Σα βγεις στον πηγαιμό για τη Δονούσα

Οι μέρες του θέρους στο νησί είναι μεγάλες ή τουλάχιστον μοιάζουν μεγαλύτερες από αυτές της πόλης. Ο χρόνος κυλά βραδύτερα, σεβόμενος τους ρυθμούς ενός τόπου που δε βιάζεται, που ξέρει τιι σημαίνει υπομονή, που έχει μάθει να περιμένει. Να περιμένει τα μποφόρια να πέσουν για να δέσει το πλοίο της γραμμής. Να περιμένει τις σοροκάδες να κοπάσουν για να βγουν τα καΐκια για ψάρεμα. Να περιμένει το γιατρό ή το δάσκαλο να διοριστεί για να γιατρευτούν οι ηλικιωμένοι και να μορφωθούν τα λιγοστά παιδιά του. Να περιμένει τους εφήμερους περιηγητές, τους αναχωρητές της ζωής, να το επισκεφτούν το καλοκαίρι για να γεμίσουν τις κρυμμένες ακροθαλασσιές και τα ζωγραφιστά σοκάκια του.

Σα βγεις στον πηγαιμό για τη ∆ονούσα, δεν εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος. Ο υδάτινος δρόμος της είναι πράγματι μακρύς.

Ευτυχώς για τους ταξιδευτές και δυστυχώς για τους τουρίστες, ο δρόμος για τη ∆ονούσα, είναι και μακρύς και συνήθως τρικυμισμένος. Το «σμαράγδι των Κυκλάδων» όπως την αποκαλούν οι θαλασσοβίωτοι μικρονησιώτες, βρίσκεται στη μέση του Αρχιπελάγους, απομονωμένο από τις υπόλοιπες Κυκλάδες, στα σύνορα Αιγαίου και Ικάριου πελάγους, περιβεβλημένο από σκοπέλους που καθιστούν δύσκολη την προσέγγισή του. Σκοπέλους πραγματικούς. Θαλασσόβραχα ατάκτως ερριμμένα μεσοπέλαγα, που πάνω τους σκάνε κύματα ανημέρευτα. Σκοπέλους αλληγορικούς, η έλλειψη εμπορικού ενδιαφέροντος να εξυπηρετηθεί ακτοπλοϊκά και η αδιαφορία ιθυνόντων να προβληθεί όπως αξίζει, συνθήκες που την καθιστούν νησί άγονης «επικοινωνιακής» γραμμής. Και σκοπέλους προσωπικούς. Η άγνοια, ο δισταγμός, η αναβλητικότητα του ταξιδιώτη να επιλέξει να την επισκεφτεί, όπως και άλλα μικρά και άσημα νησιά του Αρχιπελάγους που δε διαλαλούν τα κάλλη του.

Όμως, όσοι επιθυμούν να ζήσουν τον προσωπικό τους αναχωρητισμό, βρίσκουν το δρόμο στο χάρτη, προσπερνούν σκοπέλους, κλείνουν αυτιά σε σειρήνες κοσμικών νησιών, απορυθμίζουν την πυξίδα τους που δείχνει πάντα τον βορρά και τελικά οδηγούνται ανατολικά των Κυκλάδων. Στο νησί που δονείται από αέρες και φουσκοθαλασσιές, στην ατίθαση ∆ονούσα της αιγαιοπελαγίτικης πολυνησίας των Μικρών Κυκλάδων.

Αυτοί, δε, που την επισκέπτονται ξανά και ξανά, οι μυημένοι στην απροσποίητη ομορφιά της, εύχονται απλά να μην υπήρχε δρόμος επιστροφής. Φανατικοί επισκέπτες, flaneurs που δεν τους ενδιαφέρουν κοσμικότητες και πολυτέλειες, ελεύθεροι κατασκηνωτές με ακόμα πιο ελεύθερο πνεύμα, επιζητούν εμπειρίες και ξεκινούν την περιπλάνηση τους στις Μικρές Κυκλάδες με αφετηρία την πιο «άγρια Κυκλάδα», τη ∆ενούσα, πίνοντας «αλμυρό νερό» στ' όνομα της για να δηλώσουν πίστη σε αυτήν.

Στη ∆ονούσα πηγαίνεις για να δώσεις άφεση αμαρτιών στον ίδιο τον εαυτό σου, να βιώσεις την εσωτερικότητα σου όπως εσύ την ορίζεις και να κάνεις επανεκκίνηση με προορισμό για εκεί που θεωρείς ότι βρίσκεται η ουσία της ύπαρξης σου.

