Οδοιπορικό στα Νησιά Φερόε

Το 1906 οι γυναίκες κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου και κάθε τόσο μικρά δημοψηφίσματα διοργανώνονταν. Οι άντρες της πόλης πάντως αδιαφορούσαν: το πρωί έβγαιναν για ψάρεμα και τα βράδια έπιναν. Ακόμα και την ημέρα των εκλογών η ρουτίνα των αντρών δεν άλλαξε. Ωστόσο, οι γυναίκες είχαν βαρεθεί να υποδέχονται μεθυσμένους συζύγους στο σπίτι και μία από τις αποφάσεις που ελήφθησαν χάρη στη γυναικεία ψήφο στις εκλογές εκείνης της χρονιάς, ήταν η ποτοαπαγόρευση. «Απίστευτο, έτσι;» λέει ο Έιναρ.
George Pavlopoulos

Είναι μια πτήση πάνω απ' την απεραντοσύνη του Ατλαντικού. Η μικρή αεροπορική εταιρεία των Νησιών Φερόε απασχολεί αεροσυνοδούς όλων των ηλικιών: φορούν μπλε παλιομοδίτικες στολές και πίσω απ' το χαμόγελό τους διακρίνει κανείς μια τραχύτητα. Αυτές οι γυναίκες που περπατούν, θαρρείς, πάνω στον ωκεανό είναι οι πρώτοι κάτοικοι των νησιών που συναντάει ο επισκέπτης. Σερβίρουν αχνιστό καφέ κι αψηφούν τα κύματα του Ατλαντικού, που κάνουν τα κεφάλια των πιο ανήσυχων επιβατών να κοιτούν κάτω χαμηλά, έξω απ' τα παράθυρα.

Μια νεαρή μητέρα μιλάει χαμηλόφωνα με την κόρη της. Κάτι της δείχνει. Η αεροσυνοδός πλησιάζει προς το μέρος τους κι αγκαλιάζει το παιδί. Μιλούν για περισσότερα από δέκα λεπτά, σε βαθμό που αναρωτιέμαι αν αυτό το εκτεταμένο διάλειμμα είναι επιτρεπτό. Αυτό το στιγμιότυπο που παίζεται στο μπροστινό κάθισμα ανάμεσα σε χαμόγελα και ζεστά βλέμματα κατευθείαν στα μάτια, προϊδεάζει για το πώς μοιάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις στο φεροέζικο έδαφος: σ' ένα έθνος που αριθμεί πενήντα χιλιάδες κατοίκους σκορπισμένους σε δεκαοχτώ νησιά, το πιο πιθανό είναι πως όλοι γνωρίζονται με κάποιο τρόπο μεταξύ τους.

*

Το λεωφορείο απ' το αεροδρόμιο για την πρωτεύουσα Τόρσαβν προσφέρει μια εισαγωγή στη γεωγραφία των Φερόε. Μερικές απ' τις πιο ψηλές κατακόρυφες πλαγιές του πλανήτη βρίσκονται εδώ. Τα κύματα του ωκεανού σμιλεύουν το τοπίο και μένει κανείς έκθαμβος μπροστά στη διαβρωτική δύναμη της φύσης. Σ' όλες τις πλαγιές έχουν ακροβολιστεί πρόβατα που βόσκουν ανέμελα, δίχως να κοιτούν ποτέ τον ορίζοντα: στην τοπική γλώσσα, Φερόε σημαίνει «Τα νησιά των προβάτων».

Το λεωφορείο βυθίζεται μέσα σε διαδοχικά τούνελ. Ένα απ' αυτά έχει ανοίξει το 2002 κι είναι υποθαλάσσιο. Στο βαθύτερο σημείο του βρίσκεται εκατό μέτρα κάτω απ' τον ωκεανό και το συνολικό του μήκος είναι σχεδόν πέντε χιλιόμετρα. Πριν τη διάνοιξή του, έπρεπε να πάρει κανείς το φέρρυ για να φτάσει στην Τόρσαβν. «Είναι μια πρόοδος», μου λέει ο οδηγός, «αισθανόμαστε λιγότερο απομονωμένοι έτσι, είναι λες και γίναμε ξαφνικά μια χώρα ηπειρωτική». Οδηγεί με ταχύτητα που μοιάζει ιλιγγιώδης με βάση το τοπίο: έξω απ' το παράθυρο υπάρχουν γκρεμοί εκατοντάδων μέτρων. «Έχω κάνει τη διαδρομή άπειρες φορές. Μόνο αν μας επισκεφθεί η ομίχλη», λέει γλαφυρά, «κόβω ταχύτητα».

