Εφτά αγαπημένες πολεμικές ταινίες

Η Λευκορωσία είναι η χώρα που υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές από τους Ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πάνω από 2.000.000 Λευκορώσοι έχασαν τη ζωή τους (σχεδόν το 1/4 του πληθυσμού που είχε η χώρα εκείνη την εποχή) ενώ περίπου 1.000.000 μεταφέρθηκαν στη Γερμανία για καταναγκαστικά έργα ή εκτοπίστηκαν. Επίσης 628 χωριά ισοπεδώθηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοί τους εκτελέστηκαν μέχρι τον τελευταίο και άλλα 4.467 κάηκαν αφού πριν εξολοθρεύτηκε μέρος μόνο του πληθυσμού τους. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια στη Λευκορωσία που να μην έχει έστω ένα συγγενή σκοτωμένο από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής.
ullstein bild via Getty Images

Platoon, 1986.

Το «Platoon», του Αμερικανού σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν είναι μια ταινία με εντελώς διαφορετικό ύφος από το «Έλα να δεις» αλλά εξίσου αριστουργηματική. Αποτελεί σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες -για κάποιους την καλύτερη- με θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι βραβεύτηκε με τέσσερα Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία και αυτό της καλύτερης ταινίας. Ο Όλιβερ Στόουν είχε λάβει μέρος στον πόλεμο του Βιετνάμ και το «Platoon» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές εμπειρίες του σκηνοθέτη. Σε αυτό οφείλεται και ο ρεαλισμός της ταινίας ο οποίος είναι και το βασικό της χαρακτηριστικό.

Ο ήρωας της ταινίας, τον οποίον υποδύεται πειστικά ο Τσάρλι Σιν, είναι ένας νεαρός από ευκατάστατη αμερικανική οικογένεια που επιλέγει να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να καταταγεί εθελοντής στο Βιετνάμ. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσει το λάθος του αλλά πλέον θα είναι αργά. Οι εμπειρίες που θα ζήσει θα τον οδηγήσουν στα όρια της σωματικής και ψυχικής του αντοχής. Όλα είναι εναντίον του: οι παλιοί στρατιώτες που τον περιφρονούν γιατί είναι νεοσύλλεκτος, οι ανώτεροί του, το κλίμα, η ζούγκλα, τα έντομα και φυσικά οι Βιετκόνγκ, οι ορκισμένοι εχθροί των Αμερικανών. Ο Όλιβερ Στόουν περιγράφει με ανάγλυφο τρόπο τόσο τις κακουχίες που υφίσταται ο νεαρός εθελοντής όσο και τις επιπτώσεις τους στην ψυχολογία και τον χαρακτήρα του, ο οποίος μεταλλάσσεται σταδιακά. Δύο πρόσωπα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του πρωταγωνιστή. Δύο ενσαρκώσεις του καλού και του κακού που θα αντιμάχονται για το ποιος θα κυριεύσει την ψυχή του. Ο ένας είναι ο λοχίας Μπαρνς, ένας σκληροτράχηλος βετεράνος που τον ενσαρκώνει εντυπωσιακά ο Τομ Μπέρεντζερ. Ανάλγητος και αποκτηνωμένος, χωρίς αισθήματα, βρίσκει την ευτυχία μόνο στο να πολεμά και να σκοτώνει. Η παρουσία του όμως δίπλα σου είναι εγγύηση ότι θα γυρίσεις πίσω ζωντανός. Ο άλλος είναι ο λοχίας Ελάιας ο οποίος επιμένει να διατηρεί την ανθρωπιά του και την ψυχική του ευγένεια μέσα στην κόλαση του πολέμου, βλέποντας τους στρατιώτες του σαν παιδιά του και όχι σαν μονάδες. Τον υποδύεται με ιδιαίτερη μαεστρία ο Ο Γουίλεμ Νταφόε. Η συνύπαρξη αυτών των δύο χαρακτήρων στην ίδια μονάδα θα έχει εκρηκτικές συνέπειες όχι μόνο για το λόχο τους αλλά και για την ψυχή του νεαρού εθελοντή. Τελειώνοντας να σημειώσουμε ότι Platoon είναι η διμοιρία στα αγγλικά.

