Η Ανακατάληψη της Ράκα και o Αβέβαιος Επίλογος του Συριακού

Παρά τα αναμφισβήτητα θετικά βήματα που γίνονται (όπως η προσπάθεια συντονισμού των ειρηνευτικών συνομιλιών της Αστάνα και της Γενεύης, καθώς και η διαφαινόμενη συμφωνία επί της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας), μια λύση που θα προσπαθεί απλά να συμβιβάσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα των εμπλεκόμενων δυνάμεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον άμεσο ενδιαφερόμενο (τον λαό που δυστυχεί), μπορεί μεν να επουλώσει προσωρινά τις πληγές, δεν μπορεί όμως να έχει μακροχρόνια προοπτική, παρά τους περί αντιθέτου ευσεβείς πόθους.
BULENT KILIC via Getty Images

Στις 17 Οκτωβρίου 2017, λίγους μήνες μετά την ανακατάληψη της Μοσούλης στο Ιράκ, ανακοινώθηκε η ανακατάληψη της Ράκα, της πρωτεύουσας του «Χαλιφάτου» των ισλαμιστών ανταρτών στην Συρία.

Η στρατηγική για την ανακατάληψη των δύο πόλεων παρουσίαζε πολλά κοινά σημεία, όπως ο σχηματισμός ευρύτερων συμμαχιών και η αεροπορική υποστήριξη, κυρίως από τις ΗΠΑ, για να καμφθούν τα σημεία αντίστασης. Στο πεδίο της μάχης, το βάρος για την απελευθέρωση της Ράκα ανέλαβε το SDF, μια συμπαράταξη κυρίως Κούρδων και Αράβων μαχητών, που οργανώθηκαν απέναντι στις επιθέσεις του ISIS και εξοπλίστηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις αντιρρήσεις των Τούρκων, που υποστήριζαν ότι η οργάνωση SDF συνδέεται με το ΡΚΚ, την θεωρούμενη από τους Τούρκους ως «τρομοκρατική» οργάνωση των Κούρδων της Τουρκίας.

Η είδηση από το έγκυρο bbc πριν λίγες ημέρες, ότι κατά την τελική φάση των επιχειρήσεων συμφωνήθηκε η αποχώρηση από την πόλη 250 περίπου ισλαμιστών ανταρτών και των οικογενειών τους (συνολικά περίπου 4.000 ατόμων), πέρα από την ανθρωπιστική της διάσταση (τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών, ιδιαίτερα των αμάχων) προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την Τουρκία και την Ρωσία και ανησυχία σε Ευρωπαϊκές και άλλες χώρες.

Η τακτική αυτή, δηλαδή της δυνατότητας αποχώρησης των εγκλωβισμένων ανταρτών και των οικογενειών τους, είχε εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές της Συρίας (με γνωστότερη περίπτωση το ανατολικό Χαλέπι), με την διαφορά ότι αυτές πολιορκούνταν από κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους και ότι οι αντάρτες δεν ήταν μέλη του ISIS αλλά άλλων ισλαμιστικών οργανώσεων κατά του Άσαντ. Επίσης, ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις οι αποχωρούντες αντάρτες συνήθως κατέληγαν στην περιοχή του Ιντλίμπ (στην Βορειοδυτική Συρία), στην συγκεκριμένη περίπτωση, στο σύνολό τους σχεδόν διέφυγαν στην έρημο και από εκεί, με την βοήθεια διακινητών, πιθανότατα πέρασαν στην Τουρκία και σε άλλες χώρες.

Οι πληροφορίες αυτές έρχονται συμπληρωματικά άλλων πρόσφατων ειδήσεωνγια την διαφυγή από την περιοχή του Ιντλίμπ δεκάδων ισλαμιστών μαχητών. Στην περιοχή αυτή δραστηριοποιούνται αρκετές ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις και το μέλλον της θεωρείται ως ένα από πολυπλοκότερα ζητήματα στην σχεδιαζόμενη λύση του Συριακού προβλήματος.

