Ο Έρντογάν στην Αθήνα
SOOC

Κάτι που διαφοροποιούσε τον Ταγίπ Ερντογάν και το κίνημά του από τους κεμαλιστές κατά την εποχή της ανόδου στην εξουσία, ήταν ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεών του και η αλλαγή προς το θετικότερο της στάσης προς τις μειονότητες.

Από τότε πέρασε πολύς καιρός. Η διαφορά του Ερντογάν από τους παραδοσιακούς κεμαλιστές παραμένει ακόμα σαφής. Όμως το καθεστωτικό σύμπλεγμα, μαζί με το αίσθημα επιβίωσης που αναπτύχθηκε μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα οδήγησαν τον Ερντογάν σε μια αυταρχικοποίηση της εσωτερικής του πολιτικής.

Παράλληλα,διακατέχεται από την ισλαμιστική υπεροψία και ιστορικά παραπέμπει τις αναφορές του στην οθωμανική παράδοση. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Ερντογάν έχει επιλέξει να μετατρέψει την Τουρκία σε μια περιφερειακή δύναμη, να ηγηθεί εκ νέου στον ισλαμικό κόσμο και να υπερβεί την άρνηση του Ισλάμ που επέβαλε ο Μουσταφά Κεμάλ κατά τη δημιουργία του εθνικιστικού κοσμικού του κράτους. Το εγχείρημα αυτό μπορεί να πει κανείς ότι είναι σχεδόν ακατόρθωτο, εφόσον προσπαθεί να ξεριζώσει από τη σύγχρονη τουρκική κοινωνία τον ιδρυτικό της μύθο και να τον αντικαταστήσει με εκείνες τις αξίες που ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, ο Ατατούρκ ως γεννήτορας του τουρκικού έθνους, απέρριψε σκαιά και απόλυτα.

Η ρήξη του με τους παλιούς εθνικιστές του Κεμαλισμού είναι πλήρης, έστω και εάν σύναψε μια ευκαιριακή συμμαχία με τους ακροδεξιούς, με την οποία αντιμετώπισε τα λάθη των ηγετών του HDP. Επίσης ο Ερντογάν ενσωμάτωσε στην κοσμοθεωρία του και στη γεωπολιτική του αντίληψη βασικές αρχές των σύγχρονων κεμαλιστών αντιπάλων του. Όπως τον αναθεωρητισμό επί της συνθήκης της Λωζάννης, τη θεωρία για τις Γκρίζες Ζώνες στο Αιγαίο, την ιμπεριαλιστική πολιτική στην Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο κ.ά.

Όλα αυτά κάνουν το τουρκικό πείραμα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον.

Ελλάδα-Τουρκία: Μια παράξενη σχέση

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια παράδοξη σχέση με την Τουρκία. Ιδεολογικά, μετά το 1922 αποδέχτηκε ως φυσιολογική την κεμαλιστική ιδεολογία που ευθυνόταν για τη διάπραξη των εγκλημάτων Γενοκτονίας κατά το μετασχηματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάποιες φορές επιβράβευσε την ιδεολογία αυτή (πρόταση για νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ από τον Ελ. Βενιζέλο το’31 και μετονομασία της ‘’Οδού Αποστόλου Παύλου’’ σε ‘’Οδό Κεμάλ Ατατούρκ’’ στη Θεσσαλονίκη από τον Ιωάννη Μεταξά το ’38).

Επιπλέον, η Ελλάδα ανήκει στο ίδιο γεωπολιτικό στρατόπεδο με την Τουρκία. Κατά καιρούς συνεργάστηκε μαζί της για την εξυπηρέτηση των γενικότερων συμφερόντων του στρατοπέδου αυτού. Έτσι αποδέχτηκε σχεδόν αδιαμαρτύρητα την καταστροφή της ελληνικής μειονότητας που ξεκίνησε με το Βαρλίκ Βεργκισί του ’43 και κορυφώθηκε με τα Σεπτεμβριανά του 1956. Η Ελλάδα των δικτατόρων είχε στάση ενεργητικής συμπαράστασης το 1974, με την καταστροφή της ανεξάρτητης Κύπρου και το διαμελισμό της. Φυσικά η ελλαδική πολιτική δεν υπήρξε εξαρχής ενιαία και συνεπής σε σχέση με τα προβλήματα.