Έλα να δεις, 1985.

Η Λευκορωσία είναι η χώρα που υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές από τους Ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πάνω από 2.000.000 Λευκορώσοι έχασαν τη ζωή τους (σχεδόν το 1/4 του πληθυσμού που είχε η χώρα εκείνη την εποχή) ενώ περίπου 1.000.000 μεταφέρθηκαν στη Γερμανία για καταναγκαστικά έργα ή εκτοπίστηκαν. Επίσης 628 χωριά ισοπεδώθηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοί τους εκτελέστηκαν μέχρι τον τελευταίο και άλλα 4.467 κάηκαν αφού πριν εξολοθρεύτηκε μέρος μόνο του πληθυσμού τους. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια στη Λευκορωσία που να μην έχει έστω ένα συγγενή σκοτωμένο από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής.

Το «Έλα να δεις» του Σοβιετικού σκηνοθέτη Έλεμ Κλίμοφ έχει σαν θέμα του το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και η «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», και αφορά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην κατεχόμενη από τους Ναζί Λευκορωσία. Κεντρικός ήρωας είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι το οποίο κατατάσσεται στο σώμα ανταρτών της περιοχής του, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, προκειμένου να πολεμήσει τους Γερμανούς κατακτητές. Από τη στιγμή εκείνη το παιδί θα ζήσει την φρίκη του πολέμου και θα γίνει μάρτυρας ασύλληπτα αποτρόπαιων εγκλημάτων των Ναζί. Ο μικρός αντάρτης είναι και ο μοναδικός ουσιαστικά πρωταγωνιστής, αφού όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες έρχονται και παρέρχονται κατά τη διάρκεια της ταινίας.

Χωρίς αμφιβολία το «Έλα να δεις» είναι ένα έργο που δεν απευθύνεται στο μέσο κοινό. Τόσο η προσέγγιση του σκηνοθέτη όσο και οι σκληρές σκηνές σίγουρα θα σοκάρουν πολλούς. Ο Κλίμοφ εστιάζει στον παραλογισμό που επικρατεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και στις επιπτώσεις του στην ψυχολογία των ανθρώπων. Σκοπός του δεν είναι να αποδώσει πιστά τις μάχες και τα εγκλήματα αλλά να μεταδώσει την εφιαλτική ατμόσφαιρά τους στο θεατή. Μέσα από τον κυνικό ρεαλισμό των σκηνών αναδεικνύεται ο σουρεαλισμός του πολέμου. Οι άνθρωποι παύουν να είναι πρόσωπα και γίνονται γκροτέσκες φιγούρες σε ένα κακό όνειρο όπου δεν υπάρχει λογική αλλά μόνο τρόμος και επιβολή του ισχυρότερου. Στη δημιουργία του εφιαλτικού κλίματος συμβάλλει και η πειραματική και απόκοσμη μουσική της ταινίας, συνδυαζόμενη με τον απόλυτο κυνισμό με τον οποίο παρουσιάζονται τα εγκλήματα του γερμανικού στρατού. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα ούτε ωραιοποιήσεις και ηρωοποιήσεις. Είναι ένα ακραίο, ωμό και καταθλιπτικό έργο που το παρακολουθείς με δική σου ευθύνη. Σύμβολο της ταινίας το αλλοιωμένο από τον τρόμο πρόσωπο του δεκαπεντάχρονου τότε πρωταγωνιστή Αλεξέι Κραβτσένκο.

Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, 1998.

