Στις πανωκάαλες ημέρες του Ιούλη

Όταν τους βρήκα μετρούσαν και οι δυο από ενενήντα χρόνια, συνεχίζαν το ίδιο μοτίβο ζωής, μαζί γυρνούσαν και διασκέδαζαν σε τα καλοκαιρινά πανηγύρια στα ξωμονάστηρα, έδειχναν πως ο αληθινός, ο πραγματικός έρωτας, η εκτίμηση, ο αλληλοσεβασμός, δεν είναι μια σύντομη και περαστική ιστορία. Η αγάπη δεν είναι σαν το κύμα που σκάει στην ακτή. Φτάνει να είναι αληθινή, απαντά ο Νικολιάς. Στο πως κρατήθηκε όλο αυτό, πως και δεν έσπασε μέσα στα χρόνια, η Καλλιόπη που από την αρχή φαινόταν λιγομίλητη ξεσπά, είναι όλα αληθινά και τα μοιραζόμαστε, δεν υπάρχουν ξεχωριστοί λογαριασμοί μνήμης, ούτε και κάνουν κρυφές πισώπλατες κινήσεις.

Πιάνοντας την ευθεία προς το αεροδρόμιο, στον Αφιάρτη της Καρπάθου, ούτε που σκέφτεσαι πως υπάρχουν άνθρωποι που περνούν χρόνοκαιρο εδώ πάνω στο ξερό κίτρινο, άγονο και στέρφο τόπο. Λιγοστά σπίτια, κυρίως παραθεριστών, πνίγουν τις ζεστές μεγάλες μέρες του θέρους σε αυτή την ολότελα δικιά τους γη, μακριά από βλέμματα που μπορεί να ματιάσουν, μοναχά λουόμενοι και παθιασμένοι σερφίστες μοιράζονται το κάψιμο του αέρα! Ναι, είναι του αέρα, γιατί μας ξεγελά, μπαίνει πιο πάνω ακόμη και από τον ήλιο, κάνει να φαίνεται μικρή η ακτινοβολία του και καθαρίζει το μυαλό από εκείνες τις άχρηστες σκέψεις που μοιάζουν με μικρά σκουπίδια.

Εκεί πάνω στη στροφή είναι που συναντούσες τον Νικολιά και την Καλλιόπη.

Γεροντάκια λες στην αρχή, άφηνες να βγαίνει εκείνη η συμπόνια που σε κάνει γλυκανάλατο, σχεδόν γελοίο, δίχως να σου ζητήσει κανείς οίκτο εσύ μοιράζεις το χαμόγελο μιας μοιραίας τελειωμένης αποδοχής. Οι δυό συκιές, έξω από το σπίτι, από την αρχή κλείνουν πονηρά το μάτι, φωνάζουν και κλειδώνουν το μυαλό στα μέλια τους, στα σύκα που κρεμασμένα περιμένουν ένα άγγιγμα για να κάνουν τη γλώσσα να βογκήξει.

Το ζευγάρι μας καλοδέχεται, άλλωστε δεν είμαστε και τόσο ξένοι, όμορφο που γίνεται ώρες-ώρες το παρελθόν, όταν αυτό έρχεται και μιλά στην καρδιά των ανθρώπων, όταν κάνει τη γνωριμία να φαίνεται συγγένεια άπειρων αιώνων.

Είναι εκείνη η κουβέντα, του Νικολιά, που με ρωτά προσεκτικά, ποιος είμαι, αναρωτιέται, κάτι αναγνωρίζει. Μήπως άραγε να είμαι ντόπιος; Aφού εδώ, στον σκληρό τόπο, ένα στερεότυπο καίει, μα και συντηρεί, όπως ακριβώς το θαλασσινό αλάτι.

Αν τύχει και δεν έχεις ρίζες από δω, αν το νεκροταφείο δεν έχει και δικό σου επώνυμο, είσαι πάντα, κι όταν λέμε πάντα εννοούμε πάντα, ένας ξένος.

Μόλις ακούει το όνομα ησυχάζει, μας αναγνωρίζει, είναι σαν να μεγαλώσαμε και εμείς στη γειτονιά, είναι σαν ήμουν κι εγώ ένας από τους γλεντιστές, μαζί με μια παρέα που στέκει πια φάντασμα μέσα στο μυαλό. Δεν αργούν να κάμουν την ιστορία τους, να πλέξουν τα φίδια του χρόνου τους επάνω μας, να μας δώσουν την δροσιά που φέρνει το παρελθόν στο καυτό πρωινό του Ιούλη.