Η συμφωνία αποχώρησης από την Ράκα φαίνεται ότι περιελάμβανε την έξοδο αποκλειστικά αμάχων και προέβλεπε τον έλεγχο των εξερχομένων, ώστε να μην διαφύγουν ξένοι μαχητές, προέκυψε δε από πρωτοβουλία του SDF και του Συμβουλίου της πόλης. Η προαναφερθείσα όμως δημοσιογραφική έρευνα διαπίστωσε ότι ουσιαστικοί όροι της δεν εφαρμόστηκαν (πχ μόνο 4 ξένοι υπήκοοι κρατήθηκαν, ενώ οι μαχητές δεν παρέδωσαν τον οπλισμό τους). Σε ότι αφορά τις αντιδράσεις των άλλων χωρών, αυτές αμβλύνθηκαν από την διαφαινόμενη συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ για το μέλλον της Συρίας (στην οποία επιδιώκει να συμμετάσχει και η Τουρκία), η οποία ενδεχομένως λάβει μια προκαταρκτική μορφή στις προσεχείς ειρηνευτικές συνομιλίες της Γενεύης.

Σε γεωστρατηγικό επίπεδο, η Συρία συνεχίζει να αποτελεί πεδίο διαμάχης των μεγάλων Δυνάμεων (Ρωσία, ΗΠΑ) αλλά και ισχυρών Περιφερειακών Δυνάμεων, με μεγάλες φιλοδοξίες (Ιράν, Τουρκία).

Συγκεκριμένα:

  • η Ρωσία, μέσα από την ενεργή ανάμιξή της στην Συρία για την καταπολέμηση του ISIS, επιδίωκε κατ' αρχήν να κρατήσει την στρατιωτική της βάση στην Μεσόγειο, αλλά και να αποδείξει στις ΗΠΑ ότι αποτελεί μια «χρήσιμη δύναμη» στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Παράλληλα, οι ειρηνευτικές συνομιλίες της Αστάνα, καθώς και ενέργειες όπως η κατάρτιση ενός προκαταρκτικού σχεδίου Συντάγματος για την «επόμενη ημέρα» της Συρίας, όπως και η προσπάθεια διοργάνωσης μιας συνόδου των Συριακών παρατάξεων, αν και πρσκρούουν σε αντιδράσεις, δείχνουν μια ρεαλιστική και δραστήρια εξωτερική πολιτική.
  • Οι ΗΠΑ, αναγνωρίζοντας τον ρόλο της Ρωσίας στην Συρία, φαίνεται ότι πλέον δεν αντιτίθενται στην προοπτική παραμονής του Άσαντ, ο οποίος με την σειρά του επιθυμεί την αποκατάσταση της εξουσίας του σε ολόκληρη της Συρία, με κάθε μέσο και χωρίς καμία μεταμέλεια για τα δεινά που έφερε στη χώρα του και τις διώξεις και τα βασανιστήρια πολιτών που πυροδότησαν τον εμφύλιο, ενώ τελευταία προστέθηκαν και οι κατηγορίες εναντίον του για χρήση απαγορευμένων από τον ΟΗΕ χημικών όπλων.
  • Η (σουνιτική) Τουρκία, συνεχίζει το παλιό παιχνίδι της «πολύφερνης νύφης» που διστάζει ανάμεσα στην γοητεία των Μεγάλων Δυνάμεων και, σε μια επίδειξη πραγματιστικής πολιτικής, δεν δίστασε να προχωρήσει σε συμμαχία με το έως χθες εχθρικό (σιιτικό) Ιράν, εναντίον των Κούρδων του Ιράκ. Όπως είχαμε επισημάνει παλαιότερα, ερμηνεύοντας την «στροφή» του Ερντογάν, σε ισλαμοσυντηρητική, άκρως αυταρχική κατεύθυνση, στόχος του παραμένει η ανάδειξή του σε ηγέτη του συνόλου των Μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του στις 10.11.2017 εναντίον του μετριοπαθούς Ισλάμ («ο όρος μετριοπαθές Ισλάμ αδυνατίζει την θρησκεία») και υπέρ της θεώρησης ενός ενιαίου Ισλάμ («οι αρχές του Ισλάμ είναι ξεκάθαρες, το Ισλάμ είναι Ισλάμ»).
  • Οι Κούρδοι της Συρίας, υπερήφανος λαός, παρά τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσαν στον αγώνα εναντίον του ISIS και παρά την υποστήριξη ΗΠΑ και Ρωσίας, βλέπουν τα όνειρά τους για αυτοδιάθεση να περιορίζονται, στην μέγγενη μεταξύ του Τουρκικού ιμπεριαλισμού και της προσκόλλησης των ηγετών της Συρίας στην εξουσία.
  • Τέλος, το Ιράν φιλοδοξεί, με την ενίσχυση του αγώνα της Χεζμπολάχ και των σιιτικών πολιτοφυλακών εναντίον του ISIS στην Συρία και το Ιράκ, να επεκτείνει την επιρροή του, γεγονός που με την σειρά του προκαλεί ανησυχίες στο Ισραήλ.

