Τι δουλειά έχουν οι γυναίκες στις επιστήμες; (Μέρος Β΄)

Οι γυναίκες (στις επιστήμες και στην κοινωνία γενικότερα) πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύουν ότι είναι «αντράκια». Αυτή η πρακτική δεν έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα επιτυχημένη. Είτε «αντράκια» είτε «γυναικούλες», εξακολουθούν να πέφτουν θύματα σεξισμού, υποτίμησης, διακρίσεων, λαθροχειριών, παρενοχλήσεων· εξακολουθούν να συναντούν δυσκολίες που τις εμποδίζουν να κάνουν αυτό που μπορούν. Και τι μπορούν να κάνουν; Προφανής η απάντηση, αλλά ας την δώσω καλού-κακού: τα πάντα! Δεν θα ισχυριστώ ότι δεν έχουν υπάρξει και άντρες που έχουν υποστεί παρόμοιες ταλαιπωρίες (με την εξαίρεση του σεξισμού). Έχουν υπάρξει, υπάρχουν και θα υπάρξουν κι άλλοι στο μέλλον.

Στο προηγούμενο άρθρο μου είχαμε δει τις περιπτώσεις 8 γυναικών που αδικήθηκαν η καθεμία τους στον επιστημονικό της τομέα κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος, θα δούμε τις περιπτώσεις άλλων 8 γυναικών, ομοίως αδικημένων. Η αναφορά σε αυτές τις 16 αξιοθαύμαστες γυναίκες δεν γίνεται για την αποκατάσταση της επιστημονικής τους οντότητας: αυτό έχει ήδη γίνει από πολλούς άλλους (με διάφορες διαβαθμίσεις επιτυχίας)· δεν γίνεται ούτε ως απλός φόρος τιμής στις Γυναίκες των Επιστημών, με την έμφαση να δίνεται στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν κυρίως λόγω του φύλου τους· γίνεται γιατί πρόκειται για ιστορίες άξιες επανάληψης μέχρι που να μην υφίστανται πλέον οι λόγοι που τις καθιστούν χρήσιμες. Άμποτε να έρθει η ώρα!

Οφείλω να επαναλάβω ότι η σειρά δεν είναι αξιολογική· ακολουθεί τις χρονολογίες γέννησης.

* * *

Cecilia Payne (1900-1979), αστρονόμος-αστροφυσικός

Η Αγγλίδα (με αμερικανική υπηκοότητα από το 1931) Cecilia Payne είναι μια ξεχωριστή περίπτωση αδικημένης επιστημόνισσας. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος, ιστορικός και καλός (ερασιτέχνης) μουσικός, αλλά πέθανε όταν η Cecilia ήταν τεσσάρων ετών, και έκτοτε τα πράγματα ζόρισαν -από οικονομικής πλευράς- για την οικογένεια. Ευτυχώς, η μικρή κέρδισε μια υποτροφία και άρχισε το 1919 να σπουδάζει βοτανολογία, φυσική και χημεία στο κολέγιο θηλέων Newnham του Cambridge. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της με επιτυχία, αλλά πτυχίο δεν πήρε γιατί το Cambridge τότε δεν έδινε πτυχία σε γυναίκες (αυτό άλλαξε μετά τον Β΄ ΠΠ, το 1948). Στο μεταξύ, όσο ήταν στο Cambridge, είχε ερωτευτεί την αστρονομία. Αφορμή στάθηκε το πείραμα του Arthur Eddington στην Αφρική για την επαλήθευση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Einstein το 1919. Η μοναδική της προοπτική στη Βρετανία ήταν να γίνει δασκάλα, κι αυτό δεν της αρκούσε. Αφού τελείωσε με το Cambridge, άρχισε να ψάχνει για κάποια υποτροφία που θα της επέτρεπε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Κάπως έγινε και την σύστησαν στον διευθυντή του Αστεροσκοπείου του Harvard, τον Harlow Shapley (περί αυτού βλ. στο #6 του Α΄ Μέρους), ο οποίος τότε είχε μόλις ξεκινήσει ένα πρόγραμμα σπουδών στην αστρονομία στο Radcliffe College. Ήταν η ευκαιρία που έψαχνε η Payne για να αλλάξει γνωστικό πεδίο και ήπειρο: για μια άλλη ζωή. Δεν δίστασε στιγμή: το 1923 έφυγε για τις ΗΠΑ, για να μην επιστρέψει στην πατρίδα της ποτέ.

Σπούδαζε αστρονομία και παράλληλα δούλευε στο Αστεροσκοπείο του Harvard (μόλις η δεύτερη γυναίκα με σημαντική θέση εκεί), χάρη σε μια νέα υποτροφία. Αφού πρώτα δημοσίευσε έξι άρθρα, το 1925 ολοκλήρωσε το διδακτορικό της και έγινε η πρώτη (μεταξύ γυναικών και αντρών) με τέτοιο τίτλο σπουδών στην αστρονομία στην ιστορία του Radcliffe. Η διατριβή της, που είχε θέμα τις ατμόσφαιρες συγκεκριμένων άστρων με βάση τις παρατηρήσεις των υψηλών θερμοκρασιών των αντίστροφων στρωμάτων τους («Stellar Atmospheres, A Contribution to the Observational Study of High Temperature in the Reversing Layers of Stars»), χαρακτηρίστηκε τότε από τον σημαντικό αστρονόμο Otto Struve ως «αναμφίβολα η ευφυέστερη διδακτορική διατριβή στην ιστορία της αστρονομίας». Η ιδιοφυΐα της είχε ήδη αναγνωριστεί - όχι επειδή, αλλά μολονότι ήταν γυναίκα.

Η σημαντικότερη συνεισφορά της στην αστροφυσική ήταν η ανακάλυψη των στοιχείων που συνθέτουν τα άστρα. Ακόμα κι αν δεν έχει κανείς ιδέα από αστροφυσική, η ανακάλυψη ακούγεται σημαντική. Και είναι. Η κοινή πεποίθηση της εποχής ήταν ότι τα άστρα είχαν περίπου την ίδια σύνθεση με τη Γη. Πραγματικά, η Payne επιβεβαίωσε την ύπαρξη γνωστών στοιχείων , όπως το πυρίτιο και ο άνθρακας, και αλλού στο σύμπαν, αλλά απέδειξε ότι η σύνθεση του Ήλιου διέφερε σημαντικά ως προς την ποσότητα του ήλιου και ιδιαίτερα του υδρογόνου (κάπου ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο από τη Γη). Αυτό σήμαινε ότι το υδρογόνο ήταν το κορυφαίο σε ποσότητα στοιχείο στο τότε γνωστό σύμπαν. Αυτή και η μόνο η ανακάλυψη θα αρκούσε για να φέρει τη Cecilia στην κορυφή της επιστήμης της - αν ήταν άντρας.

