Στον καιρό της Ρωμανίας ο απλός ορθόδοξος λαός, ιερείς και λαϊκοί συχνότατα ξεκινούσαν με μεγάλη χαρά βαθύτατες θεολογικές συζητήσεις. Ήταν δε τόσο μεγάλη η έγνοια και η λαχτάρα των Ρωμηών γι' αυτές τις συζητήσεις, που συχνά υφίσταντο τη χλεύη των «ξένων», των «βαρβάρων», των μη μετεχόντων του Ρωμαίικου πολιτισμού. Ήταν αδιανόητο γι' όλους αυτούς τους ξένους να γίνονται τόσες συζητήσεις για θέματα λεπτά και χωρίς άμεση, ορατή, πρακτική χρησιμότητα. Θεωρούσαν τις συζητήσεις αυτές των Ρωμηών συζητήσεις χωρίς νόημα, συζητήσεις «περί ανέμων και υδάτων», «περί τριχών αγγέλων» και ανούσιες αερολογίες.
Ammar Awad / Reuters

Στον καιρό της Ρωμανίας ο απλός ορθόδοξος λαός, ιερείς και λαϊκοί συχνότατα ξεκινούσαν με μεγάλη χαρά βαθύτατες θεολογικές συζητήσεις. Είχαν ανάγκη, ζήλο και λαχτάρα να προσεγγίσουν την αλήθεια. Ήθελαν πολύ αυτή τη ζύμωση, γιατί ήθελαν να ζήσουν την κάθε μέρα τους στο φώς και γνώριζαν (όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο) πως μόνο η βαθειά θεολογική διάκριση μπορεί να ζυμώσει και να αλλάξει ουσιαστικά τα πρακτικά του βίου και της καθημερινότητας του ανθρώπου.

Ήταν δε τόσο μεγάλη η έγνοια και η λαχτάρα των Ρωμηών γι' αυτές τις συζητήσεις, που συχνά υφίσταντο τη χλεύη των «ξένων», των «βαρβάρων», των μη μετεχόντων του Ρωμαίικου πολιτισμού. Ήταν αδιανόητο γι' όλους αυτούς τους ξένους να γίνονται τόσες συζητήσεις για θέματα λεπτά και χωρίς άμεση, ορατή, πρακτική χρησιμότητα. Θεωρούσαν τις συζητήσεις αυτές των Ρωμηών συζητήσεις χωρίς νόημα, συζητήσεις «περί ανέμων και υδάτων», «περί τριχών αγγέλων» και ανούσιες αερολογίες.

Δεν ξέρω αν είμαστε ακόμα στον καιρό της Ρωμανίας, όμως αυτό που ξέρω είναι ότι προ ημερών είχα τη χαρά να βρεθώ σε μια τέτοια συζήτηση. Η ομήγυρις ήταν εκλεκτή, αποτελούμενη από ορθόδοξους πνευματικούς ανθρώπους εις εκ των οποίων μάλιστα ήταν ιερέας. Η συζήτηση περιήλθε σε άκρως ενδιαφέροντα πνευματικά ζητήματα για τα οποία και εγώ είχα πολλές απορίες.

Αφού αρχικά υπήρξε συμφωνία ότι η Ορθοδοξία ουσιαστικά είναι ταυτισμένη με τον ασκητικό, νηπτικό τρόπο του ζήν, με τον ησυχασμό δηλαδή και τη συνεχή νοερά προσευχή τέθηκε το ερώτημα τι γίνεται μετά θάνατον και δη μετά την κοινή ένσαρκο ανάσταση. Το κεντρικό δηλαδή ερώτημα που τέθηκε ήταν εάν τα της ησυχαστικής παραδόσεως (συνεχής νοερά προσευχή, συνεχής Θεία Μετάληψη κλ) συνεχίζονται και μετά την ανάσταση ή εάν γίνεται κάτι διαφορετικό, εάν υπάρχει μια άλλη κατάσταση και ποιά είναι αυτή; Κατατέθηκαν πολλές απόψεις, συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους, όπως ότι μετά θάνατον η κατάσταση είναι παγιωμένη και δε χρειάζεται προσευχή, ή ότι δεν θα υπάρχει Θεία Κοινωνία, η οποία είναι απλώς σημαντική βοήθεια και στήριγμα στον πεπτωκότα μόνον άνθρωπο.