Ειδικά από την εποχή της Μεταπολίτευσης, όταν διατυπώθηκαν πλέον ανοικτά οι αναθεωρητικές τουρκικές επιδιώξεις, οι δημοκρατικές ελληνικές ηγεσίες προσπάθησαν να εκπονήσουν μια αμυντική στρατηγική και να συγκροτήσουν ένα μέτωπο αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας. Βαθμιαία έγινε συνείδηση στις ελλαδικές ελίτ ότι η Τουρκία αποτελεί μέγιστη απειλή στρατηγικού χαρακτήρα. Οι υπερεξοπλισμοί, καθώς και η επιμονή για ένταξη στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ υπήρξαν απόρροια αυτής της αμυντικής πολιτικής. Παράλληλα, έγινε συνείδηση ότι πρέπει να δημιουργηθούν δίαυλοι επικοινωνίας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα καλύτερου χειρισμού των εντάσεων και να επιδιωχθεί ο διαρκής ελληνοτουρκικός διάλογος. Ένας διάλογος που φυσικά πρέπει να κινείται εντός σαφών ορίων και ξεκάθαρων επιδιώξεων.

Γιατί έρχεται ο Ερντογάν;

Το ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Και σε αυτό συνηγορεί η αμηχανία πολλών αναλυτών να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις. Υποθέσεις μπορούν να γίνουν μόνο με την κατανόηση του διεθνούς πλαισίου. Φαίνεται ότι έχει ανατεθεί στην Ελλάδα από τους Αμερικανούς ένας ρόλος ενδιάμεσου μεσολαβητή στις σχέσεις τους με τους Τούρκους. Παράλληλα, ένας αντίστοιχος ρόλος πρέπει να υπάρχει όσον αφορά τη σχέση των οικονομικά ισχυρών χωρών της ΕΕ, όπως η Γερμανία, οι οποίες αναπτύσσουν τελευταία έναν πρωτοφανή αντι-Ερντογανικό λόγο.

Οπότε η Ελλάδα καλείται από τους ισχυρούς να μεταφέρει κάποια μηνύματα στην τουρκική πλευρά. Αυτός ο ρόλος είναι πολύ σημαντικός, γιατί η ιστορική στιγμή είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη για τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Η Υπόθεση Ζαρράπ στις ΗΠΑ, καθώς και η διαφαινόμενη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ προοιωνίζουν μια ραγδαία επιδείνωση των αμερικανο-τουρκικών και ισραηλο-τουρκικών σχέσεων.

Η Ελλάδα -όσον αφορά το αθηναϊκό μέρος της επίσκεψης- φαίνεται να αποκομίζει οφέλη που προκύπτουν από έναν αναβαθμισμένο ρόλο που της αποδίδουν οι ισχυρές δυτικές χώρες. Ένα στοίχημα για την ελληνική ηγεσία, που θα υποδεχτεί τον Ερντογάν, είναι να καταφέρει να λειτουργήσει ως καλός αγωγός της σημερινής αμερικανικής πολιτικής, χωρίς να υποχωρήσει από τις πάγιες θέσεις της στα εθνικά και να αναδειχθεί σε κόμβο επικοινωνίας της Τουρκίας με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Όσον αφορά τα στενά εθνικά θέματα –Κυπριακό, γκρίζες ζώνες, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ- κανείς δεν ξέρει σε ποιο βάθος έχουν υπάρξει συνομιλίες και σε ποιο βαθμό έχουν διαμορφωθεί συμφωνίες. Κανείς επίσης δεν γνωρίζει σε πιο βαθμό έχει διαμορφωθεί μια ελληνική στρατηγική για όλα αυτά τα θέματα.

Τα μειονοτικά ζητήματα

Αυτό που σκιάζει όμως τις θετικές συνέπειες της επίσκεψης, είναι η ανοχή από την ελληνική κυβέρνηση της επίσκεψης Ερντογάν στην μουσουλμανική μειονότητα της Ελληνικής Θράκης. Γιατί όσο προσεκτικός και διακριτικός και αν είναι ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, το μήνυμα που εκπέμπει η επίσκεψή του είναι σαφές και ξεκάθαρο.