Ο επιβλέπων της διδακτορικής της διατριβής στο Radcliffe, ο αστρονόμος Henry Russell, όταν είδε ότι η Payne συμπέραινε πως η σύνθεση του Ήλιου διέφερε ριζικά από εκείνην της Γης, επέμεινε φορτικά να μην ανακοινώσει τα ευρήματά της -και τα εξ αυτών συμπεράσματα- γιατί αυτά ανέτρεπαν τις γνώσεις της εποχής για τη σύνθεση των άστρων και δεν θα γίνονταν αποδεκτά από τους συνάδελφους αστροφυσικούς. (Τυπικό παράδειγμα αυτού που ο Kuhn ονομάζει «ιδιόρρυθμη επιστήμη» στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων: «κρύψε τα συμπεράσματα κάτω από το χαλί, μέχρι να δούμε τι θα γίνει».) Δυστυχώς, τελικά την έπεισε. Απ' ό,τι φαίνεται όμως, ο ίδιος ο Russell τέσσερα χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη, γιατί «παραδόξως» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ήλιος αποτελείται κυρίως από υδρογόνο, και προχώρησε στις σχετικές δημοσιεύσεις της «ανακάλυψής» του. Αν και οι ερευνητικές του μέθοδοι διέφεραν από εκείνες της Payne, τα συμπεράσματα ήταν ίδια με τα δικά της. (Για να είμαστε δίκαιοι, στο καθοριστικό του άρθρο ο Russell αναγνωρίζει τη χρονικά προηγηθείσα συνεισφορά της Payne, αν και ακροθιγώς και εν παρόδω.) Το αποτέλεσμα ήταν το σύνηθες: Ο Russell πιστώθηκε την ανακάλυψη, η Payne έμεινε στην αφάνεια. Τόσο εκείνοι που ήξεραν όσο και οι άλλοι που έμαθαν εκ των υστέρων την αλήθεια, τον Russell μνημόνευαν ως τον άνθρωπο που άλλαξε (για μία ακόμα φορά - και δεν θα ήταν η τελευταία) την εικόνα που είχαμε ως τότε για το σύμπαν. Ακόμα και όταν οι πάντες ξέρουν την αλήθεια, τα εύσημα τα παίρνει ο προϊστάμενος - ο οποίος είναι πάντα άντρας.

Η Payne, βέβαια, δεν έχασε την εξέχουσα θέση που της άξιζε στην ιστορία των επιστημών: συνέχισε το πλούσιο ερευνητικό και διδακτικό της έργο. Συναντούσε όμως διαρκώς δυσκολίες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η θέση της στο Harvard δεν είχε καν τίτλο (μέχρι που το 1938, όταν τους απείλησε ότι θα φύγει, την ονόμασαν «The Astronomer», λες και είχε τέντα σε πανηγύρι. Τα λεφτά που έπαιρνε ήταν αστεία. Τις ιδέες της τις έκλεβαν οι προϊστάμενοι όσο μπορούσαν. Αλλά αυτή, εκεί, βράχος. Το 1943 έγινε Λέκτορας (αν και, μέχρι το 1945, στα αρχεία του πανεπιστημίου δεν εμφανίζεται να διδάσκει τίποτα και κανέναν). Το 1956 έγινε Καθηγήτρια (η πρώτη γυναίκα με έδρα στο Harvard). Στο τέλος, έφτασε μέχρι και Πρόεδρος του Τμήματος Αστρονομίας (προφανώς η πρώτη γυναίκα στην κορυφή ενός τμήματος, οποιουδήποτε τμήματος, στο Harvard). Παρά τις αντιξοότητες, έμεινε πιστή στο Harvard μέχρι το τέλος της ζωής της (συνέχισε μάλιστα τις έρευνές της και μετά τη συνταξιοδότησή της). Χαρά στο κουράγιο της. (Αυτό ακριβώς το κουράγιο είναι που ενέπνευσε στη συνέχεια πλήθος γυναικών σε όλο τον κόσμο να ακολουθήσουν καριέρα στην αστρονομία. Η Cecilia Payne υπήρξε κορυφαία φυσιογνωμία στον τομέα της. Το όνομά της δεν θα ξεχαστεί· παραήταν καλή για να την αγνοήσουν.)

* * *

Chien-Shiung Wu (1912-1997), πειραματική φυσικός

Η Κινέζα (με αμερικανική υπηκοότητα από το 1954) Chien-Shiung Wu αποφοίτησε το 1929 από μια παιδαγωγική ακαδημία, αλλά δεν είχε σκοπό να γίνει δασκάλα. Ο πατέρας της, εύπορος και ανοιχτόμυαλος (σπάνιος αλλά όχι ανύπαρκτος συνδυασμός στην προπολεμική Κίνα) την ενθάρρυνε να συνεχίσει. Η Wu σπούδασε φυσική στο Εθνικό Κεντρικό Πανεπιστήμιο μεταξύ 1930-1934 και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ζετζιάνγκ. Εκεί, ο επιβλέπων καθηγητής της, ο οποίος είχε κάνει το διδακτορικό του στο University of Michigan, διαβλέποντας τις δυνατότητές της, την παρότρυνε να ακολουθήσει τα βήματά του. Πράγματι, έκανε αίτηση στο αμερικανικό πανεπιστήμιο, η οποία έγινε δεκτή. Αφού πρώτα εξασφάλισε την οικονομική υποστήριξη της οικογένειάς της, το 1936 μπαρκάρισε για τις ΗΠΑ για να μην επιστρέψει (λόγω των συγκυριών) ποτέ πια στην πατρίδα της.

Όταν αποβιβάστηκε στο Σαν Φρανσίσκο, τα έφερε έτσι η τύχη ώστε άλλαξε σχέδια και κατέληξε στο University of California, στο Μπέρκλεϊ. Καθοριστικό ρόλο στην απόφασή της έπαιξε κάτι που έμαθε για το Michigan: στις γυναίκες εκεί δεν επιτρεπόταν καν η χρήση της κεντρικής εισόδου! Έτσι, προτίμησε το Μπέρκλεϊ που εκείνη την εποχή είχε γερό τμήμα φυσικής. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό της το 1940, αλλά δεν κατάφερε να βρει διδακτική θέση στο ίδιο πανεπιστήμιο· παρέμεινε όμως εκεί ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια. Το 1942 παντρεύτηκε και στη συνέχεια μετακόμισε ανατολικά, διδάσκοντας πρώτα στο Smith College και μετά στο Princeton University, για να καταλήξει τελικά στο Columbia University το 1944, όπου δούλεψε (και αυτή) στο Manhattan Project για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Έμεινε στο Columbia μέχρι το τέλος της καριέρας της, περνώντας από όλες τις βαθμίδες της ακαδημαϊκής ιεραρχίας. Μεγάλο το διδακτικό της έργο (το παρατσούκλι ανάμεσα στους φοιτητές της ήταν «the Dragon Lady»), αλλά ακόμα μεγαλύτερο το ερευνητικό.