Η «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» τείνει να θεωρηθεί κλασσική πλέον ταινία όπως ο «Λόρενς της Αραβίας» και αποτελεί μια από τις πιο άρτιες δημιουργίες του Αμερικανού σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η υπόθεση διαδραματίζεται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την περίφημη Απόβαση στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944. Εκείνο το καλοκαίρι, οι σύμμαχοι εισέβαλλαν στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Γαλλία αποβιβάζοντας ένα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων στις ακτές της Νορμανδίας, ενώ παράλληλα αλεξιπτωτιστές έπεφταν στα ενδότερα της περιοχής. Το έργο ξεκινά με μια ρεαλιστική απεικόνιση της δραματικής αυτής απόβασης.

Το σενάριο της ταινίας είναι αρκετά πρωτότυπο. Από τα τέσσερα αδέρφια μιας αμερικανικής οικογένειας, των Ράιαν, τα τρία έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους πολεμώντας, ενώ το τέταρτο υπηρετεί ως αλεξιπτωτιστής κάπου στη Νορμανδία. Το αμερικανικό Γενικό Επιτελείο Στρατού, εφαρμόζοντας μια παλιά απόφαση του Αβραάμ Λίνκολν, δίνει διαταγή να βρεθεί ο τελευταίος αδελφός Ράιαν και να σταλεί στην πατρίδα του, αφού η οικογένειά του έχει ήδη πληρώσει βαρύτατο τίμημα. Τη δύσκολη αυτή αποστολή αναλαμβάνει ένας έφεδρος λοχαγός με μερικούς από τους άνδρες του. Η μικρή αυτή δύναμη θα ξεκινήσει από τις ακτές τις Νορμανδίας, όπου βρίσκεται η βάση των συμμάχων, και θα διασχίσει την εχθρική περιοχή αναζητώντας τον στρατιώτη Ράιαν ανάμεσα στις διασκορπισμένες μονάδες αμερικανών αλεξιπτωτιστών. Η διαδρομή θα αποδειχθεί μια πραγματική Οδύσσεια με ανυπέρβλητες δοκιμασίες οι οποίες κορυφώνονται προς το τέλος της ταινίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» αποτελεί την πιο αληθοφανή κινηματογραφική απεικόνιση των πολεμικών συγκρούσεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ειδικά τα πρώτα λεπτά της ταινίας απευθύνονται σε θεατές με γερά στομάχια, καθώς τα πλάνα της απόβασης σοκάρουν με τον ωμό ρεαλισμό τους. Όχι ότι οι υπόλοιπες σκηνές μαχών είναι λιγότερο σκληρές. Η αληθοφάνεια δεν επιτυγχάνεται μόνο με την απεικόνιση ωμών θεμάτων στο πλάνο, αλλά και με τον φωτισμό, την κίνηση της κάμερας και τον ήχο. Ο Σπίλμπεργκ όμως δεν μένει εκεί. Δεν έχει σκοπό να παρουσιάσει απλώς μια πολεμική ταινία με στοιχεία «σπλάτερ». Οι ήρωες του έργου αποτελούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες και όχι καρικατούρες, ενώ ο σκηνοθέτης δίνει ανάγλυφα την ψυχογραφία τους. Ο λοχαγός, οι άνδρες του, ο Ράιαν είναι διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες με ενδιαφέρουσες αλληλεπιδράσεις. Ο καθένας τους είναι ένας «γήινος», οικείος στο θεατή άνθρωπος, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά του, τις αδυναμίες και τις αρετές του, τις φοβίες και τις εμμονές του. Ο Τομ Χανκς ενσαρκώνει υποδειγματικά τον ανθρώπινο και συνετό λοχαγό, αναδεικνύοντας τον σε πατρική φιγούρα. Ο Τομ Σάιζμορ είναι ο γκρινιάρης, βετεράνος λοχίας, βοηθός του Χανκς ενώ τον στρατιώτη Ράιαν υποδύεται ο Ματ Ντέιμον.

Λόρενς της Αραβίας, 1962.

