Τι συμβαίνει με τη Συρία;

Οι πρώτες αποτυχίες του Ισλαμικού Στρατού και οι συνακόλουθες επιθέσεις του στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, άλλαξαν τον ρου τον γεγονότων. Η Τουρκία αναγκάστηκε να διακόψει το λαθρεμπόριο πετρελαίου και να ελέγξει την είσοδο ξένων ισλαμιστών εθελοντών, περιοριζόμενη στην υποστήριξη των πιο «μετριοπαθών» ισλαμικών ομάδων. Η έναρξη των βομβαρδισμών της Ρωσίας, που εντάθηκαν μετά την κατάρριψη του αεροπλάνου της από την Τουρκία, βοήθησαν σημαντικά τον κυβερνητικό στρατό και τους συμμάχους του, ενώ σημαντικά πλήγματα στον ISIS κατάφερε και η υπό τις ΗΠΑ Συμμαχία.
Abdalrhman Ismail / Reuters

Τι είναι προτιμότερο; Ένας σκληρός δικτάτορας ή ένα ισλαμιστικό κράτος;

Αυτό το δίλημμα είχαν (και σε μεγάλο βαθμό έχουν) οι Σύριοι πολίτες, που ξεσηκώθηκαν κατά του Άσαντ τον Μάρτιο του 2011 με αίτημα δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και κατέληξαν θύματα και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Αλλά ας δούμε την σταδιακή εξέλιξη της κατάστασης.

Οι «παράγοντες» που ενεπλάκησαν από το 2011 στην πορεία των γεγονότων ήταν:

  • το καθεστώς Άσαντ, που προσπαθούσε με βίαιο τρόπο να διατηρήσει την εξουσία. Τα κυβερνητικά στρατεύματα ουσιαστικά πολεμούσαν μόνο για να μην πέσουν στα χέρια των αντιπάλων τους, κάτι που θα σήμαινε την εν ψυχρώ εκτέλεσή τους.
  • οι ισλαμιστικές οργανώσεις, που περιλαμβάνουν, αφενός μεν αυτές που οι δυτικές χώρες καταδιώκουν (τον Ισλαμικό Στρατό/ISIS και το Μέτωπο Αλ - Νούσρα), αφετέρου δε πολλές μικρότερες, που επίσης υποστηρίζουν την επικράτηση του ισλαμικού νόμου - σαρίας, όχι όμως και την εξαγωγή του ιερού πολέμου- τζιχάντ και θεωρούνται αποδεκτές από τις δυτικές χώρες, όχι όμως όλες και από την Ρωσία.
  • Οι μετριοπαθείς δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA), που μετά την σταδιακή αποδυνάμωσή τους από τον Ισλαμικό Στρατό, διαθέτουν πλέον παρουσία κυρίως στο Νότο της Συρίας και το (πολιορκούμενο) Χαλέπι. Η συμμετοχή του FSA στις πρόσφατες επιχειρήσεις του Τουρκικού στρατού, με λίγες εκατοντάδες, κυρίως Τουρκμένους, αντάρτες, αποτελεί μάλλον την «βιτρίνα» της επέμβασης.
  • Οι Κούρδοι της Συρίας (YPG), που πολεμούσαν τον Ισλαμικό Στρατό υπερασπιζόμενοι τα εδάφη τους, αποφεύγοντας, κατά το δυνατόν, την αντιπαράθεση με τις κυβερνητικές δυνάμεις.
  • Η Τουρκία και κάποιες χώρες του Κόλπου, που αποσκοπώντας στην αντικατάσταση του καθεστώτος Άσαντ από ένα ισλαμιστικό σουνιτικό καθεστώς, υποστήριζαν ενεργά τις ανταρτικές οργανώσεις.
  • Η Ρωσία, που προσπάθησε να αποφύγει την άμεση εμπλοκή, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την διατήρηση της στρατιωτικής της βάσης στην Συρία.
  • Σιιτικές χώρες και οργανώσεις, όπως το Ιράν και η Χεζμπολλάχ, που υποστήριξαν το καθεστώς Άσαντ, αντιστρατευόμενοι στα σχέδια των σουνιτικών Αραβικών χωρών.
  • Οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες (κυρίως Αγγλία και Γαλλία), που, είτε στα πλαίσια μιας επικίνδυνης ψυχροπολεμικής λογικής (χρησιμοποίησης ισλαμιστών ανταρτών εναντίον των ρωσικών συμφερόντων) είτε για «πολιτικά ορθούς» λόγους (εκδίωξης μιας σκληρής δικτατορίας, ανεξάρτητα από την διάδοχη κατάσταση), επεδίωκαν την πτώση του καθεστώτος Άσαντ.
  • Οι ΗΠΑ, που, επιδεικνύοντας λογική και ψυχραιμία, την κρίσιμη στιγμή που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τον βομβαρδισμό των κυβερνητικών δυνάμεων, εξ αιτίας σοβαρού περιστατικού χρήσης χημικών όπλων, ματαίωσαν τελικά την επιχείρηση.

