Πώς η εξουσία επιδρά στον ανθρώπινο εγκέφαλο και ευνοεί την διαφθορά

Πώς η έλλειψη Εμπιστοσύνης Οδηγεί σε Χρηματοοικονομικοποίηση» των Οικονομιών και Διαφθορά
tupungato via Getty Images

Η διαφθορά ίσως πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και επιστημόνων επιδημιολογίας αφού έντονα πλέον απειλεί τις περισσότερες κοινωνίες. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη μέτρηση της Διεθνούς Διαφάνειας, πάνω από τα δύο τρίτα των 176 χωρών που περιλαμβάνονται στον δείκτη κοινωνικής αντίληψης διαφθοράς πέφτουν κάτω από το μέσο όρο. Ο μέσος όρος είναι 43 με άριστα το 100.

Σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης, ως διαφθορά ορίζεται η «ανέντιμη ή δόλια συμπεριφορά από όσους βρίσκονται σε εξουσία, συνήθως με χρήση δωροδοκίας». Αρχαϊκά, η διαφθορά αφορά στην «διαδικασίας της σήψης», και πόσο πιο χρήσιμος είναι αυτός ο απλούστερος ­­–κυριολεκτικός– ορισμός!

Συνάγεται από τον πληρέστερο (γλωσσικά) ορισμό ότι η κατοχή εξουσίας προαπαιτείται για διαφθορά. Πράγματι εκείνοι που αισθάνονται ισχυροί είναι πιο πιθανό συγκριτικά με άλλους να είναι εγωκεντρικοί και ανήθικοι. Η εξουσία και η δύναμη που συνεπάγεται διαφθείρει, με νευροεπιστήμονες να καταδεικνύουν πρόσφατα τις διαβρωτικές επιδράσεις της εξουσίας στον εγκέφαλο! Η κατοχή εξουσίας «σβήνει» μια νευρική διαδικασία που ονομάζεται «κατοπτρισμός» και ο οποίος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της συμπάθειας. Με απλά λόγια όταν το άτομο βρίσκεται σε θέσεις (ακόμα και σε προσωρινής) εξουσίας γίνεται αντικοινωνικό.

Συνεπώς, στη προσπάθεια καταπολέμησης της διαφθοράς οι παρεμβάσεις θα πρέπει αρχικά και θεμελιωδώς να εστιάσουν σε όσους βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Στο μικροσκοπικό, ατομικό επίπεδο, ίσως η πιο αναγκαία (αλλά όχι επαρκής) παρέμβαση, είναι να ενημερωθούν όσοι κατέχουν εξουσία για τις επιζήμιες συνέπειες της κατοχής εξουσίας επί του εγκεφάλου. Όμως, η εξουσία και η διαφθορά είναι φαινόμενα πολλαπλών επιπέδων. Για να τα χειριστείς πρέπει επίσης να λάβεις υπόψη παράγοντες που λειτουργούν και σε μακροσκοπικό επίπεδο. Η διαφθορά δεν αφορά μονάχα στα άτομα αλλά και στο κοινωνικό πλαίσιο δράσης τους.

Τούτου λεχθέντος, ίσως ο πλέον σημαντικός μακροσκοπικός προσδιοριστικός παράγοντας διαφθοράς είναι η λεγόμενη «χρηματοοικονομικοποίηση» της οικονομίας και η επακόλουθη ιδεολογία των «εκ των προτέρων» κινήτρων (pay-for-performance). Για να μην παρεξηγηθώ, να επισημάνω ότι είμαι υπέρμαχος των χρηματοοικονομικών κινήτρων και εργαλείων.

Αναρωτιέμαι μονάχα μήπως το έχουμε παρακάνει.

Το ερώτημα που ακολουθεί είναι γιατί. Η πιο προσιτή απάντηση βρίσκεται στην επικρατούσα έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία και βασίζεται στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι είναι θεμελιωδώς εγωιστές και δεν πρέπει ο ένας να εμπιστεύεται τον άλλον. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε πάντα επιφυλακτικοί στις κοινωνικές συναλλαγές μας: όταν δεν ελέγχουμε το άλλο μέρος, αυτό θα επωφεληθεί σε βάρος μας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ισχυρή πολιτιστική παραδοχή καθοδηγεί τον τρόπο με τον οποίο οι εντολείς μιας εργασίας σχετίζονται με τους πράκτορες αυτής και πιο ειδικά στο τρόπο με τον οποίο οι εργοδότες συνδέονται με τους εργαζόμενους. Εάν η θεμελιώδης υπόθεση είναι ότι ο εργαζόμενος θα εξαπατήσει τον εντολέα/εργοδότη, όταν αυτός δεν ελέγχει τον πρώτο, τότε η αποφυγή αυτών των προβλημάτων απαιτεί από τον εργοδότη να σχεδιάσει εκ των προτέρων πλήρη συμβόλαια, δεμένα με την απόδοση. Να τονισθεί εδώ, ότι αυτή η ιδεολογία, της παροχής αμοιβής με απόδοση, δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά από την προσφορά μη οικονομικών ανταμοιβών. Μπορεί να υποστηριχθεί μόνο μέσα από ολοένα και υψηλότερες οικονομικές αμοιβές. Για παράδειγμα, η επίτευξη υψηλότερων πωλήσεων, δεν μπορεί να αποζημιωθεί σοβαρά εκ των προτέρων, με υποσχέσεις για ένα ολοένα και μεγαλύτερο γραφείο ή για πολλαπλούς χώρους στάθμευσης ή περισσότερα μετάλλια αναγνώρισης υψηλών πωλήσεων.