Ξεκινούν την ιστορία από τον έρωτα τους, που μοιραία γεννιέται μέσα στη δίνη του μεγάλου πολέμου, της φτώχειας, της παραγματικά σκληρής ανέχειας.

Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του '40, με μια Κάρπαθο σχεδόν Ιταλική, σχεδόν Γερμανική, μα με σιγουριά βαθιά Ελληνική, να αγκομαχά για λίγη ζωή.

Ο Νικολιάς στα 18 του δούλευε μέσα στη φωτιά, εργάτης στο αεροδρόμιο για τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, το μεροκάματο 8 δραχμούλες, όλη μέρα πάλευε μέσα στην κουζίνα, ήταν βοηθός του μάγειρα και σερβιτόρος.

Ο τόπος γεμάτος αεροπόρους, 80 γερμανικά αεροπλάνα Στούκας, και 20 ιταλικά μονοθέσια, εκείνα τα ελαφριά. Με τους περίφημους Ιταλούς πιλότους, τους περήφανους κατσιατόρους.

Πάλευαν οι κατακτητές την Κρήτη και με ορμητήριο την Κάρπαθο βομβάρδιζαν, νύχτα-μέρα το μεγάλο νησί.

Θυμάται τον Ιταλό μάγειρα, τον Φάμπιο, που καλοτάιζε τους πιλότους, ακόμη έχει μέσα στα αυτιά του το θόρυβο και τα Γερμανικά φτερωτά θηρία, που κουβαλούσαν από δυό μπόμπες στις φτερούγες τους, μα δεν τον άφηναν να ανέβει σε κανένα από αυτά, πλησίαζε κοντά, τα κοιτούσε και τρόμαζε, αυτά λοιπόν ήταν τα σιδερένια τέρατα που σκορπούσαν το τρόμο.

Το νησί ξεχασμένο από την ήδη ταλαιπωρημένη πατρίδα ξεσηκώθηκε μονάχο. Ήταν Σεπτέμβρης-Οκτώβρης του ΄44, στις πρώτες μέρες η ψύχρα θύμιζε Χειμώνα, τα χιλιομπαλωμένα κοντοπαντέλονα δεν κρατούσαν, έκαναν το δέρμα να τσιτώνει, νιώθανε ζωντανοί με το αίμα να παλεύει, να τρέχει πέρα-δώθε, για να ζεστάνει τους ξεπαγιασμένους πεινασμένους ιστούς.

Χαράματα στο χωριό, που με εντολή των Γερμανών είχαν επιστρέψει όλοι με τη βία, απαγόρευσαν στους Μενετιάτες να παραμείνουν στην περιοχή του αεροδρομίου, στη ζώνη του Αφιάρτη υπήρχαν μονάχα οι τελευταίοι στρατιώτες που άδειαζαν βιαστικά τις εγκαταστάσεις.

Οι Σουλιώτες, γιατί και Σούλι λένε το χωριό, μόλις έμαθαν την αποχώρηση των Γερμανών το αποφάσισαν, πήγαν στην αυλή της εκκλησίας και μετά τη λειτουργία πήραν την τύχη του νησιού στα χέρια τους. Ξεκαθάρισαν με τους αιώνες των κατακτητών, όλα έμοιαζε να βρήκαν τον δρόμο τους. Ίσως να έπρεπε να είχαν εξελιχθεί από πριν, μα οι κρυφές συμφωνίες ήθελαν τα νησιά να γράφονται σε πολιτικά κιτάπια και κάθε φορά να γίνονται δωράκι στις χώρες, έτσι δεν άφηναν τη γαλανόλευκη να βγει από τα μπαούλα και να ανασάνει. Τον ελληνισμό διάλεγαν να τον πνίξουν και δεν τον άφηναν να κυματίσει.

Μετά τον ξεσηκωμό το μόνο που έμεινε στον Νικολιά ήταν ένα Ιταλικό μουλάρι και 10.000 δραχμές, οικονομίες από τα μεροκάματα μέσα στο αεροδρόμιο. Εκείνες τις μέρες διωγμένος και αυτός από την περιοχή του Αφιάρτη, κοιμόταν στις Εξήλες, στο πίσω μετόχι των Μενετών, εκεί κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή γινόταν το χοροστάσι, ένα χοροδιδασκαλείο όπως θα λέγαμε στις δικές μέρες.