Η διαδρομή διαρκεί μια ώρα και περνάει από γιρλάντες χωριών, που είναι άλλοτε σκαρφαλωμένα σε πλαγιές κι άλλοτε αγκυροβολημένα μπροστά στο νερό. Το μάτι δεν αργεί να συνηθίσει την κυριαρχία της φύσης κι έτσι, όταν μετά από μια στροφή εμφανίζεται η Τόρσαβν, νομίζει κανείς πώς βλέπει μπροστά του μια μητρόπολη.

*

Η Τόρσαβν είναι μια από τις μικρότερες πρωτεύουσες του πλανήτη, με πληθυσμό δεκαεννιά χιλιάδων κατοίκων. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά γύρω απ' το λιμάνι, το οποίο σύμφωνα με τους ντόπιους βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες τοποθεσίες της μικρής επικράτειας εξαιτίας των ανέμων. Αν κάτι εξομαλύνει κάπως την κατάσταση είναι το γειτονικό νησάκι Νολσόυ, που λειτουργεί σαν ασπίδα απέναντι στις διαθέσεις του καιρού.

Οι βάρκες στο λιμάνι είναι δεμένες και μπροστά τους τρέχουν παιδιά ντυμένα με αντιανεμικά μπουφάν. Είναι μια ζωή που κυλάει ήσυχα πλάι στο νερό. Τα σπίτια είναι πολύχρωμα κι αν περιπλανηθεί κανείς στα ανηφορικά σοκάκια της Τόρσαβν θα δει ότι τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το κόκκινο και το μαύρο -κι ανάμεσά τους πινελιές κίτρινου και γαλάζιου. Φτιαγμένα από ξύλο και συχνά με γρασίδι στις οροφές ως φυσικό μονωτικό, τα σπίτια στα Νησιά Φερόε είναι ανέλπιστα ευρύχωρα. Ρωτώντας τους κατοίκους θα πάρει κανείς την ίδια απάντηση: «περνάμε πολύ χρόνο μέσα στο σπίτι επειδή ο καιρός συνήθως δεν επιτρέπει εξωτερικές δραστηριότητες». Στην ερώτηση δε, πόσο κρατάει το καλοκαίρι εδώ, ένας άντρας γύρω στα πενήντα απαντάει γελώντας: «Α, το καλοκαίρι είναι η ωραιότερη μέρα του χρόνου».

*

Το λεωφορείο για το Κλάκσβικ διασχίζει ένα ακόμα υποθαλάσσιο τούνελ. Στο βαθύτερο σημείο του φωτίζεται έντονα απο χρωματιστές λάμπες, τις οποίες έχει σχεδιάσει ο καλλιτέχνης Tróndur Patursson. Είναι το κομβικό σημείο του τούνελ, καθώς μόνο εκεί υπάρχει για μερικά μέτρα επίπεδη επιφάνεια, καθώς αμέσως μετά ξεκινούν τα περίπου δυόμισι χιλιόμετρα ανηφορικής διαδρομής προς την έξοδο.

Το Κλάκσβικ απλώνεται σε δυο απότομες πλαγιές εκατέρωθεν του κόλπου. Απέναντί του στέκεται το Κουνόυ, ένα κοντινό νησί που με τον όγκο του σκεπάζει τον μισό ουρανό κι ολόκληρο τον ορίζοντα. Είναι μια πόλη πέντε χιλιάδων κατοίκων κι η δεύτερη μεγαλύτερη των Νησιών. Θεωρείται από τις πιο ζωντανές περιοχές των Φερόε, αφού υπάρχει ανέλπιστα μεγάλος αριθμός καλλιτεχνικών δρώμενων, ενώ τη δεκαετία του '60 είχε ξεκινήσει εδώ μια κοινωνική αναταραχή που υποχρέωσε τη δανέζικη κυβέρνηση να στείλει αστυνομία για να κατευνάσει τα πνεύματα.