Οι πρώτες αποτυχίες του Ισλαμικού Στρατού και οι συνακόλουθες επιθέσεις του στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, άλλαξαν τον ρου τον γεγονότων. Η Τουρκία αναγκάστηκε να διακόψει το λαθρεμπόριο πετρελαίου και να ελέγξει την είσοδο ξένων ισλαμιστών εθελοντών, περιοριζόμενη στην υποστήριξη των πιο «μετριοπαθών» ισλαμικών ομάδων. Η έναρξη των βομβαρδισμών της Ρωσίας (30.09.2015), που εντάθηκαν μετά την κατάρριψη του αεροπλάνου της από την Τουρκία (24.11.2015), βοήθησαν σημαντικά τον κυβερνητικό στρατό και τους συμμάχους του, ενώ σημαντικά πλήγματα στον ISIS κατάφερε και η υπό τις ΗΠΑ Συμμαχία.

Στον Βορρά, οι αξιοσημείωτες νίκες των Κούρδων μαχητών κατά του Ισλαμικού Στρατού, χάρη στην λαϊκή κινητοποίηση, την συμμαχία τους με Άραβες και Χριστιανούς και την στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ, προβλημάτισαν την Τουρκία, η οποία, για κάποιο διάστημα, αρκούνταν στα πλεονεκτήματα που εξασφάλισε από την Ευρώπη λόγω του προσφυγικού κύματος. Η Γερμανία, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, υποστήριξε και πέτυχε την λήψη διαδοχικών αποφάσεων της Ε.Ε. που ευνοούσαν όλο και περισσότερο την Τουρκία, ενώ και η ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής τους ήταν όλο και πιο μεροληπτική υπέρ των τουρκικών απόψεων.

Οι ΗΠΑ, αξιοποιώντας τα διδάγματα από τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, επιδίωξαν και πέτυχαν την μη άμεση στρατιωτική τους εμπλοκή, ενώ τάχθηκαν υπέρ μιας πολιτικής συνεννόησης με την Ρωσία.

Το τελευταίο διάστημα οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν, χάρη στις επιτυχίες της υπό τους Κούρδους Συμμαχίας, που έχοντας ελέγξει μεγάλο μέρος της μεθορίου Συρίας-Τουρκίας, συνέχιζε την επέκτασή της δυτικά του Ευφράτη. Ο φόβος της Τουρκίας ότι οι Κούρδοι ενδέχεται να ενώσουν τις υπό τον έλεγχό τους περιοχές, προκάλεσε την επέμβασή τους, με διακηρυγμένο στόχο την «ταυτόχρονη αντιμετώπιση των τρομοκρατών του ISIS και του PYD». Παράλληλα, τα κυβερνητικά στρατεύματα της Συρίας έχουν ανακάμψει, ανακτώντας εδάφη αλλά και αποκλείοντας πλήρως το τμήμα του Χαλεπιού που βρίσκεται στα χέρια των ανταρτών.

Σήμερα, σε στρατιωτικό επίπεδο παραμένουν αρκετές εκκρεμότητες, οι οποίες περιπλέκονται λόγω των πολιτικών τους προεκτάσεων. Η πρόταση της Τουρκίας προς τις ΗΠΑ, για την από κοινού εκδίωξη του Ισλαμικού Στρατού από το προπύργιό του, την Ράκκα, εφόσον λάβουν τα κατάλληλα ανταλλάγματα, δεν φαίνεται να έχει πολλές πιθανότητες αποδοχής, παρά το γεγονός ότι ούτε οι δυνάμεις της Συριακής κυβέρνησης, ούτε αυτές της αντιπολίτευσης (Κούρδοι, Ελεύθερος Συριακός Στρατός) μπορούν, μεμονωμένα, να το αναλάβουν.

Σημαντική για την «επόμενη ημέρα» είναι και η έκβαση της πολιορκίας του Χαλεπιού, όπου το Μέτωπο Αλ-Νούσρα (που πρόσφατα άλλαξε όνομα και δήλωσε ότι αποκηρύσσει τους δεσμούς της με την μητρική οργάνωση Αλ Κάιντα) και ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός αντιμετωπίζουν τις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ η παρουσία 250.000 αμάχων και το διεθνές ενδιαφέρον, εκτιμάται ότι δεν θα επιτρέψουν την μέχρι τέλους μάχη.

