Πρόγραμμα PISA: Πόσο αποτελεσματικά είναι τα εκπαιδευτικά προγράμματα;

Κατ' αρχήν τι είναι το Πρόγραμμα PISA (από την ομώνυμη Ιταλική πόλη); Είναι μία Εκπαιδευτική Έρευνα που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια (από το 2000) από διεθνή ερευνητικά ιδρύματα, με την οργάνωση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ και την συνεργασία των χωρών που συμμετέχουν στην Έρευνα. Κατά την έρευνα, μετρούνται οι επιδόσεις σε συγκεκριμένους τομείς (Κατανόηση κειμένου, Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες) των 15χρονων μαθητών που συμμετέχουν στην έρευνα.
Emrah Turudu via Getty Images

Η πρόσφατη δημοσίευση αναλυτικών πληροφοριών, σχετικά με τα αποτελέσματα του Προγράμματος PISA για το έτος 2012, επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της κατάστασης του εκπαιδευτικού συστήματος στις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό το Πρόγραμμα, όπως η Ελλάδα και η Γαλλία.

Κατ' αρχήν τι είναι το Πρόγραμμα PISA (από την ομώνυμη Ιταλική πόλη); Είναι μία Εκπαιδευτική Έρευνα που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια (από το 2000) από διεθνή ερευνητικά ιδρύματα, με την οργάνωση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ και την συνεργασία των χωρών που συμμετέχουν στην Έρευνα. Κατά την έρευνα, μετρούνται οι επιδόσεις σε συγκεκριμένους τομείς (Κατανόηση κειμένου, Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες) των 15χρονων μαθητών που συμμετέχουν στην έρευνα.

Οι ερωτήσεις που τίθενται έχουν σχέση με την κατανόηση και την εφαρμογή των γνώσεων και όχι τις γνώσεις καθ' εαυτές. Το Πρόγραμμα δεν έχει καμιά σχέση με εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των χωρών που συμμετέχουν. Για το λόγο αυτόν, δεν περιορίζεται σε μια στατιστική ανάλυση των απαντήσεων, αλλά μέσω ενός σύντομου Ερωτηματολογίου που συμπληρώνουν οι μαθητές (σχετικά με τους ίδιους, τον οικογενειακό τους περίγυρο, τις στάσεις και τις πεποιθήσεις τους απέναντι στη μάθηση και στο κύριο αντικείμενο αξιολόγησης της έρευνας, καθώς και την εξοικείωσή τους με τους υπολογιστές) επιδιώκει την συσχέτιση της επίδοσής τους με τα ατομικά ή οικογενειακά τους χαρακτηριστικά και τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, που ενδέχεται να επιδρούν θετικά ή αρνητικά στο περιβάλλον της μάθησης.

Σε ότι αφορά τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, όλες τις χρονιές που διεξήχθη ο Διαγωνισμός, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην τρίτη και τελευταία κατηγορία (δηλαδή χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ) και στα τρία αντικείμενα που αξιολογήθηκαν (Κατανόηση κειμένου, Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες).

Πιο συγκεκριμένα, με βάση τις αντίστοιχες πηγές:

  • το 2000 η Ελλάδα κατετάγη 23η -28η στην κατανόηση κειμένου, 27η -30ή στα Μαθηματικά και 25η -29η στις Φυσικές επιστήμες, σε σύνολο 43 χωρών,
  • το 2003 η Ελλάδα κατετάγη 27 η -31η στην κατανόηση κειμένου, 32η -33η στα Μαθηματικά και 25η -31η στις Φυσικές επιστήμες, σε σύνολο 41 χωρών,
  • το 2006 η Ελλάδα κατετάγη 34η - 36η στην κατανόηση κειμένου, 38η - 39η στα Μαθηματικά και 35η - 38η στις Φυσικές επιστήμες, σε σύνολο 57 χωρών,
  • το 2009 υπήρχε μια ελαφρά ανάκαμψη, αλλά η Ελλάδα ήταν και πάλι στην τρίτη κατηγορία, έστω και με λίγο καλύτερες θέσεις (22η -37η στην κατανόηση κειμένου, 38η - 40ή στα Μαθηματικά και 39η - 41η στις Φυσικές επιστήμες, σε σύνολο 75 χωρών).
  • το 2012 η Ελλάδα κατετάγη ανάμεσα στην 34η -42η θέση στην Κατανόηση κειμένου, στην 42η -45η στα Μαθηματικά και στην 40ή -43η στις Φυσικές επιστήμες, σε σύνολο 65 χωρών.

Δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει μια στασιμότητα σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο, όταν ακόμα και χώρες, που ξεκίνησαν πολύ πιο πίσω από εμάς, όπως η Τουρκία, με γοργά βήματα κάλυψαν το χαμένο έδαφος και πλέον μας έχουν φτάσει.

Τα αποτελέσματα της πιο πρόσφατης έρευνας, του 2015, αναμένεται να ανακοινωθούν στα τέλη του 2016, εκτιμάται όμως ότι δύσκολα θα καταγράφεται κάποια βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες.