Εντάξει. Τι να πρωτοπούμε για αυτή την ταινία. Για τα εφτά Όσκαρ με τα οποία βραβεύτηκε; Για την εμβληματική μορφή του Πήτερ Ο' Τουλ; Για την εμπνευσμένη μουσική του Μορίς Ζαρ; Το σίγουρο είναι πως ό,τι και να πούμε θα' ναι λίγο. Πρόκειται για ένα κλασσικό αριστούργημα με φόντο τη σύγκρουση Βρετανίας και Τουρκίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και στο «Καλλίπολη». Η ταινία, που σκηνοθέτησε ο Βρετανός Ντέιβιντ Λην, δεν είναι μόνο πολεμική, αλλά κυρίως βιογραφική. Κεντρικός ήρωας είναι ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, ένας Βρετανός αρχαιολόγος που υπηρετούσε τη θητεία του στις μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες της Βρετανίας στο Κάιρο, την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λόρενς εστάλη στην Αραβία το 1916 με σκοπό να ενώσει τις αντιμαχόμενες φυλές βεδουίνων και να οργανώσει έναν αραβικό άτακτο στρατό που θα πολεμούσε τους Τούρκους κατακτητές. Η ταινία παρακολουθεί ολόκληρη την πορεία του Λόρενς από την άφιξή του στην Αραβία μέχρι το τέλος του πολέμου. Βλέπουμε τις προσπάθειές του να ενώσει τις αραβικές φυλές, τις μάχες εναντίον των Τούρκων αλλά και τα εμπόδια που αντιμετώπιζε από την δυσπιστία των Βρετανών στρατηγών απέναντι στη μαχητική ικανότητα των Αράβων.

Παράλληλα, η ταινία σκιαγραφεί την ψυχολογία του Λόρενς και τις μεταβολές της κατά τη διάρκεια της αποστολής του. Οι κακουχίες του πολέμου και της ερήμου, η απογοήτευση του από τη διάψευση των προσδοκιών του αλλά και η επαφή του με την κουλτούρα των Αράβων θα αλλάξουν με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο τον χαρακτήρα του. Τις μεταβολές αυτές αποδίδει με πραγματικά ανυπέρβλητο ταλέντο ο Πήτερ Ο' Τουλ στον καλύτερο ίσως ρόλο της ζωής του. Ο μεγάλος Βρετανός ηθοποιός πλαισιώνεται επάξια από τους Άντονι Κουίν, Άλεκ Γκίνες και Ομάρ Σαρίφ, όλοι τους σε ρόλους Αράβων ηγετών. Δεν θα ήταν δυνατό να κλείσουμε χωρίς να μνημονεύσουμε την κλασσική πλέον μουσική της ταινίας που συνέθεσε ο Μορίς Ζαρ. Αναμφισβήτητα ο «Λόρενς της Αραβίας» δεν θα ήταν το ίδιο έργο χωρίς τις εκπληκτικές μελωδίες του Γάλλου συνθέτη.

Καλλίπολη, 1981.

Το 1915, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι εξαπέλυσαν μια σφοδρή μετωπική επίθεση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιώντας μιας τεράστιας κλίμακας απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης. Απώτερος σκοπός των επιτιθέμενων ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης προκειμένου να θέσουν εκτός μάχης την Τουρκία και να απαλλαγούν από έναν επίμονο εχθρό. Η επιχείρηση όμως ήταν κακοσχεδιασμένη και κατέληξε σε καταστροφή με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Η Βρετανία είχε επιστρατεύσει άνδρες από όλες τις κτήσεις της, κυρίως από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν κυριολεκτικά ως «τροφή για τα κανόνια».