Παράλληλα, ο τρόπος εντοπισμού και σύλληψης των τζιχαντιστών προβληματίζει τις δυτικές χώρες, αφού η εκκένωση πόλεων από τους αντάρτες και τους αμάχους, όπως συνέβη στην Jarablus λίγο πριν την κατάληψή της από τον Τουρκικό στρατό, ενδεχομένως αυξάνει την δυνατότητα ανάμιξής τους με τους πολίτες.

Όπως είχαμε εκτιμήσει και παλαιότερα, η εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης δεν είναι κάτι εύκολο, αφού τα στρατηγικά συμφέροντα, αλλά και οι προσωπικές τακτικές δυσκολεύουν τις συγκλίσεις.

Μια πολιτική λύση θα μπορούσε, κατά την γνώμη μας, να στηριχθεί:

•Σε μια αλλαγή στρατηγικής του Άσαντ, με πρώτο βήμα την απελευθέρωση των δημοκρατικών πολιτών και την τιμωρία των ενόχων των χημικών επιθέσεων. Παρότι υπάρχουν κάποιες ενθαρρυντικές ενδείξεις, όπως η υπόσχεση χορήγησης αμνηστίας, εκτιμάται ότι οι δυνάμεις καταστολής της κυβέρνησης δεν είναι εύκολο να παρακαμφθούν.

•Στην αποδοχή της νομιμότητας των Σύριων Κούρδων ανταρτών από την Τουρκία. Αυτό ενδεχομένως θα προϋπέθετε μια νέα συνθήκη ανακωχής μεταξύ PKK και Τουρκίας, κάτι που όμως η Τουρκία αποκλείει.

Οι συνεννοήσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ κατέληξαν σε απόφαση επταήμερης εκεχειρίας μεταξύ των αντιμαχόμενων δυνάμεων, ξεκινώντας από το βράδυ της 12.09.2016, που θα επιτρέψει και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στις αποκλεισμένες περιοχές. Η απόφαση έγινε δεκτή από τις ανταρτικές οργανώσεις με κάποιο σκεπτικισμό, διότι στο παρελθόν παρόμοιες εκεχειρίες σύντομα τερματίστηκαν. Εφόσον η εκεχειρία επιτύχει, το επόμενο βήμα θα είναι ο διαχωρισμός, στο πεδίο, των δυνάμεων του ISIS και του Μετώπου Αλ - Νούσρα από τις υπόλοιπες αντικυβερνητικές δυνάμεις (κάτι όχι απλό) και ο συντονισμός όλων των υπολοίπων πλευρών εναντίον τους.

Σε κάθε περίπτωση, η τήρηση της ανακωχής εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την προοπτική μιας βιώσιμης πολιτικής λύσης. Χωρίς μια ευρύτερη συναίνεση και ένα κλίμα εμπιστοσύνης, τα προτεινόμενα σχέδια ειρήνης μοιάζουν με όμορφες εικόνες, σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι εντυπώσεων.

Μέσα στο κινούμενο αυτό τοπίο, μόνη σταθερή στις ισλαμιστικές και ταυτόχρονα εθνικιστικές της επιδιώξεις παραμένει η Τουρκία, που αποτελεί κύριο ανασταλτικό παράγοντα στην προοπτική εξεύρεσης μιας μακροπρόθεσμης λύσης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις δηλώσεις του Ερντογάν ότι η σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας είναι απαραίτητη για οποιαδήποτε λύση, ενώ παράλληλα ο Τούρκος Πρωθυπουργός απέκλεισε την συμμετοχή του Άσαντ ακόμα και στην μεταβατική περίοδο. Η προβολή ακραίων αιτημάτων και η σκληρή διαπραγμάτευση οποιασδήποτε τακτικής υποχώρησης εκ μέρους της Τουρκίας, αποτελούν μέρος μιας στρατηγικής που, όσο θεωρείται αποδεκτή, θα της αποφέρει ανταλλάγματα.

Συμπερασματικά, όσο οι συζητήσεις των εμπλεκόμενων γίνονται πάνω στην βάση του ωμού ρεαλισμού και του άμεσου συμφέροντος, οι πολίτες δεν θα έχουν φωνή και οι προοπτικές μιας πραγματικής ειρήνης στη Συρία θα απομακρύνονται.

Δημοφιλή