Πολλούς μήνες πριν είχε δει στα τριγύρω χαμηλά υψώματα, εκεί που βοσκούσε τις κατσίκες, ένα κορίτσι σκέτο αγρίμι και το ερωτεύτηκε, η Καλλιόπη είχε συνεπάρει το λογισμό και την καρδιά του. Πήγαινε και ξαναπήγαινε στα μαθήματα χορού προσπαθώντας να την κερδίσει, όμως εκείνη στάθηκε πολύ μακριά από το δικό του συναίσθημα.

Με τόλμη μίλησε στον πατέρα της, τον Μιχάλη, ήταν σκληρός όπως όλοι οι γονείς τις εποχής, περίμενε λοιπόν την απόφαση του με αγωνία. Ωστόσο πήγαιναν και ερχόντουσαν τα προξενιά για τον Νικολιά, χαρακτήρας προκομμένος, ακάματος όπως ήταν, είχε εξασφαλίσει την καλή γνώμη και το χαμόγελο του κόσμου.

Τα κατάφερε και πήρε το κορίτσι που του γυάλισε, παντρεύτηκαν και έχτισαν το δικό τους σπιτικό. Οκτώ μερόνυχτα του πήρε του Νικολιά να το χτίσει, κουβαλούσε τις πέτρες και έχτιζε και για βοηθό είχε εκείνο το μουλάρι, την προίκα του από τους Ιταλούς.

Δουλευτής ακάματος, ξεχωριστός, μα και ατζαμής, τόσο που ο πεθερός κάθε που του δάνειζε κάποιο εργαλείο έτρεμε το φυλλοκάρδι του!

Καλός ο γαμπρός, μα κατέστρεφε κάθε πράμα που έπεφτε στα χέρια του. Κάποτε του δάνεισε ένα ταυρά, για να κόψει ξύλα, μα αντί για ξύλα έσπασε το σίδερο. Μιαν άλλη φορά με το δανεικό υνί ξεκίνησε το όργωμα που έμεινε στη μέση, αφού το άροτρο έσπασε και χάθηκε βαθιά μπηγμένο στη γη. Καλός ο Νικολιάς, μα ήταν τόσο βιαστικός που έκοψε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του όταν πέταξε ένα δυναμίτη στη θάλασσα και αντί να βγάλει ψάρια γύρισε μέσα στα αίματα.

Η Καλλιόπη

Η Καλλιόπη έκαμε τέσσερα παιδιά, όλα τα γέννησε στο σπίτι, με βοηθό τη γειτόνισσα, την Καλίτσα του Σσιά, αφού εκείνα τα χρόνια ήταν αυτή, της Ποπίτσας η γιαγιά, που έκανε την μαμή. Όχι πως ήταν, μα ήταν ψύχραιμη και είχε ξεγεννήσει ένα κάρο γυναίκες κι ακόμη πιο πολλές... κατσίκες.

Στο δεύτερο παιδί, αρσενικό, ξεροκατάπιε και κοντοστάθηκε, ήταν που το γέννησε σχεδόν μονάχη. Ο Νικολιάς αποσπέριζε στα Πηγάδια, κατέβηκε στο λιμάνι καβάλα στο γνωστό μουλάρι μα δεν βιάστηκε να γυρίσει, έμπλεξε με μια παρέα και γλεντζές όπως ήταν στάθηκε σε ένα γλέντι και διασκέδαζε, ξεχνώντας την γυναίκα του, που ήταν στις μέρες της.

Εκείνη ήταν στην επιστροφή από τα ζώα, όταν την έπιασαν πόνοι, μέσα στο ψιλόβροχο και πάνω στα βράχια πήρε χαμπάρι πως ζύγωνε η ώρα και έτρεξε, πέρασε πρώτα από τη γειτόνισσα για βοήθεια και μπαίνοντας στο σπίτι πιάστηκε στο περβάζι της ξύλινης πόρτας και εκεί όπως ήταν γέννησε στα όρθια τον Μιχάλη.