Όμως, μετά από σχεδόν επτά χρόνια εμφύλιου πολέμου και πέντε χρόνια συνομιλιών, δεν είναι όλα απαισιόδοξα:

  • Οι τριμερείς συνομιλίες της Αστάνα (μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν), που ξεκίνησαν στις αρχές του 2017, κατά τον έκτο τους γύρο, τον περασμένο Σεπτέμβριο, προχώρησαν στην υλοποίηση μέτρων αποκλιμάκωσης της βίας σε προκαθορισμένες περιοχές και για συγκεκριμένο διάστημα που μπορεί να παραταθεί, ενώ ο έβδομος γύρος, έφερε στο ίδιο τραπέζι Κυβέρνηση και αντιπολίτευση της Συρίας. Οι προγραμματισμένες συνομιλίες μεταξύ των Προέδρων Πούτιν, Ερντογάν και Ρουχανί στις 22.11.2017, ίσως οδηγήσουν σε περαιτέρω συγκλίσεις.
  • Η κοινή ανακοίνωση για την Συρία των Προέδρων Πούτιν και Τραμπ στο Βιετνάμ, την ουσία της οποίας φαίνεται ότι μετέφερε ο Ρώσος Πρόεδρος στον Ερντογάν κατά την πρόσφατη (έκτη εντός του 2017) συνάντησή τους, δείχνουν κάποια σύγκλιση στις μέχρι τώρα διαφορετικές προσεγγίσεις.
  • Οι συνομιλίες στην Γενεύη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, που μέχρι τον προηγούμενο (έβδομο) γύρο δεν κατάφεραν κάποια ουσιαστική πρόοδο, αφού σημαντικοί παράγοντες όπως οι Κούρδοι της Συρίας, κατόπιν πιέσεων της Τουρκίας, είχαν αποκλειστεί από αυτές, για πρώτη ίσως φορά δείχνουν ότι ενδέχεται στο προσεχές μέλλον να φέρουν κάποιο θετικό αποτέλεσμα.

Παρά τα αναμφισβήτητα θετικά βήματα που γίνονται (όπως η προσπάθεια συντονισμού των ειρηνευτικών συνομιλιών της Αστάνα και της Γενεύης, καθώς και η διαφαινόμενη συμφωνία επί της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας), μια λύση που θα προσπαθεί απλά να συμβιβάσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα των εμπλεκόμενων δυνάμεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον άμεσο ενδιαφερόμενο (τον λαό που δυστυχεί), μπορεί μεν να επουλώσει προσωρινά τις πληγές, δεν μπορεί όμως να έχει μακροχρόνια προοπτική, παρά τους περί αντιθέτου ευσεβείς πόθους.

Και βέβαια, θα πρέπει να βρεθεί κάποιος που θα πληρώσει κυριολεκτικά τον «λογαριασμό», τα 200 δις δολάρια για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης χώρας, προϋπόθεση εξ ίσου αναγκαία με μια ορθή πολιτική λύση, για να μην ξανακυλήσει η Συρία στην καταστροφή.

Δημοφιλή