Η ταινία «Καλλίπολη», του Αυστραλού σκηνοθέτη Πίτερ Γουίαρ αποτελεί έναν ύμνο στη φιλία αλλά και μια καταγγελία για τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία χρησιμοποίησε τους στρατιώτες από τις κτήσεις της. Αν και τη συγκαταλέγω μέσα στις πιο αγαπημένες μου, ομολογώ ότι την πρώτη φορά που την είδα, όντας μαθητής λυκείου, είχα σοκαριστεί. Κατά τη διάρκεια κάποιων αγώνων δρόμου στην Αυστραλία, δύο νεαροί συναθλητές γίνονται φίλοι και, παρασυρμένοι από το φιλοπόλεμο κλίμα της εποχής, κατατάσσονται μαζί εθελοντές. Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση στα βρετανικά στρατόπεδα της Αιγύπτου, μεταφέρονται στην βόρεια Τουρκία και λαμβάνουν μέρος στην απόβαση της Καλλίπολης. Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα θέσουν σε δοκιμασία όχι μόνο τη φιλία τους αλλά και την ίδια τους τη ζωή. Το τέλος της ταινίας κόβει κυριολεκτικά την ανάσα και είναι εξίσου συγκλονιστικό με αυτό του «Glory».

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο του σεναρίου ενσαρκώνεται από δυο νεαρούς ηθοποιούς που το 1981 βρίσκονταν στο ελπιδοφόρο ξεκίνημα της καριέρας τους αλλά στη συνέχεια ακολούθησαν διαμετρικά αντίθετες πορείες. Ο πρώτος είναι ο Αυστραλός Μαρκ Λη, ο οποίος έπεσε γρήγορα στην αφάνεια, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστός έξω από τη χώρα του. Ο δεύτερος δεν είναι άλλος από τον επίσης Αυστραλό Μελ Γκίμπσον.

Glory, 1989.

Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ Βορείων (αμερικανική κυβέρνηση) και Νοτίων (πολιτείες που είχαν αποσχιστεί) ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν αποφάσισε να συστήσει στρατιωτικές μονάδες από μαύρους στρατιώτες. Οι άνδρες αυτοί ήταν στην πλειοψηφία τους απελεύθεροι δούλοι οι οποίοι είχαν κάθε λόγω να πολεμήσουν για τους Βόρειους. Ο Λίνκολν είχε καταργήσει επίσημα τη δουλεία, κάτι στο οποίο ήταν αντίθετες οι αποσχισθείσες νότιες πολιτείες. Το «Glory» του Αμερικανού σκηνοθέτη Εντουαρντ Ζούικ είναι μια ακόμα από τις αγαπημένες μου πολεμικές ταινίες και όπως το «Βατερλώ» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Κεντρικό θέμα είναι η ιστορία του 54ου Συντάγματος Πεζικού της Μασαχουσέτης, μιας από τις πρώτες μονάδες του αμερικανικού στρατού που αποτελείτο αποκλειστικά από μαύρους στρατιώτες, αλλά λευκούς αξιωματικούς. Η ταινία παρακολουθεί τις προσπάθειες του νεαρού διοικητή της μονάδας Ρόμπερτ Γκουντ Σω, οποίος είναι από τους ελάχιστους που πιστεύουν στις δυνατότητες των απελευθερωμένων σκλάβων και κάνει τα πάντα για να τους αποδοθεί ο σεβασμός που απολαμβάνουν και οι στρατιωτικές μονάδες με λευκούς στρατιώτες. Στη συνέχεια το 54ο λαμβάνει το βάπτισμα του πυρρός και συμμετέχει σε συγκρούσεις εναντίον των Νοτίων, με αποκορύφωμα την επίθεση εναντίον του απόρθητου οχυρού Γουάγκνερ. Το τέλος της ταινίας είναι απλώς συγκλονιστικό αλλά καλύτερα να το διαπιστώσετε μόνοι σας επί της οθόνης.