Δεδομένης της προηγούμενης συζήτησης: είμαστε πραγματικά τόσο εγωιστικοί που δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Η γρήγορη απάντηση είναι ότι μόνο και που το πιστεύουμε αρκεί για να γίνει πραγματικότητα. Αρκεί για να γίνουμε πιο εγωιστές.

Γενικότερα, αν και οι περισσότεροι θα διαφωνήσουν (επιβεβαιώνοντας τα όσα περιγράφω προηγούμενα), η απάντηση είναι πως όχι, οι άνθρωποι δεν είναι θεμελιωδώς εγωιστές. Μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι αποκλειστικά κακοί (ή για μια μειονότητα ανθρώπων) αποκλειστικά καλοί. Είναι ταυτόχρονα καλοί και καλοί. Από πάγο και φωτιά σύμφωνα με το G.R.R. Martin, τον συγγραφέα του Game of Thrones (δεν είναι σίγουρος ποιο από τα δύο είναι το καλό ...). Ένας άλλος άριστος τρόπος για να περιγράψουμε αυτόν τον δυϊσμό είναι το σύνδρομο Dr. Jekyll και Μr. Hyde. Ο Dr. Jekyll φροντίζει και ενδιαφέρεται για τους άλλους, ενώ ο Mr. Hyde είναι εγωιστής και αντικοινωνικός.

Αν όμως αποτελούμαστε από δύο ουσιαστικά προσωπικότητες, ποιά είναι αυτή που κυριαρχεί; Αυτό εξαρτάται από τις αποκαλούμενες «ψυχολογικές νύξεις» ή «υπενθυμίσεις» που υπάρχουν στον κοινωνικό περιβάλλον. Εάν είμαστε ενσωματωμένοι σε μια κοινωνία που υποθέτει ότι είμαστε όλοι κακοί, όταν πρόκειται να προσλάβουμε, το πιο έξυπνο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να αφήσουμε τον Mr. Hyde να κυριαρχήσει. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αποζημιώνονται εκ των προτέρων με χρηματοοικονομικές αμοιβές που συνδέονται με την απόδοση, διαφορετικά θα χρησιμοποιήσουν τους δικούς μας πόρους για να εξυπηρετήσουν το δικό τους συμφέρον. Επιπλέον, αυτή καθαυτή η παροχή τέτοιων συμβολαίων σηματοδοτεί στους εργαζόμενους ότι οι εργοδότες δεν τους εμπιστεύονται. Αυτό θα τους κάνει και εκείνους να αφήσουν τον Mr. Hyde να επικρατήσει, θα γίνουν (περισσότερο) καχύποπτοι, λιγότερο πρόθυμοι να εμπιστευτούν τον εργοδότη, και το σπιράλ της μη εμπιστοσύνης ξεκινά! Σημαντικό να σημειώσουμε εδώ είναι το ότι ακόμη και σχετικά υποσυνείδητες χρηματικές νύξεις φαίνεται να κάνουν τους ανθρώπους να είναι αυτόματα λιγότερο πρόθυμοι να συνεργαστούν και να βοηθήσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, πολλές μελέτες καταδεικνύουν πειστικά, ότι εκείνοι που υποβάλλονται σε χρηματοοικονομικές νύξεις ­–συγκριτικά με εκείνους που δεν εκτίθενται σε αυτές – προτιμούν να παίζουν μόνοι τους, να εργάζονται μόνοι, να αποφεύγουν τη φυσική οικειότητα και συνολικά να φέρονται περισσότερο ανήθικα.

Καταλήγοντας, όπως σημειώνει ο Guildenstern στο θεατρικό έργο Rosencrantz & Guildenstern Are Dead (δύο παιδικοί φίλοι του ’Αμλετ που ανακαλύπτει ότι τον πρόδωσαν): «Πρέπει να υπήρξε κάποια στιγμή, κάπου στην αρχή, όπου θα μπορούσαμε να πούμε όχι. Κάπως, κάπου την χάσαμε». Οι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας θα πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τις βασικές αρχές της διαφθοράς όπως τις περιγράψαμε προηγούμενα, ώστε να είναι πιθανότερο να πουν «όχι» όταν πρέπει.

Σημαντικότερο, όμως, είναι όλοι μας να κατανοήσουμε την σημασία της εμπιστοσύνης σε συλλεκτικό, κοινωνικό επίπεδο προκειμένου να καταπολεμηθεί ­­–μακροπρόθεσμα και μερικώς τουλάχιστον– η διαφθορά. Επομένως, τι μπορούμε να κάνουμε για να χτίσουμε εμπιστοσύνη; Μεταξύ άλλων, και εκτός βεβαίως από το να κάνουμε πράξη τα λόγια μας, δεν θα πρέπει να υποεκτιμήσουμε την δύναμη του λόγου. Πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι ο λόγος που οι Αμερικάνοι Πολίτες δεν εκτιμούν το Αμερικανικό Κογκρέσο είναι ότι οι συμμετέχοντες σε αυτό δεν χρησιμοποιούν γλώσσα που να είναι υπέρ της κοινωνίας (prosocial language). Συνάγεται οτι χρησιμοποιώντας περιεχόμενο στο καθημερινό μας λόγο, που σχετίζεται με τις έννοιες της φροντίδας, της συνεργασίας, της δικαιοσύνης και της συνεισφοράς κάνει τους άλλους πιο πιθανόν να μας εμπιστευτούν, εμείς θα ανταποδώσουμε την εμπιστοσύνη και ο υπέροχος τροχός της εμπιστοσύνης ξεκινά.

Δημοφιλή