Η κύρια συνεισφορά της στην επιστήμη (ή, ακριβέστερα, η μεγαλύτερη συνεισφορά της την οποία δεν πιστώθηκε η ίδια) ήταν μία ανακάλυψη που ανέτρεψε έναν ευρέως -μέχρι τότε- αποδεκτό φυσικό νόμο: την Αρχή της Διατήρησης της Ομοτιμίας. Στην επιστήμη, οι φυσικοί νόμοι δύσκολα αμφισβητούνται. Αν κάποιος τολμήσει να αποδείξει ότι ένας φυσικός νόμος δεν ισχύει, καταρχήν (και καταρχάς) πέφτουν όλοι να τον φάνε. (Αντίδραση που αποτελεί αναπόφευκτο μέρος της κατά Kuhn «ιδιόρρυθμης επιστήμης», όπως λέγαμε και παραπάνω.) Η περί ης ο λόγος Αρχή αφορά έναν εξαιρετικά περίπλοκο τρόπο απόδειξης της ιδέας της συμμετρίας, όπου τα άτομα που είναι κατοπτρικά είδωλα το ένα του άλλου συμπεριφέρονται με πανομοιότυπο τρόπο. Το 1956-1957, η Wu και η ερευνητική ομάδα της στο Columbia απέδειξαν ότι η διάσπαση β, μια εκδήλωση της ασθενούς αλληλεπίδρασης, δεν έχει κατοπτρική συμμετρία (δεν είχαν όλα τα άτομα τις ίδιες πιθανότητες να χάσουν ένα ηλεκτρόνιο), συνεπώς δεν ήταν όλοι οι νόμοι της φύσης αμφιδέξιοι. Κατάρριψη μιας βασικής επιστημονικής πεποίθησης! Τα πράγματα ήταν σοβαρά.

Το θέμα ήταν ότι το συγκεκριμένο πείραμα η Wu το είχε κάνει επί παραγγελία. Δύο συνάδελφοι της, οι θεωρητικοί φυσικοί Chen Ning Yang και Tsung Dao Lee, είχαν τη γνώμη ότι η Αρχή της Διατήρησης της Ομοτιμίας μπορούσε να αποδειχτεί λανθασμένη και πλησίασαν τη Wu για να τους βοηθήσει να αποδείξουν τη θεωρία τους πειραματικά. Η Wu δέχτηκε και εκτέλεσε αρκετά πειράματα χρησιμοποιώντας κοβάλτιο-60. Και πράγματι, η Αρχή κατέπεσε. Μια επιστημονική πεποίθηση που επί τριάντα χρόνια δεν είχε αμφισβητηθεί από κανέναν είχε καταρριφθεί! Γι' αυτή τη σπουδαία ανακάλυψη, οι Yang και Lee τιμήθηκαν το 1957 με το Νόμπελ Φυσικής. Η Wu, όχι: την «ξέχασαν» οι συνάδελφοι. Και όμως, ήταν χάρη στα πειράματά της που αποδείχτηκε ότι ένας φυσικός νόμος δεν ίσχυε στην πραγματικότητα. Αδικία.

* * *

Rosalind Franklin (1920-1958), χημικός και βιοφυσικός

Η (εβραϊκής καταγωγής) Αγγλίδα Rosalind Franklin από μικρή φαινόταν ότι θα είχε μέλλον στις επιστήμες: το αγαπημένο της παιχνίδι στην προσχολική ηλικία ήταν να λύνει ασκήσεις αριθμητικής. Προερχόμενη από πλούσια οικογένεια, ξεκίνησε με πλεονέκτημα (χωρίς αυτό να αναιρεί, βέβαια, το γεγονός ότι ήταν χαρισματική: με τα λεφτά δεν αγοράζεις μυαλό): έκανε τις σπουδές της στα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα (χημεία σε κολέγιο θηλέων Newnham του Cambridge - εκεί που είχε σπουδάσει και η Payne), έμαθε γαλλικά, γερμανικά και λατινικά, ενώ ήταν εξαιρετικά καλή και στον αθλητισμό (χόκεϊ και κρίκετ). Ολοκλήρωσε το διδακτορικό της το 1945 και έφυγε για το Παρίσι, όπου βρήκε θέση ερευνήτριας στο Laboratoire Central des Services Chimiques de l'État. Εκεί ειδικεύτηκε στην κρυσταλλογραφία με ακτίνες Χ, υπό την επίβλεψη του μέντορά της Jacques Mering, κατ' εξοχήν ειδήμονα στον τομέα αυτό.

Το 1950 επέστρεψε στην Αγγλία για να αναλάβει θέση ερευνήτριας στην Ομάδα Βιοφυσικής του King's College London. Εκεί σκόπευε να ερευνήσει πρωτεΐνες και λιπίδια με εικόνες περίθλασης ακτίνων Χ, αλλά ο διευθυντής της ομάδας, ο John Randall, την έστρεψε στην έρευνα του DNA (δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ) που ήταν το ιερό δισκοπότηρο της εποχής. Άμεσος συνεργάτης της στην έρευνα ήταν ο Maurice Wilkins, φυσικός και μοριακός βιολόγος, και βοηθός της ο Raymond Gosling, υποψήφιος διδάκτωρ φυσικής. Η Franklin ήταν δύσκολος άνθρωπος: αυστηρή, απότομη, ανυπόμονη· είχε τη συνήθεια να κοιτάζει τον συνομιλητή της έντονα στα μάτια, κόβοντάς του τα γόνατα. Το παρατσούκλι της, «the Dark Lady of DNA», δεν ήταν τυχαίο. (Προβλήματα συμπεριφοράς: για κάποιον λόγο, πολύ συχνά, αυτό είναι το τίμημα της ιδιοφυΐας.) Από την άλλη, ο Wilkins ήταν ντροπαλός και ήπιος χαρακτήρας· η Franklin τον είχε τρομοκρατήσει.

Η δουλειά, πάντως, πήγαινε καλά. Η ομάδα δούλευε σκληρά για μια ανακάλυψη η οποία έμελλε να αλλάξει δραματικά τα δεδομένα στη βιολογία. Η Franklin είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι το DNA αποτελούταν από δύο έλικες περιελισσόμενες γύρω από έναν κορμό φωσφορικού άλατος. Το σχήμα αυτό επιβεβαιώθηκε από τις εικόνες περίθλασης ακτίνων Χ, καθώς και από τις δικές της μετρήσεις σε κυτταρικές μονάδες. Η Franklin είχε «δει» τη δομή του DNA! Δυστυχώς γι' αυτήν, άργησε να δημοσιεύσει την ανακάλυψη (τελειομανής γαρ). Όταν αργείς, κάποιος θα σε προλάβει. Και το να σε προλάβει κάποιος που δουλεύει ανεξάρτητα από σένα είναι ατυχία και λόγος να πάθεις κατάθλιψη, αλλά συμβαίνει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό (εκτός ίσως από να βιαστείς και να μην ψειρίζεις πολύ τις ανακοινώσεις σου. Ως εδώ, σύμφωνοι. Άλλο όμως να σε προλάβει κάποιος από σύμπτωση κι εντελώς άλλο να σε προλάβει κλέβοντας τη δουλειά σου - γιατί αυτό ακριβώς έπαθε η Franklin.