Οι μέρες του θέρους στο νησί είναι μεγάλες ή τουλάχιστον μοιάζουν μεγαλύτερες από αυτές της πόλης. Ο χρόνος κυλά βραδύτερα, σεβόμενος τους ρυθμούς ενός τόπου που δε βιάζεται, που ξέρει τιι σημαίνει υπομονή, που έχει μάθει να περιμένει. Να περιμένει τα μποφόρια να πέσουν για να δέσει το πλοίο της γραμμής. Να περιμένει τις σοροκάδες να κοπάσουν για να βγουν τα καΐκια για ψάρεμα. Να περιμένει το γιατρό ή το δάσκαλο να διοριστεί για να γιατρευτούν οι ηλικιωμένοι και να μορφωθούν τα λιγοστά παιδιά του. Να περιμένει τους εφήμερους περιηγητές, τους αναχωρητές της ζωής, να το επισκεφτούν το καλοκαίρι για να γεμίσουν τις κρυμμένες ακροθαλασσιές και τα ζωγραφιστά σοκάκια του.

Ούτε και ο ήλιος βιάζεται να βασιλέψει, παρότι είναι κουρασμένος από τα μεγάλα ταξίδια του την ημέρα και τη λιγοστή ξεκούραση του τα βράδια. Σύμμαχος των πολύγλωσσων επισκεπτών του νησιού που ανασυντάσσουν δυνάμεις ξαπλωμένοι σε παραλίες σχεδόν ιδιωτικές, τους χαρίζει φως υπέρλαμπρο για να αποταμιεύουν στις αποθήκες των κύτταρων τους, βιταμίνη για όταν θα πρέπει να κλειστούν μέσα σε αφιλόξενα τσιμεντένια κουτιά τεσσάρων τοίχων. Τους προσφέρει αφειδώς οξυγόνο για να συσσωρεύσουν στα πνευμόνια τους, απόθεμα για τις γκρίζες μέρες και τις μαύρες νύχτες που θα νιώθουν ότι πνίγονται σε ωκεανούς προβλημάτων.

Οι επισκέπτες του θέρους βουτούν για ώρες το βλέμμα τους στο απέραντο γαλάζιο. Το ιώδιο του θεραπεύει τα μάτια τους από τη σύγχρονη αρρώστια της «οπτικής μικρότητας των οθονών» που έχει προσβάλει την καθημερινότητά τους. Είναι το βλέμμα, που με συνοδοιπόρο το νου, διαπλέουν υδάτινα μονοπάτια και φτάνουν ως εκεί που η θάλασσα φιλιέται με τον ουρανό και γίνονται ένα. Μοναδικά εμπόδια τους οι όγκοι του συμπλέγματος των τριών ακατοίκητων νήσων Μάκαρες και ακόμα πιο πέρα, της Νάξου, της Αμοργού, του Πάνω Κουφονησιού, μέχρι και της Ικαρίας, που προσομοιάζει με φάντασμα στον πελαγίσιο ορίζοντα.

Μοιάζουν ανέμελοι και σκεπτικοί συνάμα οι παραθεριστές. Ανέμελοι, όντας σε απόσταση ασφαλείας από την τοξική καθημερινότητα τους και σκεπτικοί μπρος στην απόκοσμη, αδάμαστη ομορφιά που αντικρίζουν ατενίζοντας τον κυανό ορίζοντα. Ίσως αναρωτιούνται πόσες αλμυρές σταγόνες έχει απορροφήσει το ηλιοκαμένο δέρμα τους. Ίσως μετρούν τις μέρες που απομένουν μέχρι το γυρισμό τους στο κλεινόν άστυ. Ίσως πάλι εξασκούνται σε κάτι πιο απλό, αλλά ζωτικό: να αδειάζουν το μυαλό και να γεμίζουν την καρδιά.

Εξάλλου, δε θέλει πολλά ο επισκέπτης της ∆ονούσας για να δικαιολογήσει την εφήμερη παρουσία τους εκεί. Το μυαλό επιζητά ταξίδι; και η καρδιά θάλασσα. Ταξίδια από εκείνα που τα πραγματοποιείς από ανάγκη να αλλάξεις ιδέες και όχι μέρος (Hippolyte Taine). Και θάλασσες που ξεπλένουν παραλείψεις, λάθη και μικρότητές. Θάλασσες ικανές να ανασύρουν από το βυθό του απύθμενου εγώ μας, έρωτες και πάθη για όσα εκούσια ή ακούσια απολέσουμε, μπλεγμένοι σε γρανάζια επιβίωσης, κι ας ήταν πολύτιμα. Στη ∆ονούσα πηγαίνεις για να δώσεις άφεση αμαρτιών στον ίδιο τον εαυτό σου, να βιώσεις την εσωτερικότητα σου όπως εσύ την ορίζεις και να κάνεις επανεκκίνηση με προορισμό για εκεί που θεωρείς ότι βρίσκεται η ουσία της ύπαρξης σου. Αναβάπτιση.

Ο αρχαίος μύθος θέλει τον ερωτευμένο ∆ιόνυσο να μεταφέρει την αγαπημένη του Αριάδνη από τη Νάξο στην Δονούσα, για να μην τη βρει ο Θησέας. Νιώθω ότι οι φαινομενικά αταίριαστοι επισκέπτες, έρχονται υποταγμένοι από μια μοίρα αρχέγονη για να πράξουν το ίδιο. Να κρύψουν εδώ ό,τι πιο πολύτιμο και αγαπημένο έχουν. Να κρύψουν έρωτες, φιλίες, οικογένειες, να μην τις αγγίξει η λαίλαπα του άναρχου τουρισμού και δεν τους επιτρέψει να βιώσουν τις ιερές ημέρες των διακοπών τους με τη γαλήνη και την τέρψη που επιζητούν σαν οξυγόνο.

