Ο συνταγματικός οίστρος να μην οδηγήσει σε άσκοπη πολιτική πλειοδοσία

Πέμπτον, συρρίκνωση των πολιτικών προνομίων, ώστε για μεν τους βουλευτές το ακαταδίωκτο να αφορά αποκλειστικά αδικήματα που συνδέονται άμεσα με την πολιτική τους δράση και η ασυλία να παρέχεται μόνο μετά από αίτηση του ιδίου του βουλευτή που εγκαλείται, για δε τους υπουργούς η ποινική δίωξη να ασκείται κατά τις κοινές διατάξεις από τον Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο καθίσταται αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων. Σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων ενισχύεται συνταγματικά η διαφάνειά τους, με έλεγχο από Επιτροπή που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε να υπάρχει επαρκής λογοδοσία και οι οικονομικοί τους πόροι να καθίστανται γνωστοί στους πολίτες.

Διάγουμε περίοδο συνταγματικού οίστρου. Κατά μία παράδοξη συγκυρία οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου και η επιστημονική κοινότητα φαίνεται να ανοίγουν το κεφάλαιο της συνταγματικής αναθεώρησης την ίδια χρονική περίοδο. Είτε πρόκειται για μια γνήσια έκφραση συλλογικής αυτοσυνειδησίας σχετικά με το ότι το θεσμικό μας πλαίσιο έχει εξαντλήσει τη δυναμική του είτε η ενεργοποίηση αυτή συνδέεται με πολιτικές ή άλλες επιδιώξεις, γεγονός είναι ότι το αμέσως προσεχές διάστημα θα υπάρξει ένας ευρύς διάλογος για τον καταστατικό χάρτη της χώρας. Οι όροι υπό τους οποίους θα γίνει ο διάλογος αυτός θα προσδιορίσει εν πολλοίς και τη φυσιογνωμία και έκταση της αναθεώρησης. Η πολιτική και συνταγματική ιστορία του τόπου αποδεικνύει ότι είτε η αναθεώρηση επιβάλλεται μονομερώς από την κρατούσα πολιτική δύναμη με παραγωγικά αίτια πολιτικής φύσεως και κεντρικό πυρήνα διατάξεων (όπως συνέβη στην αναθεώρηση του 1986), είτε γίνεται σε ένα πνεύμα εξαιρετικά συναινετικό χωρίς κεντρικό άξονα αλλά με χαρακτήρα διάχυτο (όπως συνέβη στην αναθεώρηση του 2001), είτε διεξάγεται σε ένα κλίμα αμήχανης πολιτικής αντιπαράθεσης (όπως συνέβη στην αναθεώρηση του 2008) μπορεί εξίσου να παραχθούν αρνητικά, και πάντως όχι ιδιαιτέρως ωφέλιμα, αποτελέσματα.

Αυτό που πρωτίστως απαιτείται είναι, κατά τη γνώμη μου, μια έλλογη προσέγγιση στη διαδικασία της αναθεώρησης. Δηλαδή, απαιτείται, πρώτα από όλα, η διαπίστωση των παθογενειών που η πολιτική πρακτική ανέδειξε σε σχέση με την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων (ώστε να προσδιοριστούν και οι προς αναθεώρηση διατάξεις) και στη συνέχεια να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για τις προτεινόμενες λύσεις, οι οποίες θα τεθούν εν τέλει και στην κρίση του εκλογικού σώματος στις εκλογές που θα υπάρξουν μεταξύ της προτείνουσας και της αποφασίζουζας Βουλής. Οι βασικές παθογένειες του συνταγματισμού της μεταπολίτευσης συνδέονται με την έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, τις αντιπαραγωγικές κρατικές δομές, την ανυπαρξία μηχανισμών δημοσιονομικού ελέγχου και οικονομικής ρύθμισης και την έλλειψη επαρκούς και αποτελεσματικής λογοδοσίας.

Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύτηκε με την Καθημερινή της 5ης Ιουνίου και θα εκδοθεί σε πλήρη μορφή από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, η πρόταση «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα», την οποία συνέταξαν οι Αλιβιζάτος, Βουρλούμης, Κτιστάκις, Μάνος, Σπυρόπουλος και ο υπογράφων. Συγκλίνοντας στα κοινά και επιχειρώντας διαβουλευτικά να συναιρέσουμε τις διαφορές μας τολμήσαμε να εκτεθούμε στον δημόσιο διάλογο και την επιστημονική κριτική με μια, κατά την κρίση μας, δομημένη πρόταση. Η πρόταση στηρίζεται στους ακόλουθους άξονες:

Πρώτον, ενίσχυση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας του πολιτεύματος, ώστε η Βουλή να αποτελεί όχι μόνο γνήσιο πεδίο διαβουλευτικής δημοκρατίας αλλά και φορέα ουσιαστικού ελέγχου έναντι της Κυβέρνησης. Αυτό θα επιτευχθεί με ασφαλιστικές δικλείδες για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και με ενίσχυση των δικαιωμάτων των κοινοβουλευτικών μειοψηφών, ώστε οι πρόεδροι του ημίσεος τουλάχιστον των διαρκών Επιτροπών να προέρχονται υποχρεωτικά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να είναι δυνατή η σύσταση εξεταστικών επιτροπών και από την αντιπολίτευση. Παράλληλα, η διάρκεια της βουλευτικής περιόδου αποσυνδέεται από πολιτικές σκοπιμότητες, ώστε οι εκλογές να γίνονται σε τακτό χρόνο. Μόνον η Βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία, θα μπορεί να αποφασίζει την αυτοδιάλυσή της, ενώ η αδυναμία συναινετικής εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας δεν θα συνιστά λόγω διάλυσής της. Στην ίδια λογική, θα επιτρέπεται μόνον δημιουργική πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης με συγκεκριμένη πρόταση για υποψήφιο πρωθυπουργό. Τέλος, προβλέπεται για πρώτη φορά υποχρεωτικά ο θεσμός των υπηρεσιακών υφυπουργών.

Δεύτερον, ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας, χωρίς αλλοίωση της μορφής του Πολιτεύματος. H εκλογή του Προέδρου θα γίνεται για περίοδο έξι ετών από διευρυμένο σώμα εκλεκτόρων, το οποίο θα υπερβαίνει την εκάστοτε συγκεκριμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υποψηφιότητες θα υποβάλλονται από τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή και από τουλάχιστον πενήντα χιλιάδες πολίτες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχει αρμοδιότητα να συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, να διαλύει τη Βουλή αν, κατά τη κρίση του, η σύνθεσή της βρίσκεται σε δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα, να προκηρύξει κατά τη διάρκεια της θητείας του ένα δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, να αναπέμπει ψηφισμένα νομοσχέδια στο Ανώτατο Δικαστήριο για λόγους τυπικής ή ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας και να επιλέγει, από σχετικούς καταλόγους υποψηφίων που του υποβάλλονται, τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον Πρόεδρο και μέλη των ανεξαρτήτων αρχών και τον υπηρεσιακό υφυπουργό που προΐσταται οργανικά του σώματος των Δημοσίων Υπαλλήλων.

Τρίτον, διασφάλιση της ορθολογικής διοίκησης και δημοσιονομικής λειτουργίας, με την εισαγωγή δημοσιονομικών κανόνων σε όλα τα επίπεδα κρατικής οργάνωσης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και περιορισμένο δανεισμό. Η εισαγωγή των κανόνων αυτών, εκτός από την αυτονόητη αξία τους για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, συνιστούν υποχρέωση της χώρας μας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα οικονομικά του δημοσίου θα ελέγχονται από ανεξάρτητο φορέα με υψηλές εγγυήσεις και κύρος, η οποία θα απαρτίζεται από δικαστικούς λειτουργούς με θητεία, οριζόμενους με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Διασφαλίζεται η αξιοκρατία και η διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση και προβλέπεται η ύπαρξη ανώτατου δημοσιοϋπαλληλικού σώματος, κατά τα πρότυπα αναπτυγμένων διοικητικών συστημάτων, που θα μπορεί με τρόπο ευέλικτο και αποτελεσματικό να διαχειρίζεται κρίσιμη ύλη της διοικητικής λειτουργίας του κράτους. Καθιερώνεται συνταγματικά ένα ασφαλές φορολογικό και επενδυτικό περιβάλλον και, τέλος, καταργούνται ρητά τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου.

Δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για μια ακόμη χαμένη ευκαιρία θεσμικής αναδιάταξης ούτε πρέπει να καταστεί η αναθεωρητική διαδικασία βορά σε μια άσκοπη πλειοδοσία πολιτικής παράστασης, αλλά όχι ουσίας.

Τέταρτον, ισχυροποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε ουσιαστικές αρμοδιότητες να ασκούνται όσο το δυνατόν κοντύτερα στον πολίτη και οι σχετικοί πόροι να περιέρχονται απευθείας στους δήμους και τις περιφέρειες, χωρίς τη μεσολάβηση της κεντρικής διοίκησης. Με τον τρόπο αυτό, η αυτοδιοίκηση θα αναβαθμιστεί θεσμικά και θα καταστεί περισσότερο υπεύθυνη ως ισότιμος θεσμικός συνομιλητής της κεντρικής διοίκησης. Παράλληλα καθιερώνονται ουσιαστικές μορφές ανεξάρτητης και πιστοποιημένης λογοδοσίας και ελέγχου και συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση των οικονομικών των δήμων και των περιφερειών τους.