Κάποια στιγμή, πέρασαν από το εργαστήριο για επίσκεψη οι James Watson και Francis Crick (ονόματα πασίγνωστα ακόμα και σε όσους δεν ασχολούνται με τις επιστήμες). Εν αγνοία της Franklin, o Wilkins (για τους δικούς του λόγους) τους έδειξε τον αφρό της δουλειάς της: μια φωτογραφία του DNA (τη διάσημη «φωτογραφία 51»), καθώς και τα σχετικά άρθρα που ετοίμαζε για δημοσίευση. Μετά από αυτό, οι Watson και Crick έλυσαν τα προβλήματα που τους απασχολούσαν ως προς τη δομή του DNA: ο Wilkins τούς είχε προσφέρει την ανακάλυψη στο πιάτο.

Ο Watson χρησιμοποίησε τη φιλική του σχέση με την Franklin και την έπεισε να δημοσιεύσει τα ευρήματά της μετά τη δημοσίευση που ετοίμαζε ο ίδιος με τον Crick (χωρίς βέβαια να της πει ότι είχε δει στα κρυφά τη δουλειά της). Οι Watson και Crick ανακοίνωσαν την ανακάλυψη τη δομή της διπλής έλικας του DNA σε ένα συνέδριο στο Βέλγιο στις 8 Απριλίου 1953 και δημοσίευσαν το σχετικό άρθρο τους στο περιοδικό Nature λίγε μέρες μετά, στις 25 Απριλίου. Εκεί αναφέρουν τη Rosalind Franklin για τη συνεισφορά της - σε υποσημείωση. Λίγο αργότερα, δημοσίευσε και η Franklin (κι αυτή στο Nature) τα δικά της ευρήματα. Δεύτερη και καταϊδρωμένη, η δική της δημοσίευση έμοιαζε περισσότερο με επαλήθευση παρά με ανακάλυψη.

Η ανακάλυψη της διπλής έλικας του DΝΑ (για κάποιους η σημαντικότερη επιστημονική ανακάλυψη του 20ού αιώνα) πιστώθηκε στους Watson και Crick, κι ας είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση της δημοσίευσης τους η «φωτογραφία 51» της Franklin· κι ας ήταν η Franklin εκείνη που είχε τελειοποιήσει την τεχνική για τη μεγεθυμένη εξέταση μορίων χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ σε περίθλαση. Η Franklin δεν πτοήθηκε: συνέχισε το ερευνητικό της έργο στο RNA, κάνοντας σημαντικές ανακαλύψεις. Όχι για πολύ, όμως: πέθανε νεότατη από καρκίνο (κι αυτή!) των ωοθηκών το 1958. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1962, οι Watson και Crick (και ο Wilkins!) τιμήθηκαν με το Νόμπελ Ιατρικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Rosalind Franklin, μία χωρίς αμφιβολία κορυφαία επιστημόνισσα, ξεχάστηκε. Αλλά οι αναφορές στο πρόσωπό της γίνονται, κατά κανόνα, επειδή ήταν το θύμα στην πιο γνωστή ιστορία κλοπής μιας ιδέας στον ακαδημαϊκό χώρο. Δεν της άξιζε τέτοια τύχη.

* * *

Esther Lederberg (1922-2006), μικροβιολόγος

Η Αμερικανίδα Esther Lederberg (Zimmer το πατρικό της) γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε με πολλές στερήσεις μέσα στην Ύφεση. Στο σχολείο ήταν τόσο καλή που πηδούσε τάξεις. Μόλις 20 χρονών τελείωσε το Hunter College με άριστα. Δούλευε ήδη ως ερευνήτρια γενετικής και είχε κάνει τις πρώτες τις δημοσιεύσεις όταν το 1944 της πρόσφεραν μια θέση στο Stanford. Εκεί, παράλληλα με την έρευνα, πήρε και μάστερ στη γενετική. Το 1946 παντρεύτηκε τον μοριακό βιολόγο Joshua Lederberg. Όταν ο σύζυγος δέχτηκε μια θέση επίκουρου καθηγητή γενετικής στο University of Wisconsin, τον ακολούθησε και ξεκίνησε εκεί το διδακτορικό της, το οποίο ολοκλήρωσε το 1950. Το 1957 ο Joshua ίδρυσε το Τμήμα Γενετικής Ιατρικής στο Wisconsin και το 1958 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ιατρικής. Την ίδια χρονιά το ζεύγος επέστρεψε στο Stanford όπου και παρέμειναν μέχρι το τέλος της ακαδημαϊκής τους καριέρας.

Η Esther ήταν εξαιρετική ερευνήτρια. Το 1951, όταν ήταν ακόμα στο Wisconsin, ανακάλυψε έναν ιό που μολύνει τα βακτήρια, τον βακτηριοφάγο λάμδα - ανακάλυψη που αρκούσε για να μπει το όνομά της στα εγχειρίδια μικροβιολογίας. Επίσης, καθοριστικός ήταν ο ρόλος της στην ανακάλυψη του Παράγοντα Γονιμότητας F, αλλά η συνεισφορά της υποβαθμίστηκε στις δημοσιεύσεις. Άλλο ένα παράδειγμα, το πιο χαρακτηριστικό: Αποκλειστικά στην Esther οφείλεται η λύση ενός ζητήματος που προβλημάτιζε τους μικροβιολόγους επί μία δεκαετία: το πρόβλημα της αναπαραγωγής βακτηριακών αποικιών ομαδικώς με την ίδια αρχική γεωμετρία. Με απλά λόγια, έψαχναν να βρουν έναν τρόπο να μεταφέρουν βακτηριακές αποικίες από το ένα τρυβλίο Πετρί στο άλλο, χωρίς να αλλοιώσουν τα αρχικά χαρακτηριστικά των αποικιών. Αυτό θα βοηθούσε τους μικροβιολόγους να μελετήσουν αξιόπιστα την αντοχή των βακτηρίων στα αντιβιοτικά (και είναι, νομίζω, αυτονόητη η σπουδαιότητα αυτής της έρευνας). Τα κατάφερε με μία απλή αλλά ευφυή ιδέα: χρησιμοποίησε βαμβακερό βελούδο για επίστρωση στα τρυβλία Πετρί. Η απλή τεχνική αυτή (που χρησιμοποιείται ακόμα και στις μέρες μας), γνωστή ως αντιγραφικός εμβολιασμός, ήταν δώρο θεού για τους απανταχού μικροβιολόγους.

Παρά τις πολλές σημαντικές ανακαλύψεις της στη μικροβιολογία και τη γενετική, η επιστημονική της καριέρα κάθε άλλο παρά στρωμένη με ροδοπέταλα ήταν, καθώς πάντοτε αγωνιζόταν να κερδίσει την αναγνώριση των συναδέλφων της. Τα εύσημα για τις από κοινού με τον σύζυγό της ανακαλύψεις τους πήγαιναν κατά κανόνα στον Joshua: εκείνος ήταν πρώτο όνομα στις δημοσιεύσεις, εκείνος έπαιρνε τα βραβεία, εκείνος ανερχόταν στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Ενώ η Esther κάποια στιγμή μέχρι που έχασε και την έδρα της στο Stanford όταν υποβιβάστηκε σε Επίκουρη Καθηγήτρια Ιατρικής Μικροβιολογίας. Αντίθετα, ο Joshua προήχθη σε Πρόεδρο του Τμήματος Γενετικής, του οποίου θεωρείται και ιδρυτής.