Φυσικά όλα αυτά τα μεγάλα και λεπτά δογματικά ζητήματα θα πρέπει να διευκρινίζονται από την Ορθόδοξη Παράδοση και τις Συνόδους. Πιθανώς βέβαια να έχουν ήδη απαντηθεί και απλώς οι συμμετέχοντες στη συζήτηση να αγνοούσαν τις απαντήσεις. Όμως η συζήτηση ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και εάν θα θέλαμε να κάνομε μια περίληψη των συμπερασμάτων θα λέγαμε τα εξής.

ο θάνατος απλώς αποτελεί μια μικρή παρένθεση, ένα μικρό κεφάλαιο στο βίο μας και ουσιαστικά όλη μας η ζωή καθίσταται ενιαία. Υπάρχει δηλαδή μια αδιάσπαστη συνέχεια του βίου.

Μετά την έγχρονη, ένσαρκη ανάσταση του Χριστού στα χώματα και στον τόπο τούτο και ως εκ τούτου και τη δική μας έγχρονη, ένσαρκη ανάσταση στα χώματα και στον τόπο τούτο, ο θάνατος απλώς αποτελεί μια μικρή παρένθεση, ένα μικρό κεφάλαιο στο βίο μας και ουσιαστικά όλη μας η ζωή καθίσταται ενιαία. Υπάρχει δηλαδή μια αδιάσπαστη συνέχεια του βίου. Η μία και μοναδική ζωή μας γίνεται ενιαία, συνεχής και ατελεύτητος. Ό,τι ζούμε τώρα, αυτά εν πολλοίς θα ζήσομε και μετά την ένσαρκο ανάστασή μας. Και ό,τι θα ζούμε τότε μπορούμε εν πολλοίς να τα ζήσομε και τώρα. Η Παναγία και οι άγιοι επί της ουσίας ζούσαν και ζούν από αυτήν τη ζωή εκείνα τα οποία θα ζήσουν εκτυπώτερα και μετά την κοινήν ανάσταση. Η Βασιλεία του Θεού είναι μία, είναι εντός ημών και δεν θα έλθει κάποτε, αλλά έχει ήδη έλθει. Το εξωτερικό πλαίσιο, ο κόσμος είναι λίαν καλώς φτιαγμένος και δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά. Δεν πρόκειται δηλαδή να ζήσομε σε ένα φανταστικό, άγνωστο «εξώκοσμο» πλαίσιο και περιβάλλον. Φυσικά θα υπάρξουν και αλλαγές όπως η υποστροφή και πλήρης εξαφάνιση της φθοράς και του θανάτου, ενώ θα υπάρχει όχι εν εσόπτρω πλέον, αλλά καθαρή και συνεχής θέα του Θεού που για άλλους θα είναι φως δόξης και αγιασμού και για άλλους φως καταναλίσκον.

Μεγάλη παραβολή (sic) υπήρχε ως προς τη νοερά προσευχή. Από κάποιον υποστηρίχθηκε ότι φυσικά και θα συνεχίσει να υπάρχει η νοερά προσευχή μετά την ανάσταση. Στην ενταυτώ σταυροαναστάσιμη Ορθοδοξία μας η προσευχή είναι αδιαίρετη και αναπόσπαστη από τη δόξα. Ουσιαστικά δεν νοείται δόξα χωρίς προσευχή. Υποστηρίχθηκε δε ότι η ένταση και η ανάγκη για νοερά προσευχή είναι τόσο μεγάλη που πολλοί την παρομοιάζουν με την αναπνοή: κάθε στιγμή για να ζήσομε σωματικά έχομε ανάγκη αναπνοής. Έτσι και κάθε στιγμή για να ζήσομε πνευματικά έχομε ανάγκη νοεράς προσευχής. Μερικοί δε για να επιτύχουν το αδιάκοπο και συνεχές προσπάθησαν να συνδυάσουν κάθε εισπνοή και κάθε εκπνοή με το υπέρ πάν όνομα του «Ιη-σού».

