Βασίλης Μαντικός, μια ζωή μέσα στη θάλασσα

Αν πέφτατε πάνω σε έναν αμύθητο θησαυρό, σε χιλιάδες χρυσά νομίσματα, τι θα κάνατε; Ποια είναι η πρώτη σκέψη που τρυπώνει στο μυαλό σας; Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Συμιακός δύτης Βασίλης Μαντικός. Από το 2003 γίνεται γνωστός στο πανελλήνιο, όταν ψάχνοντας για έναν γιαλαντζί αγνοούμενο, έπεσε πάνω σε δώδεκα αμφορείς έξω από το εμπορικό λιμάνι της Ρόδου και τους παρέδωσε στην εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων. Για τους απορημένους, ο αγνοούμενος γλεντοκοπούσε σε κάποιο σκυλάδικο, ενώ είχε σκηνοθετήσει τη τραγική αυτοκτονία του!

Αν πέφτατε πάνω σε έναν αμύθητο θησαυρό, σε χιλιάδες χρυσά νομίσματα, τι θα κάνατε; Ποια είναι η πρώτη σκέψη που τρυπώνει στο μυαλό σας;

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Συμιακός δύτης Βασίλης Μαντικός. Από το 2003 γίνεται γνωστός στο πανελλήνιο, όταν ψάχνοντας για έναν γιαλαντζί αγνοούμενο, έπεσε πάνω σε δώδεκα αμφορείς έξω από το εμπορικό λιμάνι της Ρόδου και τους παρέδωσε στην εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων. Για τους απορημένους, ο αγνοούμενος γλεντοκοπούσε σε κάποιο σκυλάδικο, ενώ είχε σκηνοθετήσει τη τραγική αυτοκτονία του!

Λίγους μήνες αργότερα σε μια ακόμη βουτιά, πάλι στο λιμάνι της Ρόδου, ανέσυρε από τον βυθό 14 αρχαία πήλινα αντικείμενα. Τότε βρήκε το κουφάρι κάποιου πλοίου, και όπως περιγράφει ο ίδιος, μάλλον πρόκειται για ένα πειρατικό σκαρί, που άρπαξε φωτιά και βυθίστηκε. Αρχαιολόγοι το πιθανολογούν στην εποχή που η Ρόδος ήταν στην κατοχή του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου (1309-1522).

Σύμη, 2001

Λίγα μέτρα από αυτό το ναυάγιο βρέθηκαν χιλιάδες χρυσά νομίσματα (ο ημερήσιος τύπος το 2008 έγραφε για περισσότερα από 4000 πεντόλιρες και φλουριά, Ισπανικά, Πορτογέζικα, χρυσά ακόμη και από την Κωνσταντινούπολη), αλλά και πολλά κοσμήματα, όπως σκουλαρίκια, βραχιόλια και καδένες. Όλα τα ευρήματα ήταν θαμμένα μόλις 15 εκατοστά κάτω από την άμμο! Ωστόσο τα ρινίσματα χρυσού που παρατήρησε, τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα ξεχωριστό ναυάγιο.

Οι καχύποπτοι φίλοι ακόμα περιμένουν από το Βασίλη, να ξεθάψει κάποιο κρυμένο κομπόδεμα και να τους σώσει! Όμως εκείνοι που τον γνωρίζουν καλά, κουνάνε το κεφάλι συγκαταβατικά, ξέρουν πόσο παθιασμένος τοπικιστής και ερωτευμένος με τη θάλασσα είναι ετούτος ο Δωδεκανήσιος δύτης και πόσο αγώνα έχει κάνει, για να χαίρονται τέτοιους θησαυρούς τα παιδιά και τα εγγόνια του σε κάποιο μουσείο της Ρόδου.

Όμως τόσο μάταια, θυμάται από εκείνες τις μέρες, ότι υψηλόβαθμο στέλεχος της εφορίας εναλίων αρχαιοτήτων του επαναλάμβανε:

«μην περιμένεις τίποτα, ο θησαυρός δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ στην Ρόδο!»

Ο Βασίλης Μαντικός είναι Ροδίτης, από Συμιακό πατέρα, τον Πέτρο που κατά πως φαίνεται τον πότισε πρώτος, από το ιώδιο της θάλασσας, αφού ήταν κι εκείνος ναυτικός, αλλά ήταν και ένας σπουδαίος αντιστασιακός. Υπηρέτησε στο Θωρηκτό Αβέρωφ και ήταν από τους επιζώντες του τρομερού ναυαγίου της Λακωνίας, στις 22 Δεκέμβρη 1963.