Δίπλα από το σταθμό των λεωφορείων βρίσκεται το μικρό εργοστάσιο της Föroya Bjór. Είναι η μικρή ζυθοποιία των Φερόε και για σήμα της έχει ένα πράσινο κριάρι. Στην είσοδο με υποδέχεται ο ιδιοκτήτης, ένας ασπρομάλλης άντρας που ονομάζεται Έιναρ Βάαγκ. Καθόμαστε στο γραφείο του και πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, ο Έιναρ φέρνει οχτώ διαφορετικές μπύρες για δοκιμή και ισάριθμα ποτήρια.

Είναι μια οικογενειακή επιχείρηση που έχει περάσει από γενιά σε γενιά, με την ιστορία να ξεκινάει το 1888. Ο πρόγονος τού Έιναρ ονομαζόταν Χάνσεν στο επώνυμο, ωστόσο επειδή το έβρισκε πολύ κοινό το άλλαξε σε Βάαγκ, που σημαίνει «κόλπος» κι είναι ένας φόρος τιμής στην πόλη του Κλάκσβικ. Καθώς τα μπουκάλια ανοίγουν, οι ιστορίες ξετυλίγονται. «Ξέρεις», λέει ο Έιναρ, «υπάρχει μια παράδοση κατανάλωσης μπύρας στα Φερόε κι αυτό δημιουργούσε προβλήματα. Και το κυριότερο», συνεχίζει, την ώρα που ανοίγει μια μπύρα που ονομάζεται «Μαύρο Πρόβατο» κι έχει γεύση δυνατή, «οι γυναίκες πάντοτε διαμαρτύρονταν επειδή οι άντρες τους επέστρεφαν στο σπίτι μεθυσμένοι».

Όπως διηγείται ο Έιναρ, οι αρχές του 20ου αιώνα ήταν εποχή ζυμώσεων σ' όλη την Ευρώπη και τα Φερόε δε θα μπορούσαν να μη συμμετάσχουν, έστω και στην περιορισμένη κλίμακά τους. Το 1906 οι γυναίκες κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου και κάθε τόσο μικρά δημοψηφίσματα διοργανώνονταν. Οι άντρες της πόλης πάντως αδιαφορούσαν: το πρωί έβγαιναν για ψάρεμα και τα βράδια έπιναν. Ακόμα και την ημέρα των εκλογών η ρουτίνα των αντρών δεν άλλαξε. Ωστόσο, οι γυναίκες είχαν βαρεθεί να υποδέχονται μεθυσμένους συζύγους στο σπίτι και μία από τις αποφάσεις που ελήφθησαν χάρη στη γυναικεία ψήφο στις εκλογές εκείνης της χρονιάς, ήταν η ποτοαπαγόρευση. «Απίστευτο, έτσι;» λέει ο Έιναρ. Η μπύρα που παραγόταν από το 1906 κι έπειτα είχε σχεδόν μηδαμινή περιεκτικότητα σε αλκοόλ κι η απόφαση εκείνης της ημέρας παρέμεινε σε ισχύ για εβδομήντα-τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1980.