Αδικήθηκε ακαδημαϊκά η Esther Lederberg; Αναμφίβολα ναι. Ήταν θύμα ενός άλλου είδους σεξισμού, με θύτη τον ίδιο της τον σύζυγο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Joshua Lederberg ήταν σημαντικός επιστήμονας. Αλλά είναι εξίσου αναμφίβολο ότι στις πολλές ανακαλύψεις που έκαναν από κοινού η συνεισφορά της Esther υποβαθμίστηκε ανελέητα. Δεν ξέρω αν ήταν επιλογή της να παραμείνει στη σκιά του συζύγου της. Αν ήταν, δικαίωμά της· άλλωστε, δεν έχουν όλοι τον χαρακτήρα που απαιτείται για να δεσπόζει κανείς στο προσκήνιο. Φοβάμαι όμως ότι δεν ήταν επιλογή της. Πλήρωσε ενδεχομένως το μόνο της «μειονέκτημα»: ήταν γυναίκα.

* * *

Vera Rubin (1928-2016), αστρονόμος

Η Αμερικανίδα δεύτερης γενιάς (ο πατέρας της ήταν Εβραίος μετανάστης από τη Λιθουανία) Vera Rubin ερωτεύτηκε την αστρονομία όταν ήταν δέκα χρονών. Από τότε έβαλε στόχο να γίνει αστρονόμος - και τα κατάφερε, παρά τις αντιξοότητες. Στην επιστημονική καριέρα της συνάντησε επικρίσεις και εχθρότητα από τους άντρες συναδέλφους της, παρόλο που η ίδια ήταν αφοσιωμένη στη δουλειά της και δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα παρασκήνια. Η πρώτη ψυχρολουσία ήρθε όταν πήγε να ενημερώσει τον φυσικό της στο γυμνάσιο ότι είχε γίνει δεκτή στο Vassar College. Εκείνος την προσγείωσε ανώμαλα, λέγοντας: «Θαυμάσια! Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ασχοληθείς με τις επιστήμες, θα τα πας μια χαρά».

Παρ' όλα αυτά, η Rubin δεν αποθαρρύνθηκε. Πήγε στο Vassar και πήρε πτυχίο στην αστρονομία (η μόνη γυναίκα στη χρονιά της). Δεν αποθαρρύνθηκε ούτε όταν έκανε αίτηση για μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Αστρονομίας του Princeton, η οποία δεν έγινε δεκτή γιατί το πανεπιστήμιο απλούστατα δεν δεχόταν γυναίκες στο τμήμα αυτό (μέχρι το 1975!). Μετά την απόρριψη, πήγε στο Cornell University, όπου σπούδασε φυσική και κβαντομηχανική. Πήρε το μάστερ της στο 1951 και στη συνέχεια πήγε στο Georgetown για το διδακτορικό της, το οποίο ολοκλήρωσε το 1954, με μια λαμπρή διατριβή που είχε θέμα την κίνηση των γαλαξιών.

Στη συνέχεια, αφού δίδαξε επί 11 χρόνια (κυρίως στο Georgetown, όπου έφτασε να γίνει Επίκουρος Καθηγήτρια Αστρονομίας), πήγε στο Carnegie Institute για να κάνει ερευνητική δουλειά δίπλα στον παλιό της φίλο, τον αστρονόμο Kent Ford. Εκεί, η Rubin ήταν η πρώτη που παρατήρησε ότι τα άστρα στις παρυφές ενός δοθέντος γαλαξία είχαν ταχύτητα τροχιάς ίδια με τα άστρα στο κέντρο του γαλαξία. Αυτή ήταν μία πολύ παράξενη παρατήρηση εκείνη την εποχή, γιατί η γενική πεποίθηση ήταν ότι αν οι δυνατότερες βαρυτικές έλξεις υπήρχαν εκεί όπου υπήρχε πυκνότερη μάζα (δηλαδή, στο κέντρο), η έλξη θα έπρεπε να μειώνεται όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο, κάνοντας τις τροχιές πιο αργές.

Οι παρατηρήσεις επιβεβαίωσαν μία υπόθεση που είχε γίνει νωρίτερα από κάποιον ονόματι Fritz Zwicky, ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι κάποιο είδος σκοτεινής ύλης θα πρέπει να υπάρχει διασκορπισμένη στο σύμπαν και γι' αυτό η ταχύτητα των τροχιών είναι ίδιες οπουδήποτε σε έναν δεδομένο γαλαξία. Η Rubin κατάφερε να αποδείξει ότι υπήρχε δέκα φορές περισσότερη σκοτεινή ύλη στο σύμπαν απ' ό,τι πίστευαν μέχρι τότε, και ότι το 90% του σύμπαντος ήταν γεμάτο από σκοτεινή ύλη. Για χρόνια, η παρατήρηση της Rubin δεν είχε τύχει της υποστήριξης που της άξιζε, καθώς πολλοί άντρες συνάδελφοί της δεν την αποδέχονταν. Πίστευαν ότι οι ανακαλύψεις της Rubin ήταν αδύνατες σε περιβάλλον που διέπεται από τους Νόμους του Νεύτωνα, συνεπώς οι υπολογισμοί της θα έπρεπε να είναι λανθασμένοι. Αυτή η αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας δεν ήταν κάτι καινούργιο για την Rubin: τόσο η μεταπτυχιακή εργασία της για το μάστερ όσο και η διδακτορική της διατριβή δέχτηκαν έντονες επικρίσεις και ουσιαστικά αγνοήθηκαν στον καιρό τους, μολονότι η τεκμηρίωση της Rubin ήταν και στις δύο περιπτώσεις αδιάσειστη. Ευτυχώς, η επιστημονική κοινότητα τελικά αναγνώρισε το έργο της, αν και αυτό συνέβη μόνο όταν άντρες συνάδελφοί της αργότερα το κατέστησαν έγκυρο με το δικό τους έργο. Η Rubin πέθανε πρόσφατα, στις 25 Δεκεμβρίου 2016, χωρίς ποτέ να της απονεμηθεί το Νόμπελ που αναμφισβήτητα δικαιούταν.

* * *

Judy Malloy (γεν. 1942), προγραμματίστρια

Ο τίτλος «προγραμματίστρια» περιγράφει μόνο μέρος των ιδιοτήτων της Αμερικανίδας Judy Malloy· είναι μεν αυτοδίδακτη προγραμματίστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά είναι και συγγραφέας / ποιήτρια και ειδική στις οπτικοακουστικές τέχνες. Έχει σπουδάσει φιλολογία, αλλά ούτε οι σπουδές της περιγράφουν το εύρος των δραστηριοτήτων της.