Η μητέρα του Γαρυφαλιά, ήταν από τη Χάλκη. Όμως ο Βασίλης πάνω από όλα καμαρώνει για τους Σφακιανούς παππούδες του, και επαναλαμβάνει με μαντινάδες το κρητικό αίμα, που τρέχει στις φλέβες του.

Από μικρός προτιμούσε να «ισορροπεί» στη θάλασσα, μακριά από τα στέρεα και σταθερά παιγνίδια της ξηράς.

Ήταν στα δέκα, όταν έπιανε μια πέτρα και παράσταιναν με την πάρεα του τους μηχανικούς και τους κολαουζιέρηδες μέσα στο βυθό και τις βάρκες. Μηχανικούς έλεγαν τους δύτες! Εκείνους που έπεφταν με σκάφανδρο και έπαιρναν αέρα από το κομπρεσέρ!

Παιδί δεν πολυπαθιαζόταν για τα γράμματα, φαίνεται πως από τότε τον τραβούσε το χρυσός! Έτσι έπεσε πάνω στο χαμένο χρυσό βραχιόλι της δασκάλαw του και... έτρεξε να της το παραδώσει. Θυμάται ότι τον έβγαλε από τη γραμμή εκείνη η δασκάλα, που ήταν και σύζυγος του ενωματάρχη, τον ευχαρίστησε λίγο απορημένη, και εκείνος δεν άφησε περιθώρια, μπορεί να ήταν ένα φτωχόπαδο, όμως ήταν μαθημένος με κανόνες και αξίες τιμιότητας και ήθους.

Η ώρα του μεροκάματου δεν έχει κουβέντες και διαλείμματα

Με ναυτικό φυλλάδιο στα χέρια, μπάρκαρε και γνώρισε το κόσμο, μιλάει και περιγράφει με ζωντανά χρώματα, από τον ποταμό Λα-πλάτα στην Αργεντινή μέχρι και τα άγνωστα λιμάνια της Βραζιλίας. Είναι οι καραβίσιες εμπειρίες, τα ξεφορτώματα πάνω στα ξενικά λιμάνια, που συνοδεύουν κάθε βήμα του μέσα και έξω από το νερό.

Κάποτε πέρασε παράνομα στην Αμερική και έγινε λαθραίος μετανάστης. Στάθηκε και δούλεψε για επτά μήνες στη μητρόπολη του κόσμου, όμως επέστρεψε άρον-άρον, ήταν οι μέρες που θα ντυνόταν φαντάρος, και δεν θα έβαζε τη ρετσινιά του λιποτάκτη στο όνομα του. Δεν θα το συγχωρούσε ο πατέρας του, που πολέμησε 48 μήνες στην Αίγυπτο, με το συμμαχικό στρατό και απολύθηκε από το φρουραρχείο Αλεξάνδειας.

Ο Βασίλης Μαντικός με τον Έλληνα πρωταθλητή στη σκανταλόπετρα Χρόνη Χλίτσιο

Ο Βασίλης Μαντικός είναι ο μοναδικός πιστοποιημένος δύτης από τον Ρώσικο νηογνώμονα στα Δωδεκάνησα και έχει ξεπεράσει τα εβδομήντα μέτρα με τις βουτιές του, είναι αυτό το ζόρικο μεροκάματο που μοιάζει να ποτίζει, να περνά μέσα στις φλέβες άγνωστες ουσίες από τον βαθύ ωκεανό που γεμίζουν ενέργεια και παθιάζουν τα μυαλά.

Δεν πήρε ποτέ μια, ούτε ένα φράγκο, από τα ναυάγια και τους αμύθητους θησαυρούς που βρήκε και υπέδειξε στο υπουργείο Πολιτισμού. Δεν είναι όμως αυτό το παράπονό του, ούτε νοιάζεται για τα μπρούτζινα βραβεία και οι κορνίζες με ευχαριστήρια και κρατικές σφραγίδες που ακόμη και αυτά, ποτέ δεν μπήκαν το σπίτι του. (Δεν θέλει να αδικήσει κανέναν, μνημονεύει μόνο τη κ. Μαρία Δαμανάκη, μονάχα εκείνη επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του και τον ευχαρίστησε).

