Ο τροβαδούρος Λέοναρντ Νόρμαν Κοέν

Στις 29 Οκτωβρίου 1959, ο Κοέν κρατάει στα χέρια του το πρώτο του διαβατήριο και μια υποτροφία 2000 δολαρίων για να ταξιδέψει στην Ευρώπη και να γράψει. Πρώτος σταθμός, το Λονδίνο. Μένει σε μια σοφίτα, και η σπιτονοικοκυρά του, η Στέλλα Πούλμαν, έχει θέσει δύο όρους: να διατηρεί το μέρος καθαρό και να γράφει τρεις σελίδες την ημέρα! Ο Κοέν τους τηρεί, αλλά διαβάζει για την Ελλάδα και λαχταράει να δει το φως του Αιγαίου. Γνώρισε τον Τζέικομπ Ρότσιλντ, μετέπειτα Λόρδο Ρότσιλντ, έγιναν φίλοι, και ο Τζέικομπ του σύστησε να πάει στην Ύδρα όπου διέμενε η μητέρα του που ήταν τότε παντρεμένη με τον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Ο Κοέν έκανε το ταξίδι.
ullstein bild via Getty Images

Ο Λέοναρντ Νόρμαν Κοέν γεννήθηκε στο Μόντρεαλ, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1934, ημέρα Παρασκευή. Οι γονείς του ήσαν καλλιεργημένοι, με αγάπη στη μουσική, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Ο μικρός Λέοναρντ θα σαγηνευτεί από τα θέλγητρα της τέχνης, θα επιθυμήσει να γίνει κάτι σαν υπνωτιστής, ένας θαυματοποιός, ικανός να αγγίζει τους ανθρώπους και να τους αλλάζει, ν' αφήνει πάνω τους το σημάδι του, να τους κάνει όμορφους, όπως γράφει σε ένα ανέκδοτο χειρόγραφο. Ήθελε να τους κοιμίζει, ήθελε να φιλάει και να κάνει έρωτα με τα μάτια ανοιχτά. Πίστευε ότι «υπάρχει κάποια εφαπτομένη στους κανονικούς κύκλους της καθημερινής ζωής, μια κρυφή φόρμουλα, ένας τύπος που σου επιτρέπει όχι να μετατρέπεις τα συντρίμματα σε χρυσό, αλλά να κάνεις τα συντρίμματα όμορφα».

Το 1949 ο δεκαπεντάχρονος Καναδός θα ανακαλύψει δύο καίρια πράγματα: την ποίηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τη μαγεία της κιθάρας. Θα πει ότι ο Λόρκα τον εκπαίδευσε, του δίδαξε την αξιοπρέπεια της θλίψης, τον εξοικείωσε με το ρομαντισμό και τη γενναιότητα. Την κιθάρα την αγόρασε δεύτερο χέρι, ήταν ένα θηριώδες όργανο με μεταλλικές χορδές που έμελλε να το τιθασεύσει. Μια χαριτωμένη λεπτομέρεια: εκείνη την εποχή, στον Καναδά, η κιθάρα ήταν ένα ανυπόληπτο όργανο, μιας και μονάχα οι κομμουνιστές το προτιμούσαν!

Την επόμενη χρονιά, ο Κοέν θ' αρχίσει να γράφει σοβαρά ποίηση, δεκάδες σελίδες κάθε μέρα με ένα συνδυασμό προσήλωσης και ελευθερίας, πασχίζοντας από τότε να εγκωμιάσει και, κυρίως να κατανοήσει τη μυστηριώδη σαγήνη των γυναικών, συνθέτοντας μέσα στα επόμενα χρόνια ένα είδος Ars Amatoria, τέχνης του έρωτος, στην οποία έμεινε πιστός μες στις δεκαετίες. «Ποτέ δε σκέφτηκα μια γυναίκα σα γιατρικό στη μοναξιά», θα γράψει ο Κοέν. «Έχω αγαπήσει μια γυναίκα γιατί ήταν όμορφη κι ήμασταν μαζί σ' ένα δάσος ή σε μια λίμνη σκοτεινή. Έχω αγαπήσει μια γυναίκα γιατί δεν ήταν όμορφη κι ήμασταν δυο άνθρωποι που βαδίζαμε ανάμεσα σε κτίρια και καταλαβαίναμε κάτι για τον πόνο και την οδύνη. Έχω αγαπήσει μια γυναίκα γιατί πολλοί την αγάπησαν ή γιατί πολλοί δεν τη νοιάστηκαν ή για να την κάνω να πιστέψει ότι είμαι ένας άγιος κι ότι έχει από έναν άγιο αγαπηθεί».