Μετά το κολέγιο δούλεψε σε μια εταιρεία τεχνολογίας τις πρώτες ημέρες της Silicon Valley. Εκεί άρχισε να εφαρμόζει τις πρωτοποριακές ιδέες της για τη χρήση των υπολογιστών στις καλές τέχνες. Το 1986 δημοσίευσε μόνη της στο Διαδίκτυο ένα διήγημα με τίτλο Uncle Roger. Πρόκειται για μια πικρά χιουμοριστική περιγραφή της τεχνολογικής κουλτούρας της Καλιφόρνιας μέσα από τα μάτια ενός εκκεντρικού πωλητή ηλεκτρονικών κυκλωμάτων. Την εποχή εκείνη, η εμπειρία της ανάγνωσης του διηγήματος ήταν καινοφανής. Ο αναγνώστης μπορούσε να το διαβάσει ον-λάιν (υπάρχει ακόμα στο Διαδίκτυο) και είχε τη δυνατότητα να κάνει κλικ σε αποσπάσματα του κειμένου με οποιαδήποτε σειρά επέλεγε, αλλάζοντας και αναδιαμορφώνοντας την αφήγηση καθώς προχωρούσε διαβάζοντας. Η Malloy δημιούργησε ένα περίτεχνο σύστημα βάσης δεδομένων για να δημοσιεύσει το διήγημά της, χρησιμοποιώντας 32 γραμμές εντολών UNIX και μια προχωρημένη για την εποχή της μηχανή αναζήτησης.

Ήταν πολύ νωρίς για να γίνει ευρέως γνωστή αυτή η πρωτοποριακή ιδέα. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την αδικία που βίωσε λίγα χρόνια αργότερα η Malloy. Tο 1992 ένας κριτικός λογοτεχνίας στους New York Times αναγόρευσε τον νεαρό μυθιστοριογράφο Michael Joyce, συγγραφέα του afternoon, a story ως τον «παππού της πλήρως υπερκειμενικής λογοτεχνίας», μολονότι το Uncle Roger προηγείται χρονικά και η δουλειά της Malloy είχε ήδη αναγνωριστεί από την τότε αναπτυσσόμενη κοινότητα της ψηφιακής τέχνης ως το παλαιότερο αξιοσημείωτο δείγμα υπερκειμενικής λογοτεχνίας.

Ίσως η περίπτωση της Malloy να μην μοιάζει με τρομερή αδικία. Άλλωστε, η ίδια δεν πήγε χαμένη: έκανε ένα σωρό πράγματα στη ζωή της και είναι ακόμα ενεργή. Πρόσφατα ήταν επισκέπτρια λέκτορας στο Princeton, όπου δίδαξε μαθήματα με εντυπωσιακούς τίτλους: Social Media Poetics (2013) και Electronic Literature (2014). Παρ' όλα αυτά, την συμπεριέλαβα στις «αδικημένες επιστομόνισσες» κυρίως για να τονιστεί το πόση ζημιά μπορεί να κάνει ένα αβασάνιστο και λανθασμένο δημοσίευμα σε μεγάλο μέσο. Άπαξ και η (λανθασμένη εν προκειμένω) πληροφορία βγει εκεί έξω, η διασπορά της αποκτάει τέτοιες διαστάσεις που είναι πρακτικά αδύνατον να μαζευτεί, ακόμα κι ο φταίχτης έχει τη διάθεση να την μαζέψει. Δεν υπάρχει τίποτα το alternative στα facts, ό,τι κι αν λένε οι επίδοξοι βιαστές της αλήθειας: a fact is a fact is a fact!

* * *

Jocelyn Bell Burnell (γεν. 1943), αστροφυσικός

Όταν ήταν παιδί, η Βρετανίδα Jocelyn Bell Burnell ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του αρχιτέκτονα πατέρα της κάποια βιβλία αστρονομίας και έκτοτε άλλαξε η ζωή της. Γεννημένη στην πόλη Lurgan της Βόρειας Ιρλανδίας, γράφτηκε στο τοπικό κολέγιο με σκοπό να μελετήσει και φυσική, χημεία, μαθηματικά. Μόνο που στο κολέγιο εκείνο τα μαθήματα αυτά δεν προσφέρονταν σε κορίτσια (και μιλάμε για τη δεκαετία του 1960, όχι για τον 19ο αιώνα!)· στην θέση των «απαγορευμένων» θετικών επιστημών, στα κορίτσια προσφέρονταν μαθήματα μαγειρικής και σταυροβελονιάς! Μετά από τις επίμονες διαμαρτυρίες κάποιων γονιών, το κολέγιο αναγκάστηκε να αλλάξει πολιτική και έτσι η Jocelyn γλίτωσε τη σταυροβελονιά.

Στη συνέχεια, σπούδασε φυσική στο University of Glasgow, πήρε το πτυχίο της το 1965 και πήγε στο Cambridge (στο κολέγιο θηλέων New Hall, το σημερινό Murray Edwards College) για το διδακτορικό της, το οποίο ολοκλήρωσε το 1969. Όσο ήταν υποψήφια διδάκτωρ, δούλεψε υπό τον επιβλέποντά της, τον αστρονόμο Antony Hewish για την κατασκευή ενός πρωτοποριακού ραδιοτηλεσκόπιου το οποίο προοριζόταν για τη μελέτη των κβάζαρ (ως «κβάζαρ» ορίζεται κάθε εξαιρετικά λαμπρός ενεργός γαλαξιακός πυρήνας, που εμφανίζεται ως σημειακή πηγή -δηλαδή σαν άστρο-, παρά ως εκτεταμένο σώμα, όπως οι γαλαξίες· το λέει και το όνομα: quasar ← quasi-stellar = παρόμοιος με άστρο).

Χρησιμοποιώντας αυτό το ραδιοτηλεσκόπιο, το 1967 η Burnell παρατήρησε (μελετώντας εκτυπώσεις που λέγεται ότι έφταναν σε μήκος τα τρία μίλια!) ότι λάμβαναν περιοδικά σήματα (ανά 1,33΄΄) από μια συγκεκριμένη πηγή στο διάστημα. Τα σήματα αυτά δεν έμοιαζαν με κανένα από τα γνωστά σήματα που είχαν λάβει μέχρι τότε. Μολονότι δεν γνώριζε την πηγή αυτών των σημάτων τότε, η ανακάλυψη ήταν τεράστιας σημασίας. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι τα σήματα αυτά εκπέμπονταν από πάλσαρ - τα άστρα που είναι γνωστά και «λευκοί νάνοι» (ως «πάλσαρ» ορίζεται κάθε αστέρας νετρονίων με ισχυρό μαγνητικό πεδίο ο οποίος περιστρέφεται ταχύτατα γύρω από τον άξονά του εκπέμποντας ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με σχεδόν περιοδικούς παλμούς· κι εδώ το όνομα λέει πολλά: pulsar ← pulsating star = παλλόμενος αστέρας - ). Με δυο λόγια, η Burnell ανακάλυψε το πρώτο πάλσαρ.