Άρα λοιπόν, κατ' αυτούς, όχι μόνο θα υπάρχει νοερά προσευχή και μετά την ένσαρκη, κοινή ανάσταση, αλλά αυτή θα βελτιώνεται και θα ενισχύεται συνεχώς. Με άλλα λόγια και η Παναγία μας και όλοι οι προαπελθόντες άγιοί μας συνεχώς και τώρα και πάντα προσεύχονται αδιαλείπτως. Υπήρχαν όμως αντιρρήσεις σε αυτό. Ειπώθηκε ότι μετά το θάνατο δε χρειάζεται η προσευχή, γιατί υπάρχει μια παγιωμένη κατάσταση, η οποία δεν αλλάζει. Όμως κατόπιν η ομήγυρις θυμήθηκε τους αγγέλους, οι οποίοι συνεχώς και τώρα και πάντα δοξολογούν αενάως τον Θεό. Άρα; Δεν θα πρέπει και ο άνθρωπος αενάως να δοξολογεί τον Θεό; Εκεί συμφώνησαν όλοι. Προσευχή λοιπόν ή δοξολογία; Τότε δόθηκε η λέξη-απάντηση, η οποία «ένωσε τα διεστώτα». Και η λέξη αυτή ήταν η «αναφορά». Επειδή ουσιαστικά στην Ορθοδοξία οι έννοιες προσευχή και δοξολογία αλληλοπεριχωρούνται, επί της ουσίας οι δύο έννοιες εκφράζουν το αυτό, τη σχέση δηλαδή με το Θεό, τη συνεχή αναφορά στον Θεό. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια αναφέρεται νοερώς στον Θεό και σ' αυτήν και στην άλλη ζωή συνεχώς και αδιαλείπτως. Και αυτό είναι το καθοριστικό σημείο. Η συνεχής προσευχή/δοξολογία, η συνεχής και αδιάλειπτη σχέση και αναφορά στον Θεό, η οποία ξεκινάει από τώρα, από αυτή τη ζωή και συνεχίζεται ατελευτήτως, ανεσπέρως και για πάντα.

Υπήρξε μεν συμφωνία ότι δεν υπάρχει μετάνοια μετά θάνατον, αλλά αποσαφηνίστηκε ότι οι άνθρωποι που πεθαίνουν όντες εν μετανοία βελτιώνονται και εξελίσσονται συνεχώς.

Προς επίρρωση δε της συνεχούς σχέσης, αναφοράς και ουσιαστικά ενότητας του ενσάρκως αναστάντος ανθρώπου με τον Θεό, αναφέρθηκε και το παράδειγμα της συνεχούς σχέσης, της συνεχούς αναφοράς, της συνεχούς ασυγχύτου (εν ετερότητι και ελευθερία) και ενταυτώ αδιαιρέτου ενότητος (σε μία «οντότητα») τόσο του Αγίου Πνεύματος, όσο και του Υιού με τον Πατέρα. Δηλαδή όπως ο Υιός είναι συνεχώς ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένος με τον Πατέρα, έτσι και ο αναστημένος άνθρωπος είναι και θα είναι για πάντα ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένος με τον Υιό και την όλη Αγία Τριάδα. Σ' αυτό το σημείο, αφού υπήρξε μια σχετική συμφωνία, η παρέα σταμάτησε τη συζήτηση του θέματος αυτού, γιατί οι έννοιες είχαν γίνει πλέον πολύ λεπτές και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος αστάθειας.

