικές ροές στο Μπαγκλαντές, στην Ινδονησία και στην Μαλαισία, με την πρώτη να θεωρεί τους Rohingya ως παράνομους “Bengali” μετανάστες και απειλή για την εθνική ασφάλεια, η εσωτερική διαμάχη του Μυανμάρ αντικατοπτρίζει έναν γενικότερο διαχωρισμό. Αντικατοπτρίζει μία τομή μεταξύ μουσουλμάνων και μη (κυρίως Βουδιστών), στην περιφέρεια της νοτιοανατολικής Ασίας και Νοτίου Ασίας, με τις διαμαρτυρίες να κλιμακώνονται διαρκώς.

Tyrone Siu / Reuters

Δημοφιλή