Έχει δύο γιους και μια κόρη, την μικρή Γαρυφαλιά, που δεν τον αφήνει σε ησυχία και αυτά είναι τα βραβεία της ζωής του, αυτά καμαρώνει μαζί με τη γυναίκα του, για αυτά μάχεται και παθιάζεται. Αν υπάρχει κάτι που τον πληγώνει, περισσότερο από όλα, είναι αδιαφορία από τους εμπλεκόμενους στα κοινά. Μιλάει κυρίως για τους δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους, δημάρχους και τοπικούς βουλευτές, που δεν νοιάζονται ούτε για την επιβεβλημένη επιστροφή του θησαυρού στη Ρόδο.

«Έπειτα λένε για τον Έλγιν και τα μάρμαρα του Παρθενώνα, για κείνα ξέρουν να βγάζουν κορώνες», μας λέει απογοητευμένος.

Θα ήθελε να δει το αυθεντικό νοιάξιμο και τον παθιασμένο τοπικισμό, με την καλή έννοια όπως επαναλαμβάνει, που οι μικροί τόποι τέτοιες, σκληρές, άγριες μέρες έχουν ανάγκη περισσότερο από όλα.

Ζει στην Ανάληψη της Ρόδου και από τη θέση του επιτρόπου στο κοιμητήριο του Ταξιάρχη, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με την αγωνία για την επιβίωση, είναι εκείνος ο βουβός πόνος της ανέχειας που συντεριάζει με μιαν απίστευτη αξιοπρέπεια. Σε μια στιγμή κόβει τη κουβέντα, μην γράψεις τίποτε για αυτούς, δεν θέλουν να φαίνονται!

Θέλει και ψάχνει τρόπους για να βοηθήσει, έχει περάσει δύσκολα χρόνια, αναγνωρίζει το σκληρό πρόσωπο της φτώχειας. Ακόμη και την πρώτη του αγαπητικιά, τη θάλασσα, τη γνώρισε με μια μάσκα που είχαν αγοράσει ρεφενέ όλα τα παιδιά. Όμως για κάποια χρόνια οι περισσότεροι ξεχειλώσαμε με παρα-φουσκωμένα όνειρα, σαν να ήταν γεμισμένα με το αέριο ήλιο, έτσι ελαφριά που ήταν μας τα πήρε όλα ο Βοριάς.

Ξαναγυρνάμε την κουβέντα στο πάθος του, τη δουλειά και την λατρεία για τη θάλασσα. Πριν 13 χρόνια έβγαλε από το λιμάνι της Σύμης 140 μπαταρίες αυτοκινήτων και σκαφών!

Αν σήμερα ξαναπέσει, είναι σίγουρος, στο βυθό θα ξαναδεί μια παρόμοια κατάσταση, έπειτα γκρινιάζουμε και περιμένουμε από κάποιους άλλους να βρουν και να «τραβήξουν» τα φίδια από τη τρύπα.

«Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον πλανήτη δείχνει και το χαρακτήρα μας, αν δεν ξεπεράσουμε τα παλιά σύνδρομα δεν θα απομείνει τίποτε για κάψιμο». Επαναλαμβάνει ο λεβέντης θαλασσινός Βασίλης Μαντικός, που βλέπει όλες τις ελπίδες της εποχής μας πάνω στις περισσότερο συνειδητοποιημένες επόμενες γενιές. Είναι βέβαιος ότι πρώτα από όλα, θα σεβαστούν τον πλανήτη που μας φιλοξενεί και θα αντικρίσουν με γνώση και ωριμότητα τη μάνα θάλασσα.

2.11.2015, συμμετοχή σε μια ακόμη επιχείρηση διάσωσης προσφύγων

Για το τέλος κράτησα την πιο σπουδαία δράση του, την σωτηρία των τσακισμένων ψυχών, προσφύγων και μεταναστών που θαλασσοπνίγονται μέχρι να βγουν πάνω σε έναν βράχο.

Οι συμμετοχές του σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις είναι πάρα πολλές, όμως ξεχωρίζει η υπόθεση του πλοίου, της παλιάς ξύλινης γκουλέτας «Μάρκο Πόλο», που έπεσε στην περιοχή Ζέφυρος τον Απρίλιο του 2015. Λίγους μήνες αργότερα, στις 2.11.2015 στην ίδια περιοχή προσάραξαν δυο ξύλινα σκάφη και αποβίβασαν 363 ψυχές. Ήταν παρών και σε αυτή την επιχείρηση διάσωσης.

Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος σμιλεμένος και χτισμένος μέσα στη θάλασσα, έχει αποκτήσει τα χούγια της, μα και τα δικά της χαρίσματα και ένα από τα πιο σπουδαία είναι η μεγάλη αγκαλιά της, και είναι τέτοια που μπορεί να χωρέσει ολάκερο τον κόσμο.