Η ανακοίνωση των πιο πάνω απογοητευτικών αποτελεσμάτων από τον εκάστοτε φορέα υλοποίησης του Προγράμματος στην Ελλάδα συνήθως αποφεύγει τον ουσιαστικό σχολιασμό τους, καθώς και την ανάλυση των αιτιών που τα παράγουν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις άλλες χώρες, που περιμένουν τα αποτελέσματα, προκειμένου να χαράξουν την μακροπρόθεσμη στρατηγική τους, όπως στη Γαλλία και την Μεγάλη Βρετανία.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική που δέχεται το Πρόγραμμα αυτό στην Ελλάδα. Η κριτική αυτή προέρχεται τόσο από ανώτατα στελέχη του εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδος που διαμορφώνουν τις προτεραιότητές του, όσο και από συνδικαλιστικούς φορείς, οι οποίοι επικαλούμενοι μεθοδολογικά ζητήματα και άλλα θεωρητικά επιχειρήματα χωρίς πρακτική αξία αποστρέφουν το πρόσωπό τους από την ίδια την πραγματικότητα που θεωρητικά προσπαθούν να αλλάξουν.

Εξ άλλου, τα πιο πάνω αποτελέσματα αποτελούν απλές διαπιστώσεις οποιουδήποτε έρθει σε επαφή με την εκπαιδευτική διαδικασία στην Ελλάδα, η οποία φορτώνει τα παιδιά με πλήθος άχρηστων στοιχείων, χωρίς να τους μαθαίνει τα πιο βασικά, όπως είναι ο τρόπος μάθησης (που δεν είναι ο ίδιος για όλους) και η επιδίωξη της γνώσης.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:

  • Σε ό,τι αφορά το μάθημα της Ιστορίας, λείπει η σχέση αιτίας - αποτελέσματος, ενώ πριν λίγα χρόνια η Ακαδημία Αθηνών επεσήμανε τα πολλά λάθη του σχολικού βιβλίου που εκδόθηκε επί της εποχής της κας Ρεπούση.
  • Σε ό,τι αφορά τα αρχαία και την Ελληνική γλώσσα, παραπέμπουμε σε παλαιότερο κείμενό μας.
  • Σε ό,τι αφορά τα Μαθηματικά, «η μαθηματική γλώσσα», δηλαδή η διατύπωση με μαθηματικό τρόπο της λύσης των προβλημάτων δεν διδάσκεται πριν το Γυμνάσιο, ενώ η απλή μέθοδος των τριών και η επίλυση προβλημάτων με εξισώσεις δεν μαθαίνεται στα παιδιά πριν την έκτη τάξη του Δημοτικού.

Η κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος ασφαλώς δεν είναι άσχετη με την σημερινή πραγματικότητα, αφού κατά κοινή παραδοχή αποτελεί το αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών που εφαρμόστηκαν επί πολλά χρόνια. Η σημερινή υπερφιλόδοξη διαβούλευση επί παντός επιστητού (που όμως δύσκολα επικεντρώνεται στις ουσιαστικές αστοχίες του εκπαιδευτικού συστήματος) ενδεχομένως δεν είναι ο καταλληλότερος τρόπος προσέγγισης του θέματος.

Μια πιο πρακτική προσέγγιση, θα ξεκινούσε ίσως από το υπερβολικό φορτίο των παιδιών, που προσπαθούμε να τους μάθουμε άχρηστα πράγματα, με λάθος τρόπο και χωρίς συνέχεια. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα και (πλην εξαιρέσεων) τα σχολικά βιβλία χρειάζονται γενναίες αλλαγές και αναμορφώσεις.

Παράλληλα θα πρέπει να αναδειχθεί η σημασία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, που με την σειρά της θα μπορούσε να οδηγήσει και σε άλλες σημαντικές αλλαγές, όπως είναι η κατάργηση του μοναδικού σχολικού βιβλίου (η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα συνεχίζεται για πάνω από 100 χρόνια) και η υιοθέτηση εναλλακτικών τρόπων μάθησης, όπως αυτοί που εφαρμόζονται στην Φινλανδία.

Κλείνοντας, και στον αντίποδα των πιο πάνω απόψεων που διατυπώθηκαν στην Ελλάδα, εκτιμάμε ότι η ετήσια επανάληψη παρόμοιων με το Πρόγραμμα PISA διαγωνισμών, για το σύνολο των μαθητών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων,θα επεξέτεινε την σύγκριση των εκάστοτε ακολουθούμενων πρακτικών, ενώ θα επέτρεπε ενδεχομένως την παρακολούθηση της μαθησιακής εξέλιξης των παιδιών με έναν πιο συστηματικό τρόπο, επικεντρώνοντας στον έγκαιρο εντοπισμό μαθησιακών δυσκολιών και την παροχή της κατάλληλης υποστήριξης, εφόσον αυτή απαιτείται.

Δημοφιλή