Πέμπτον, συρρίκνωση των πολιτικών προνομίων, ώστε για μεν τους βουλευτές το ακαταδίωκτο να αφορά αποκλειστικά αδικήματα που συνδέονται άμεσα με την πολιτική τους δράση και η ασυλία να παρέχεται μόνο μετά από αίτηση του ιδίου του βουλευτή που εγκαλείται, για δε τους υπουργούς η ποινική δίωξη να ασκείται κατά τις κοινές διατάξεις από τον Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο καθίσταται αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων. Σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων ενισχύεται συνταγματικά η διαφάνειά τους, με έλεγχο από Επιτροπή που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε να υπάρχει επαρκής λογοδοσία και οι οικονομικοί τους πόροι να καθίστανται γνωστοί στους πολίτες. Εξάλλου, με δικαστική απόφαση καθίσταται δυνατή η απαγόρευση της συμμετοχής σε προκηρυχθείσες εκλογές πολιτικού κόμματος, η ηγεσία του οποίου παροτρύνει συστηματικά ή ανέχεται τη χρήση βίας. Τέλος, καθιερώνεται επίκαιρο και προοπτικό ασυμβίβαστο για τα μέλη της Κυβέρνησης, τα οποία δεν θα μπορούν να είναι βουλευτές ούτε να ανακηρυχθούν υποψήφιοι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Έκτον, καθιέρωση βασικών αρχών του εκλογικού συστήματος, ώστε να διασφαλίζεται επαρκής αντιπροσωπευτικός δεσμός μεταξύ εκλογέων και αντιπροσώπων και να αποφεύγεται η χειραγώγηση του εκλογικού νόμου από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία για την άντληση συγκυριακών πολιτικών ωφελημάτων. Οι μισές τουλάχιστον εκλογικές περιφέρειες θα είναι μονοεδρικές, κατά τρόπο ώστε η πληθυσμιακή απόκλιση καθεμιάς από τον εθνικό μέσο όρο να μην υπερβαίνει το 10%, τα δε όρια των υπόλοιπων εκλογικών περιφερειών θα συμπίπτουν με τα όρια των περιφερειών. Εξάλλου, προβλέπεται για πρώτη φορά η κατηγορία βουλευτών των εκτός Επικρατείας Ελλήνων.

Έβδομον, ανασυγκρότηση της δικαιοσύνης με την εισαγωγή του θεσμού της ενιαίας δικαιοδοσίας και τη δημιουργία Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα της νομολογίας και να αποφεύγονται θέματα συγκρούσεων αρμοδιότητας που συμβάλλουν στην χρονική επιβάρυνση των δικών και την άσκοπη σπατάλη ανθρώπινης ενέργειας. Το νέο Δικαστήριο απορροφά και αρμοδιότητες όλων των υφιστάμενων ανωτάτων δικαστηρίων, απλοποιώντας σημαντικά τις διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης.

Όλες οι προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης που κατατίθενται θα πρέπει να αποτυπώνουν μια ωφέλιμη συναίρεση μεταξύ του συμβολισμού που αναγκαία εισφέρει ο καταστατικός χάρτης της χώρας και του πρακτικά ωφέλιμου αποτελέσματος που θα πρέπει να καταγράφεται εφαρμοσμένα και λειτουργικά. Τυχόν υπερεκτίμηση του ιδεολογικού συμβολισμού του Συντάγματος, με διατάξεις-ευχολόγια, υποβαθμίζουν την κανονιστική πρόληψή και δύναμή του, αφού το Σύνταγμα από μόνο του δεν συνιστά συνθήκη ευημερίας των πολιτών και άρα θεσμική πανάκεια. Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα δε μπορεί να έχει πλήρη ουδετερότητα που θα αντανακλάται σε ένα έντονα τεχνικό και ιδεολογικά αποχρωματισμένο περιεχόμενο. Έννοιες όπως η δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος δικαίου, η ισότητα και ελευθερία, η λαϊκή κυριαρχία και το δικαίωμα αντίστασης στην κατάλυση του Συντάγματος κουβαλούν ένα ιστορικό φορτίο με βαρύ ιδεολογικό φορτίο.

Η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού της χώρας, το οποίο δεν έχει καταφέρει μεταπολιτευτικά να προβεί σε απαιτούμενη αυτοδιόρθωση, που δεν απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση, είναι σήμερα, λόγω και της προϊούσας απώλειας της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς, ιστορική. Δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για μια ακόμη χαμένη ευκαιρία θεσμικής αναδιάταξης ούτε πρέπει να καταστεί η αναθεωρητική διαδικασία βορά σε μια άσκοπη πλειοδοσία πολιτικής παράστασης, αλλά όχι ουσίας.

Δημοφιλή