Πολλές διαφωνίες, ή καλύτερα διευκρινήσεις υπήρξαν επίσης και στην άποψη ότι η κατάσταση μετά την ανάσταση είναι παγιωμένη και δεν αλλάζει. Υπήρξε μεν συμφωνία ότι δεν υπάρχει μετάνοια μετά θάνατον, αλλά αποσαφηνίστηκε ότι οι άνθρωποι που πεθαίνουν όντες εν μετανοία βελτιώνονται και εξελίσσονται συνεχώς. Η Παναγία και όλοι οι άνθρωποι που αγάπησαν τον Χριστό και ζήτησαν συγχώρηση, συνεχώς βελτιώνονται, αποκτούν νέα τάλαντα, εξελίσσονται και διευρύνονται. Μετέχουν της θεότητος, λαμπρυνόμενοι από τη Χάρη και το φώς, αγιαζόμενοι και αγιάζοντες με τρόπο συνεχώς εκτυπώτερο και διευρυνόμενο. Και επειδή ζώντες τε και τεθνεώτες είμαστε ένα σώμα εν Χριστώ, η προσευχή των ζώντων για τους ζώντες και για τους απελθόντες, αλλά και των απελθόντων για τους ζώντες και για τους απελθόντες είναι μεγίστης σημασίας. Η αναφορά του κάθε μέλους είναι αναφορά στο Θεό του όλου σώματος. Συνεχής εξέλιξη λοιπόν του ανθρώπου και στην άλλη ζωή και διεύρυνση από κορυφή σε κορυφή και από δόξης είς δόξαν.

Εκεί όμως που δεν επήλθε καμία συμφωνία, κανένα ... consensus ήταν το θέμα της Θείας Μετάληψης μετά την ένσαρκο ανάσταση του ανθρώπου. Και οι δύο πλευρές έμειναν εδραίες στις θέσεις τους. Η μία πλευρά υποστήριζε σθεναρά το όχι, ότι δηλαδή δεν θα υπάρχει Θεία Μετάληψη μετά την ένσαρκο ανάσταση, γιατί η Θεία Μετάληψη είναι απλώς μια βοήθεια στην παρούσα φάση πτώσεως του ανθρώπου και ότι μετά την ανάσταση, όπου όλα θα είναι «πνευματικά» και λαμπρά και παγιωμένα και όλοι θα βλέπουν άμεσα τον Θεό, δεν θα υπάρχει ανάγκη για Θεία Μετάληψη. Και η άλλη όμως πλευρά υποστήριζε ανυποχώρητα τις θέσεις της: ότι ναι, φυσικά και θα συνεχιστεί για πάντα η Θεία Μετάληψη, όπως το λέμε άλλωστε και στη Θεία Λειτουργία και σε κάθε δοξολογία: «και νυν και αεί και στους αιώνας των αιώνων». Η Σάρκωση του Λόγου, αλλά περαιτέρω η Θεία Κοινωνία εκάστου πιστού, επί της ουσίας δηλαδή η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση Θεότητας και Ανθρωπότητας ήταν το προ αιώνων σχέδιο και δώρο του Θεού και όλα τα της δημιουργίας κατέτειναν σ' αυτήν την νέα οντολογία της Θεανθρωπότητας. Και η Θεία Κοινωνία είναι sine qua non συνθήκη του νέου αυτού τρόπου ζωής και θα υπάρχει ατελεύτητα.

Μπορεί σε μερικά ζητήματα να μην καταλήξαμε σε συμπεράσματα, όμως όλοι χαρήκαμε τη συζήτηση και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για νέες συζητήσεις με την πρώτη ευκαιρία, αφού βέβαια ανατρέξομε πρώτα στις εμπειρίες της παράδοσής μας και στις «Δογματικές» του ο καθένας.

Ευτυχώς που για τους «ξένους» (όποια γλώσσα κι αν μιλάνε) η Ρωμανία πλέον έχει χαθεί οριστικά και έτσι δεν ακούν και δεν δίνουν σημασία στις ... «αερολογίες» των Ρωμηών.

Δημοφιλή