Ουσιαστικά η Ελλάδα επιτρέπει στην Τουρκία -σε αυτό το υψηλότατο επίπεδο της επίσκεψης- να επιβεβαιώσει ότι είναι η «μητέρα-πατρίδα», προστάτιδα των μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών και να επισημάνει εν τοις πράγμασι ότι ο αλυτρωτισμός υπάρχει σήμερα ως βασικό στοιχείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Και αυτό έχει πολλαπλές συνέπειες, τόσο στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ομάδων στην περιοχή, όσο και στην δικαιολογημένη ανασφάλεια που γεννά στους ελληνικής εθνικότητας κατοίκους.

Φαίνεται ότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν τον ίδιο βαθμό συνενοχής στο ζήτημα της ανοχής στην κρατική τουρκική πατρωνία επί των μουσουλμάνων. Από την εποχή που ο στρατηγός Παπάγος ευνοούσε μετά τον ελληνικό Εμφύλιο την τουρκοποίηση της κοινότητας, ώστε οι σλαβόφωνοι Πομάκοι να αποκτήσουν οριστικά και αμετάκλητα τουρκική ταυτότητα ως αντίβαρο στις κομμουνιστικές επιδιώξεις των βορείων γειτόνων μας, έως την χούντα που επέτρεψε τη μαζική είσοδο Τούρκων εθνικιστών δασκάλων στα μειονοτικά σχολεία υπό τις ονειρώξεις του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου για δημιουργία ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας.

Αλλά και στη συνέχεια, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις αντί να επιδιώξουν την πλήρη και χωρίς κανένα ρατσιστικό περιορισμό ενσωμάτωση των τριών μουσουλμανικών μειονοτήτων (τουρκική, πομακική, τσιγγανική), αρκέστηκαν σε μια πελατειακή πολιτική και στην ανοχή της εθνικιστικής αλυτρωτικής πολιτικής της Άγκυρας που υλοποιούνταν επί τόπου με το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής.

Βέβαια τα αρνητικά εμπόδια εξαλείφθηκαν εδώ και δεκαετίες όσον αφορά την αντιμετώπιση των μειονοτικών. Όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να εκπονήσουν μια πολιτική απεγκλωβισμού της μειονότητας από τη μέγγενη του τουρκικού κράτους, που πάντα είχε εθνικιστική πολιτική και προωθούσε την αλυτρωτική ιδεολογία. Αντιθέτως ενθάρρυνε την οικονομική αυτονόμηση της μειονότητας, Χαρακτηριστικό σημείο υπήρξε η εποχή Αλογοσκούφη , όταν επιτράπηκε σε μια τουρκική τράπεζα (Ziraat Bankasi) να δραστηριοποιηθεί στην Ελληνική Θράκη. Η εκπόνηση από την Άγκυρα μιας πολιτικής δημιουργίας μιας επιτόπιας τουρκικής αστικής τάξης με υπόγειες χρηματοδοτήσεις και άλλες διευκολύνσεις, δείχνουν ξεκάθαρα τις επιδιώξεις της εθνικιστικής Τουρκίας να αξιοποιήσει την ανικανότητα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων και να μετατρέψει έναν πληθυσμό Ελλήνων πολιτών σε στρατηγική μειονότητα για την εξυπηρέτηση άδηλων σκοπιμοτήτων.

Όλα αυτά οι ελληνικές κυβερνήσεις τα «πέτυχαν» εξαφανίζοντας τον έτερο μειονοτικό συμβαλλόμενο στη Συνθήκη της Λωζάννης, τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου. Η έλλειψη ενδιαφέροντος και η ανυπαρξία ελλαδικής στρατηγικής για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία οδήγησε στη σημερινή θλιβερή εικόνα να έχει το Ζάππειο 42 μαθητές, το Ζωγράφειο 49 και η Μεγάλη του Γένους Σχολή μόνο 43 μαθητές.

Ίσως και στην περίπτωση αυτή να ισχύει η γνωστή ρήση ότι έξω πάμε καλά, αλλά μέσα στη χώρα τα έχουμε κάνει θάλασσα!

Δημοφιλή