Σήμερα, η ποτοαπαγόρευση δεν ισχύει και η Föroya Bjór απασχολεί περίπου σαράντα εργαζόμενους, προσφέροντας περισσότερες από δέκα διαφορετικές ετικέτες. Ο Έιναρ γνωρίζει καλά την ιστορία της περιοχής και του ζητώ να μου πει περισσότερα για την οικονομική κρίση που χτύπησε τα Φερόε στα μέσα της δεκαετίας του '90. «Ήταν άσχημη εποχή για όλους. Η κρίση ξεκίνησε εξαιτίας αλλαγών στη νομοθεσία της αλιείας. Είχαν προηγηθεί χρόνια που όλοι ψάρευαν υπερβολικά κι όταν σιγά σιγά τα επιτρεπτά όρια μειώθηκαν και τα αποθέματα συρρικνώθηκαν, δημιουργήθηκε μια κρίση που χτύπησε όλους τους τομείς. Επιπλέον», συνεχίζει, «όλοι δανείζονταν από τις τράπεζες για ν' αγοράσουν σπίτια. Υπάρχει μακρά κουλτούρα ιδιοκτησίας στα Φερόε και με το φτηνό χρήμα εκείνης της εποχής δεν υπήρχε κανένας που να μην είχε δανειστεί. Όμως, όσο τα όρια της αλιείας περιορίζονταν, τόσο ελαττωνόταν το εισόδημα και τα δάνεια δεν μπορούσαν πλέον ν' αποπληρωθούν. Έτσι, οι τράπεζες δεν άντεξαν και δύο απ' αυτές χρεωκόπησαν. Η κρίση χτύπησε απευθείας στην καρδιά της αλιείας κι έπειτα επεκτάθηκε ραγδαία σ' όλους τους τομείς. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Ο κόσμος πήγαινε στις τράπεζες κι απλώς άφηνε στο γκισέ τα κλειδιά του σπιτιού του. Όλο αυτό κράτησε πέντε-έξι χρόνια. Για να καταλάβεις πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα», λέει, «εφτά χιλιάδες άνθρωποι έφυγαν από τα Φερόε λόγω της κρίσης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ένας στους εφτά κατοίκους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα Νησιά».

Η κατάσταση έχει πια πλήρως εξομαλυνθεί, μολονότι υπήρξε εκ νέου ένταση το 2004, όταν τα Φερόε απαίτησαν δημοψήφισμα για την πλήρη ανεξαρτητοποίησή τους από το Βασίλειο της Δανίας. «Ο τότε Δανός πρωθυπουργός Ράσμουσεν», λέει ο Έιναρ, «απειλούσε θεούς και δαίμονες. Έλεγε ουσιαστικά ότι αν φύγουν τα Φερόε από το Βασίλειο, το ίδιο θα προσπαθήσει να κάνει και η Γροιλανδία, και γι' αυτό εκβίαζε με κυρώσεις που έμοιαζαν να φέρνουν το τέλος του κόσμου. Το δημοψήφισμα δεν έγινε ποτέ, φυσικά».

*

Ο Χασάντι έχει γεννηθεί στην κωμόπολη Ρούναβικ αλλά ζει τα τελευταία χρόνια στο Κλάκσβικ. Τον συναντώ έξω από ένα καφέ που ονομάζεται Fríða και προσφέρεται να με οδηγήσει στα βόρεια νησιά. Καθώς πλησιάζουμε αρχικά το Κουνόυ, μου δείχνει ένα εγκαταλελειμμένο χωριό. «Είναι ένα από αυτά τα χωριά που ερήμωσαν ξαφνικά», λέει. «Νομίζω ότι πολλά απ' αυτά τα μέρη ερήμωσαν όταν ήρθε στις πόλεις το ηλεκτρικό ρεύμα. Οι άνθρωποι ήθελαν να νιώθουν περισσότερο ασφαλείς και ενταγμένοι σε κάποια κοινότητα. Να σκεφτείς», συνεχίζει, «όταν δεν υπήρχαν αυτά τα τούνελ, έπρεπε να περιμένεις πότε θα σαλπάρει το καράβι ή καμιά βάρκα για να περάσεις απέναντι στο Κλάκσβικ. Υποθέτω ότι ήταν αφόρητα κουραστικό, καθώς εδώ πιάνει ομίχλη που μπορεί να μην επιτρέπει μετακινήσεις για βδομάδες». Του λέω ότι έχω ακούσει για ένα χωριό, το Skarð, που ερήμωσε μέσα σε λίγα χρόνια όταν όλοι οι άντρες που ζούσαν εκεί πνίγηκαν στη θαλασσοταραχή του 1913, την ώρα που ψάρευαν. Είχαν σωθεί μόνο δυο αγόρια εννιά και έντεκα χρονών κι ένας εβδομηντάχρονος άντρας. «Ναι», λέει ο Χασάντι ήρεμα, «το ένα αγόρι ήταν ο παππούς μου».