Ο Μάθιου Μπρόντερικ ενσαρκώνει τέλεια τον Ρόμπερτ Γκουντ Σω, με μια ερμηνεία που αναδεικνύει τόσο την αποφασιστικότητα όσο και τις ανασφάλειες του νεαρού ιδεαλιστή αξιωματικού. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τους δύο μεγάλους μαύρους ηθοποιούς που αποτελούν τα βασικά πλεονεκτήματα της ταινίας, υποδυόμενοι δύο διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Ο Μόργκαν Φρήμαν είναι ένας στρατιώτης που έχει ιδανικά και αξίες, πιστεύοντας ότι η νίκη των Βορείων θα εξασφαλίσει επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον για τους μαύρους. Αντίθετα, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον ενσαρκώνει έναν απείθαρχο και ερειστικό νεοσύλλεκτο που μισεί όλους τους λευκούς, δεν εμπιστεύεται ούτε τους Βόρειους και ο μόνος λόγος που κατατάσσεται είναι ότι για πρώτη φορά θα έχει τροφή, στέγη και ρούχα επί καθημερινής βάσης. Τέλος, στα δυνατά σημεία της ταινίας συγκαταλέγεται και η καταπληκτική μουσική του Τζέημς Χόρνερ.

Βατερλώ, 1970.

Αναμφίβολα περίοπτη θέση ανάμεσα στις πιο αγαπημένες μου πολεμικές ταινίες είναι το «Βατερλώ» του Σεργκέϊ Μπονταρτσούκ, το οποίο είδα όταν ήμουν ακόμη στην Πέμπτη δημοτικού. Το «Βατερλώ» θεωρείται μια κλασσική ταινία η οποία -όπως άλλωστε φανερώνει και ο τίτλος- έχει θέμα την σημαντικότερη ίσως μάχη στη νεώτερη ιστορία της Ευρώπης. Επρόκειτο για μια ιταλο-σοβιετική συμπαραγωγή, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο για το 1970, αφού ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ κομμουνιστικής Ανατολής και καπιταλιστικής Δύσης βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Περίπου 15.000 άνδρες του Κόκκινου Στρατού χρησιμοποιήθηκαν για κομπάρσοι, ενώ η KGB παρακολουθούσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων όσα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου προέρχονταν από τη δυτική Ευρώπη.

Ο Σοβιετικός σκηνοθέτης Σεργκέϊ Μπονταρτσούκ καταφέρνει να δημιουργήσει ένα υπερθέαμα στολών, αλόγων και όπλων, αναβιώνοντας με τον πιο τέλειο τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής. Οι μάχες και οι κινήσεις των στρατευμάτων είναι σαν να βλέπεις μια χορογραφία, μόνο που αντί για χορευτές οι συμμετέχοντες είναι στρατιωτικές μονάδες. Το σενάριο της ταινίας ακολουθεί σε γενικές γραμμές πιστά τα όσα συνέβησαν την ημέρα της μάχης, χωρίς να παίρνει θέση υπέρ της μιας ή της άλλης παράταξης.

Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα της ταινίας είναι η εκπληκτική ερμηνεία του αμερικανού ηθοποιού Ροντ Στάιγκερ, ο οποίος ενσαρκώνει τον Ναπολέοντα. Καταρχάς η εξωτερική του εμφάνιση αποδίδει τόσο πιστά αυτή του Γάλλου αυτοκράτορα ώστε νομίζεις πως ο Βοναπάρτης ξεκόλλησε από τα πορτραίτα του και πήρε σάρκα και οστά. Η πιστότητα αυτή δεν σταματά στον σωματότυπο, το πρόσωπο και τις εκφράσεις του ηθοποιού. Ο Στάιγκερ ξετυλίγει με την ερμηνεία του όλες τις πτυχές του θυελλώδους χαρακτήρα του Ναπολέοντα: την αποφασιστικότητά του, τα ξεσπάσματα και τις συναισθηματικές φορτίσεις του, την απόγνωση και την βαθιά απογοήτευση μετά την ήττα. Εξίσου αξιοσημείωτη και η ερμηνεία του Καναδού ηθοποιού Κρίστοφερ Πλάμμερ, στο ρόλο του πάντα φλεγματικού και ψύχραιμου Βρετανού στρατηγού Ουέλινγκτον, αντίπαλου του Ναπολέοντα και τελικού νικητή της μάχης.

Δημοφιλή