Αυτές οι παρατηρήσεις σύντομα έγιναν αποδεκτές και δημοσιεύτηκαν, με το όνομα του Hewish να εμφανίζεται πριν από το όνομα της Burnell. Μολονότι την κρίσιμη παρατήρηση που οδήγησε στην ανακάλυψη την είχε κάνει η Burnell, ο Hewish ήταν εκείνος που το 1974 τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσικής για την ανακάλυψη των πάλσαρ. Προφανώς η Burnell αδικήθηκε κατάφωρα. Το καλό είναι ότι στην επιστημονική κοινότητα σήμερα είναι κοινός τόπος ότι η συγκεκριμένη ανακάλυψη έγινε από την Burnell. Είναι επίσης γεγονός ότι η μετέπειτα ακαδημαϊκή καριέρα της ήταν λαμπρή: διδακτικές θέσεις σε μεγάλα πανεπιστήμια, τιμητικές διακρίσεις (είναι και Λαίδη πλέον), διοικητικές θέσεις με υψηλό κύρος (έχει διατελέσει πρόεδρος της Royal Astronomical Society και του Institute of Physics). Ίσως επειδή είδε από νωρίς την καριέρα της να απογειώνεται, αρχικά δεν έδειχνε να έχει πάρει επί πόνου την αδικία του 1967. Είχε δηλώσει η ίδια σχετικά με την ιστορία του Νόμπελ που δικαιούταν αλλά δεν κέρδισε ποτέ:

«Πρώτον, οι διαφορές οριοθεσίας μεταξύ επιβλέποντος και υποψήφιου διδάκτορα είναι πάντα δύσκολο, ίσως αδύνατον, να επιλυθούν. Δεύτερον, ο επιβλέπων είναι που έχει την τελική ευθύνη για την επιτυχία ή την αποτυχία ενός προγράμματος. Όλοι γνωρίζουμε περιπτώσεις όπου ένας επιβλέπων κατηγορεί τον υποψήφιό του για μια αποτυχία, αλλά ξέρουμε ότι, σε μεγάλο βαθμό, το σφάλμα είναι του επιβλέποντος. Μου φαίνεται δίκαιο οι επιβλέποντες να επωφελούνται και από τις επιτυχίες, αφού φορτώνονται πάντα τις αποτυχίες. Τρίτον, πιστεύω ότι θα τα Νόμπελ θα υποβαθμίζονταν αν απονέμονταν σε υποψήφιους διδάκτορες, εκτός από πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, και δεν πιστεύω ότι η δική μου περίπτωση ήταν μία από αυτές. Τέλος, καθόλου δεν με στενοχωρεί το γεγονός [που δεν μου απένειμαν το Νόμπελ το 1974] - στο κάτω-κάτω, έχω καλή παρέα, έτσι δεν είναι;»

Αυτά τα είπε το 1977, όταν ήδη η καριέρα της έδειχνε ότι θα είναι λαμπρή, οπότε είναι λογικό το ότι προσπάθησε να φανεί υπεράνω. Παρ' όλα αυτά, δεν άντεξε και στο τέλος το πέταξε το καρφί της: η παρέα που αναφέρει (της οποίας είναι μέλος και η ίδια) είναι όλοι εκείνοι που δικαιούνταν το Νόμπελ και ποτέ δεν το πήραν. Και λίγα είπε.

Πολύ αργότερα, το 2013, όταν ήταν Επισκέπτρια Καθηγήτρια Αστροφυσικής στο University of Oxford, έδωσε μια συνέντευξη στο National Geographic, όπου λέει πράγματα πολύ πιο σκληρά (ίσως, ευρισκόμενη πια στο τέλος της καριέρας της, να διαισθάνεται ότι έχει την ηθική υποχρέωση να πει τα πράγματα με το όνομά τους). Για παράδειγμα, παραπονιέται ότι καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της στην αστροφυσική δυσκολευόταν να βρίσκει ερευνητικές θέσεις, καθώς συνήθως τις προσφέρονταν διδακτικές, διοικητικές και διευθυντικές θέσεις. Πριν προλάβει να πει κανείς ότι οι θέσεις που τις προσφέρονταν ήταν σημαντικές κι ας μην ήταν στο ερευνητικό πεδίο (συνεπώς, γιατί παραπονιέται;), ας προσπαθήσουμε να το δούμε από την πλευρά της: είναι μία γυναίκα χορτάτη από διακρίσεις και θέσεις με υψηλό κύρος· αλλά είναι πρωτίστως επιστημόνισσα. Και, υπό ιδανικές συνθήκες, επιστήμη σημαίνει έρευνα. (Θα έχετε ακούσει τον αφορισμό που οφείλουμε στον George Bernard Shaw: «Those who can, do; those who can't, teach». Εδώ ταιριάζει.) Στη συνέχεια της ίδιας συνέντευξης, η Burnell λέει ότι πάντα το έβρισκε εξαιρετικά δύσκολο να συνδυάσει οικογένεια και καριέρα, εν μέρει επειδή το πανεπιστήμιο στο οποίο δούλευε όταν ήταν έγκυος δεν προέβλεπε άδεια μητρότητας. Τέλος, παραθέτω ένα απόσπασμα αυτής της συνέντευξης, όπου η -ηλικιωμένη πια- Burnell αναφέρεται στη γνωστή ιστορία με τα πάλσαρ (η σύγκριση με τις δηλώσεις του 1977 που παρατέθηκαν παραπάνω είναι άκρως ενδιαφέρουσα):

«Η εικόνα που είχε ο κόσμος εκείνη την εποχή για τον τρόπο που λειτουργούσαν οι επιστήμες ήταν ότι υπήρχε ένας επικεφαλής -και ο οποίος ήταν άντρας, πάντα άντρας- που είχε ως υφισταμένους του ένα σωρό παρατρεχάμενους, κατώτερο προσωπικό, από τους οποίους δεν ζητούσε να σκέφτονται· τους ζητούσε να κάνουν μόνο ό,τι τους έλεγε».

Η διαφορά μεταξύ των δύο δηλώσεων, τις οποίες χωρίζουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, εξηγεί πολλά για τη θέση των γυναικών στις επιστήμες. Η Burnell, έχοντας υπηρετήσει την επιστήμη της από κάθε δυνατό πόστο, βλέπει στη δύση της καριέρας της ότι τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει όσο θα ήθελε από την εποχή που ήταν φοιτήτρια. Ίσως γι' αυτό έχει βαλθεί να κάνει ό,τι μπορεί, όσο προλαβαίνει, έτσι ώστε να βελτιωθεί κατάσταση των γυναικών στο ερευνητικό πεδίο. Με την πείρα της, ξέρει ότι η λύση στο πρόβλημα δεν είναι η αλλαγή στη νοοτροπία των φορέων και όλων των εμπλεκόμενων σε ατομικό, αλλά σε συλλογικό επίπεδο. Μακάρι να ζήσει αρκετά ώστε να δει κάποιο απτό αποτέλεσμα των προσπαθειών της.