Διασχίζουμε το τούνελ που είναι σκαμμένο μέσα στο βουνό κι έχει μήκος δυόμισι χιλιόμετρα. Αυτό το τούνελ είναι στην πραγματικότητα μια στενή λωρίδα δρόμου, στην οποία χωράει μόνο ένα αυτοκίνητο -και σ' όλο του το μήκος είναι απολύτως σκοτεινό. Ο Χασάντι τρέχει υπερβολικά μέσα στο τούνελ με τους προβολείς αναμμένους. «Είναι συνηθισμένο να τρέχεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. Οι τουρίστες δεν τρέχουν, οι ντόπιοι όμως πρέπει να τρέξουν. Κάθε τετρακόσια περίπου μέτρα υπάρχει μια μικρή διαπλάτυνση στο τούνελ. Αν δεις κάποιον να έρχεται πρέπει να φτάσεις πρώτος εκεί και να κάνεις στην άκρη ώστε να περάσουν οι απέναντι. Επειδή οι περισσότεροι είναι τουρίστες, και για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο κάποιος να πρέπει να κάνει όπισθεν μέσα στο σκοτάδι για εκατοντάδες μέτρα, εμείς οι ντόπιοι τρέχουμε επειδή ξέρουμε πού βρίσκεται το σημείο που μπορούμε να σταματήσουμε».

Τη δεκαετία του '80 υπήρχε ένας παροξυσμός κατασκευής τούνελ. Όταν βγαίνουμε ξανά στο φως, ο Χασάντι μού δείχνει το απέναντι νησί, το Καλσόυ. «Το Καλσόυ είναι ένα από τα πιο μικρά νησιά και ζουν μετά βίας εκατόν-πενήντα άνθρωποι στους λιγοστούς οικισμούς του. Το αποκαλούμε "Το Φλάουτο". Ξέρεις γιατί; Επειδή έχει πέντε τέτοια σκοτεινά τούνελ και μοιάζει τρύπιο». Στο μεταξύ, στο Κουνόυ ο ουρανός μοιάζει διάφανος και στο βάθος φαίνεται το ομώνυμο χωριό. Έχει ξεκινήσει πολλές δεκαετίες πριν σαν ένας οικισμός από τρεις φάρμες αλλά σήμερα έχει γίνει προάστιο του Κλάκσβικ. Είναι πολύ πιο φτηνό να κατοικεί κανείς εδώ, ενώ σε λιγότερο από είκοσι λεπτά μπορεί να βρίσκεται στην πόλη για τα ψώνια του. Λόγω θέσης, το Κουνόυ μοιάζει να έχει πάντοτε ήλιο. Τα κόκκινα σπίτια από ξύλο είναι χτισμένα κοντά στο νερό κι εκείνη την ώρα οι περισσότεροι κάτοικοι βρίσκονται στις δουλειές τους. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως υπάρχει ζωή εδώ. Έρημοι δρόμοι και ένα σκυλί που γαβγίζει κι η φωνή του αντηχεί μέχρι πέρα μακριά.

Πίσω από το χωριό, τα βράχια μοιάζουν σμιλεμένα και θυμίζουν αρχαίο ρωμαϊκό αμφιθέατρο. «Υπάρχει ένα τεχνητό δάσος εδώ παραπάνω, θα σε πάω να το δεις. Όπως θα έχεις παρατηρήσει, δεν υπάρχουν πολλά δέντρα στα Φερόε». Το δάσος για το οποίο μιλάει, είναι στην πραγματικότητα ένα μεγάλο πάρκο φυτεμένο έξω απ' το χωριό, σε μια πλαγιά που αν σταθείς στην κορυφή της μια ανέφελη μέρα μπορείς ν' ατενίσεις τον ορίζοντα μέχρι τον Βόρειο Πόλο. Περπατάμε δέκα λεπτά ώσπου φτάνουμε σ' έναν μισοφαγωμένο βράχο -κι είναι ν' απορεί κανείς για το πώς ακόμα στέκεται εκεί και δεν έχει κατρακυλήσει στη θάλασσα. «Όταν ήμασταν παιδιά, κάναμε πικ-νικ κάτω απ' το βράχο και βάζαμε τις κιθάρες μας -ας πούμε- για στήριγμα, για να μην πέσει ο βράχος και μας πλακώσει. Πόσο αθώο ήταν αυτό;»

*

***Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το οδοιπορικό στα Νησιά Φερόε ακολουθώντας τον σύνδεσμο.

Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων καθώς και πολλών ταξιδιωτικών κειμένων. Για περισσότερες πληροφορίες:Website || Instagram || Facebook