Αυτή είναι η ∆ονούσα. Χωρίς φκιασίδια και στολίσματα. Με ξωκλήσια κάτασπρα που ξεχειλίζουν προσευχές. Με μουσικές λαούτου και λύρας που κάνουν τους θαλασσοθρεμμένους νησιώτες να ξεχωρίζουν ακόμα και χορεύοντας, αφού οι μύτες των ποδιών τους ίσα που πατάνε στο έδαφος. Γιοι και κόρες του ελληνικού φωτός και του θαλασσινού αγέρα, ώρες-ώρες μοιάζουν περισσότερο να πετούν και λιγότερο να χορεύουν, με την καρδιά τους πιότερο, παρά με τα πόδια τους. Με βράχια ταπεινά και κοφτερά σαν κυματοθραύστες, να σταματούν την επέλαση της τεχνολογίας και της αλλοτρίωσης. Με πανηγύρια αυτοσχέδια δίπλα στο λιλιπούτειο λιμάνι της, εκεί που κάθε μέρα, με μποφόρια ή ακόμα και με απογοητευτικό, δένει ο θρυλικός Σκοπελίτης, η πλωτή γέφυρα επικοινωνίας των Μικρών Κυκλάδων.

Με γάτες περισσότερες από κατοίκους (150 κάτοικοι και 250 γάτες, σύμφωνα με το «∆ονούσα Cats project»), που τα πρωινά λιάζονται νωχελικά υπό το ενάερο, μαργαριταρένιο φως του ηλίου και τα μεσάνυχτα κοιμούνται υπό την σεληνιακή άλω. Με θάλασσες που ξεπλένουν κρίματα. Με συρματόσχοινα στα μπαλκόνια, που πάνω τους αντί για μπουγάδες κρέμονται χταπόδια που στεγνώνουν κάτω από ηλιόχρυσες ακτίνες. Με χρώματα εξωπραγματικά εκτυφλωτικά -σμαραγδί, γαλάζιο, τιρκουάζ, κυανό, βαθύ μπλε- να βάφουν ύδωρ και αέρα και να σε αναγκάζουν να αναρωτηθείς μαγνητισμένος «Θεέ μου τί μπλε ξόδευσες για να μη σε βλέπουμε;» (Οδυσσέας Ελύτης).

Όσοι επιλέγουν να επισκεφτούν τη ∆ονούσα θέτουν εαυτόν σε μια οικιοθελή αυτο-ομηρία, που μοιάζει σα να μη θέλουν να έχει τελειωμό. Για αυτούς που αυτοεξορίζονται από την κοσμική θλίψη των μεγάλων νησιών, η ∆ονούσα αποτελεί μια βίγλα πελαγίσια απ' όπου ατενίζουν το γαλάζιο της θάλασσας -αυτό που εμπνέει τους ποιητές- και γοητεύονται από τα θέλγητρα της. Μάγισσα ∆ονούσα. Έτσι ονόμασαν και τη λάντζα που σε μεταφέρει στο ερημητήριο των Μάκαρων και στις απρόσιτες παραλίες της, που αγέρωχα βράχια κρατούν κρυμμένες από τα αδηφάγα μάτια των πολλών, δώρο μόνο για τα εξασκημένα μάτια των λίγων.

∆υστυχώς, όμως, λέξεις και περιγραφές δε σου επιτρέπουν να ακούσεις τον παφλασμό των κυμάτων και τα λαούτα του πανηγυριού ή να μυρίσεις το νυχτολούλουδο και την ρίγανη. Και δυστυχώς, επίσης, τα όσα νιώθεις περαστικός από το νησί αυτό, δε μπορούν να καταμετρηθούν. Το άπειρο, όπως η θάλασσα, όπως ο ουρανός, δε μετριούνται. Όλα τα άλλα, σε αυτόν τον τόπο τον ανόθευτο και περήφανο, είτε είναι άχρηστα, είτε περισσεύουν.

Κι όταν έρχεται η ώρα να αποχαιρετίσεις τη ∆ονούσα την ατίθαση, πληρώνεις το εισιτήριο της επιστροφής σου με μια υπόσχεση: να ξαναγυρίσεις. Και οδεύοντας το δρόμο της επιστροφής, γεμάτος απ' όσα βίωσες, στο κατάστρωμα του Σκοπελίτη που σε γυρνάει στην προσωπική σου πραγματικότητα, καταμεσής του αρχιπελάγους, συνειδητοποιείς ότι μαζί με τις βαλίτσες σου, κουβαλάς σα φυλακτό τα λόγια του ποιητή:

«...Απ' το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα,

τους ανθρώπους

και την καρδιά μας,

τα μάτια μας γέμισαν αύριο...»

(Γιάννης Ρίτσος)