* * *

Candace Pert (1946-2013), βιολόγος και φαρμακολόγος

Η Αμερικανίδα Candace Pert σπούδασε βιολογία στο Bryn Mawr College, απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 1970. Στη συνέχεια, πήγε στο Johns Hopkins University School of Medicine, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στη φαρμακολογία το 1974. Όσο ήταν στο Johns Hopkins, η Pert δούλευε στο εργαστήριο του επιβλέποντός της, του νευροεπιστήμονα Solomon Snyder. Το 1973 ανακάλυψε τους οπιοειδείς υποδοχείς (τα σημεία της μοριακής δέσμευσης των ενδορφινών στον εγκέφαλο). Ο Snyder οικειοποιήθηκε την ανακάλυψή της και μάλιστα βραβεύτηκε το 1978 γι' αυτήν με το Albert Lasker Award for Basic Medical Research.

Η Pert διαμαρτυρήθηκε στον Snyder για την απαράδεκτη λαθροχειρία, η οποία οδήγησε μάλιστα σε περίβλεπτη βράβευση, για να εισπράξει την κοφτή και κυνική του απάντηση: «Έτσι παίζεται το παιχνίδι». Η Pert έστειλε επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας στην επιτροπή που είχε απονείμει το βραβείο «ως η μεταπτυχιακή φοιτήτρια που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη βασική ερευνητική ιδέα και στην ίδια την έρευνα που ακολούθησε». Δεν κέρδισε κάτι με όλη αυτή τη φασαρία, αλλά τουλάχιστον το πάλεψε.

Η συνεισφορά της Pert στη νευροεπιστήμη ήταν σημαντικότατη, αλλά τα εύσημα αποδόθηκαν στον καθηγητή της γιατί «έτσι παίζεται το παιχνίδι». Η Pert δεν τα παράτησε· συνέχισε το έργο της σε σημαντικές ερευνητικές θέσεις, και το 1983 έφτασε να γίνει η πρώτη (και μόνη ως τώρα) γυναίκα πρόεδρος του National Institute of Mental Health (με τον εντυπωσιακό τίτλο Chief of the Section on Brain Biochemistry of the Clinical Neuroscience Branch). Δυστυχώς, εκείνη η πρώτη της ανακάλυψη (την οποία της έκλεψε ο Snyder χωρίς καν να κρατήσει τα προσχήματα) ήταν η σημαντικότερη στην καριέρα της (και είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την πίκρα της). Όμως δεν το έβαλε κάτω: δούλευε μέχρι το τέλος. Όταν πέθανε, εργαζόταν πάνω σε μια αποτελεσματικότερη θεραπευτική αγωγή της νόσου του Alzheimer.

* * *

Επιλεγόμενα

Ένα γνωστό ανέκδοτο για τις εγγενείς διαφορές των δύο φύλων προέρχεται από τον πρώην Πρόεδρο του Harvard, τον οικονομολόγο Larry Summers, ο οποίος αφηγήθηκε από το βήμα συνεδρίου μία προσωπική του εμπειρία. Ο Summers εκμυστηρεύτηκε στους συνέδρους ότι δεν έδινε στις δίδυμες κόρες του κούκλες για να παίζουν, αλλά φορτηγά. Κάποια μέρα, όταν οι μικρές δεν ήταν ούτε τριών χρονών, εκεί που έπαιζαν με τα φορτηγά τους, άκουσε τη μία να λέει στην άλλη: «Κοίτα, το φορτηγό-μπαμπάς κουβαλάει το φορτηγό-μωρό». Όπερ έδει δείξαι; Εχμ... όχι! Αλλά όταν το λέει αυτό ο πρόεδρος ενός φημισμένου πανεπιστήμιου, το ανέκδοτο αποκτάει άλλη βαρύτητα. Κι ας πρόκειται για ανοησία. Γιατί, όπως θα έπρεπε να ξέρει ο κύριος Πρόεδρος, δεν αρκεί να δώσεις στα κοριτσάκια φορτηγά αντί για κούκλες για να τα μεγαλώσεις σαν «άντρες» - εκτός κι αν σκοπεύεις να τα μεγαλώσεις μέσα σε γυάλα.

Οι γυναίκες (στις επιστήμες και στην κοινωνία γενικότερα) πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύουν ότι είναι «αντράκια». Αυτή η πρακτική δεν έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα επιτυχημένη. Είτε «αντράκια» είτε «γυναικούλες», εξακολουθούν να πέφτουν θύματα σεξισμού, υποτίμησης, διακρίσεων, λαθροχειριών, παρενοχλήσεων· εξακολουθούν να συναντούν δυσκολίες που τις εμποδίζουν να κάνουν αυτό που μπορούν. Και τι μπορούν να κάνουν; Προφανής η απάντηση, αλλά ας την δώσω καλού-κακού: τα πάντα!

Δεν θα ισχυριστώ ότι δεν έχουν υπάρξει και άντρες που έχουν υποστεί παρόμοιες ταλαιπωρίες (με την εξαίρεση του σεξισμού). Έχουν υπάρξει, υπάρχουν και θα υπάρξουν κι άλλοι στο μέλλον. Μόνο που οι άντρες δεν τραβάνε του λιναριού τα πάθη επειδή είναι άντρες, αλλά επειδή οι κοινωνίες είναι άνισα δομημένες. Συνεπώς, πρέπει πρώτα να εξασφαλίσουμε την ισοτιμία όλων μας (χωρίς έμφυλες διακρίσεις) στις ανισότητες και μετά να κοιτάξουμε τι θα κάνουμε για την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Έχουμε ακόμα δρόμο.

Ορόσημα σ' αυτό τον δρόμο στέκουν γυναίκες όπως η Ada, η Martha, η Margaret, η Nettie, η Elizabeth, η Henrietta, η Lise, η Ida, η Cecilia, η Chien-Shiung, η Rosalind, η Esther, η Vera, η Judy, η Jocelyn, η Candace (και αναρίθμητες άλλες αφανείς ηρωίδες). Η αναφορά στο έργο τους δεν αίρει τις αδικίες που βίωσαν ως επιστημόνισσες, ούτε αποκαθιστά τα ονόματά τους στην ιστορία των επιστημών. Εντούτοις, ίσως λειτουργήσει σαν οδικός χάρτης στον δρόμο που μένει να διανύσουμε. Δεν τις μνημονεύουμε για να αποτίσουμε κάποιον (ανέξοδο) φόρο τιμής· η μνήμη μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο.

Έφτασα στο τέλος και ακόμα δεν έχω απαντήσει (άμεσα) στο ερώτημα τι δουλειά έχουν οι γυναίκες στις επιστήμες; Προτιμώ να το αφήσω αναπάντητο, με τη βεβαιότητα ότι, αν τις αφήσουμε απερίσπαστες, θα απαντήσουν οι ίδιες.

Αναδημοσίευση από dimartblog.com

Δημοφιλή