Στις 29 Οκτωβρίου 1959, ο Κοέν κρατάει στα χέρια του το πρώτο του διαβατήριο και μια υποτροφία 2000 δολαρίων για να ταξιδέψει στην Ευρώπη και να γράψει. Πρώτος σταθμός, το Λονδίνο. Μένει σε μια σοφίτα, και η σπιτονοικοκυρά του, η Στέλλα Πούλμαν, έχει θέσει δύο όρους: να διατηρεί το μέρος καθαρό και να γράφει τρεις σελίδες την ημέρα! Ο Κοέν τους τηρεί, αλλά διαβάζει για την Ελλάδα και λαχταράει να δει το φως του Αιγαίου. Γνώρισε τον Τζέικομπ Ρότσιλντ, μετέπειτα Λόρδο Ρότσιλντ, έγιναν φίλοι, και ο Τζέικομπ του σύστησε να πάει στην Ύδρα όπου διέμενε η μητέρα του που ήταν τότε παντρεμένη με τον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Ο Κοέν έκανε το ταξίδι. Στις 13 Απριλίου του 1960, ατένιζε την Αθήνα από το βράχο της Ακροπόλεως και την επομένη έπλεε με το ατμόπλοιο προς Αίγινα, Μέθανα, Πόρο και Ύδρα διαβάζοντας τη ρήση του μεγάλου Χένρι Μίλλερ «η άγρια και γυμνή τελειότητα της Ύδρας» και τη φράση του ποιητή Κέννεθ Κοχ «Ωη Ύδρα - αν ζήσεις εκεί, δε μπορείς μετά να ζήσεις πουθενά αλλού, μήτε καν στην Ύδρα». Ο ίδιος ο Κοέν θα γράψει αργότερα στα Ημερολόγιά του: «Ορκίζομαι ότι εδώ μπορώ να γευτώ τα μόρια που χορεύουν στα βουνά. Τούτο το φως έχει κάτι έντιμο και φιλοσοφικό. Δεν σ' αφήνει να προδώσεις τη διάνοιά σου, ενώ συνάμα καλεί την ψυχή σου σε γλεντοκόπι».

Αλλά πριν χαθεί στην ομορφιά της Ύδρας, ο Κοέν θα ρίξει την... κατάρα του! Ανέβηκε στο αρχοντικό της μητέρας του Ρότσιλντ και του Γκίκα. Η αδελφή του Τζέικομπ άνοιξε την πόρτα, είπε ότι δεν ξέρει τίποτε για αυτόν τον Κοέν, ότι ο αδελφός της δεν τους είχε ενημερώσει, ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος ένας τέτοιος Οβριός στο σπιτικό τους. Έξαλλος ο Κοέν έφυγε και καταράστηκε το σπίτι. Λίγους μήνες μετά, ένα βράδυ, καθώς έγραφε στην ταράτσα του δικού του σπιτιού, ο Κοέν σάστισε ακούγοντας μια τρομερή έκρηξη και βλέποντας φωτιά στο λόφο. Ήταν το σπίτι του Γκίκα, τυλιγμένο στις φλόγες. Αισθάνθηκε περιδεής ότι είχε πιάσει η κατάρα του. Η αλήθεια ήταν ότι κάποιος απρόσεκτος επιστάτης είχε αφήσει ακάλυπτη κηροζίνη κι αυτή πήρε φωτιά!

*Απόσπασμα από το βιβλίο «Τροβαδούροι», εκδόσεις Ιανός, Σειρά μικρός Ιανός, 2006, του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.

Δημοφιλή