Το παιδί πετάχτηκε πάνω στο τσιμέντο, η γειτόνισσα έψαχνε να βρει ένα κοφτερό μαχαίρι, ενώ το μωρό έστεκε μέσα το αίμα, όμως η γειτόνισσα αν δεν έπεφτε και το «ύστερο» μέσα από την μάνα, τόχε σε κακό να το ξεπλύνει! Μα όλα πήγαν όπως ήταν μαθημένα από τους παλιούς, καθάρισε το μωρό, βρέθηκε και το ψαλίδι, έπειτα αφού έδεσε διπλό κόμπο τον ομφάλιο λώρο, τον έκοψε, έδωσε το παιδί στην μάνα που ξαπόσταινε πάνω στο σόφα.

Όπως όλα τα υπόλοιπα θηλαστικά, μακριά από αποστειρωμένα εργαλεία και άχρηστα συναισθήματα, γεννιόμασταν με την ανάσα οδηγό και όχι με τα χρήματα μπροστά και την κοινωνική τάξη ανάγκη. Την άλλη μέρα η Καλλιόπη φρόντισε το παιδί και τράβηξε στις κατσίκες, γύρισε κι ο Νικολιάς στο σπίτι και τα βρήκε όλα έτοιμα, με τόση χαρά που πήρε άρχισε να κάνει κουλουμπέτες στο τσιμεντένιο πάτωμα. Έτσι δούλευαν τα ζευγάρια τότε, οι γυναίκες αφεντικά στο σπίτι με τον άντρα, καπετάνιο, να μην σηκώνει πολλά για την διαδρομή του.

Στα χρόνια που περνούν όλα γίνονται μέσα σε κείνο το μικρό σπιτάκι στον Αφιάρτη, τρικούβερτα γλέντια, ανείπωτες χαρές, μα κι ένα σωρό πικρές λύπες, αυτές βλέπεις ποτέ δεν λείπουν, με αυτά έντυσαν τις πέτρες που στριμώχθηκαν η μια πάνω στην άλλη το '45 για να χωρέσουν το ζευγάρι.

Ο Νικολιάς ήταν το «πειραχτήρι» του χωριού, δε σταματούσε να ανατρέπει το ίσο, την κανονικότητα των γνωστών και φίλων, άλλοτε με έναν ψεύτικο φαλλό, που δήθεν ξέπεφτε από την τσέπη του ή μια σειρά πρόστυχα δίστιχα, μαντινάδες από εκείνες που κάνουν τις γυναίκες να κοκκινίζουν και τους άντρες να χαμογελούν αμήχανα.

Η γυναίκα του στέκει σοβαρή, μας χαμογελά, να μην του ρίζεστε, είναι τόσο καθαρό το αστείο του που δεν χωρούν υπόγειες δεύτερες σκέψεις.

Όταν τους βρήκα μετρούσαν και οι δυο από ενενήντα χρόνια, συνεχίζαν το ίδιο μοτίβο ζωής, μαζί γυρνούσαν και διασκέδαζαν σε τα καλοκαιρινά πανηγύρια στα ξωμονάστηρα, έδειχναν πως ο αληθινός, ο πραγματικός έρωτας, η εκτίμηση, ο αλληλοσεβασμός, δεν είναι μια σύντομη και περαστική ιστορία.

Η αγάπη δεν είναι σαν το κύμα που σκάει στην ακτή.

Φτάνει να είναι αληθινή, απαντά ο Νικολιάς.

Στο πως κρατήθηκε όλο αυτό, πως και δεν έσπασε μέσα στα χρόνια, η Καλλιόπη που από την αρχή φαινόταν λιγομίλητη ξεσπά, είναι όλα αληθινά και τα μοιραζόμαστε, δεν υπάρχουν ξεχωριστοί λογαριασμοί μνήμης, ούτε και κάνουν κρυφές πισώπλατες κινήσεις.

Ξεμυαλίζονται οι άνθρωποι, τραβούν άλλους δρόμους όταν δεν είναι αυθεντικά τα συναισθήματα και μπλέκονται σε διαφορετικές επιθυμίες, τότε οι επιλογές είναι σκληρά προσωπικές, ο σύντροφος γίνεται δεύτερος και μοιραία τρίτος, τέταρτος, τόσο που στο τέλος χάνεται στην ουρά μιας ανόητης αναμονής.

Η τηλεόραση φταίει, επαναλαμβάνει η Καλλιόπη, μας ξεμυαλίζουν οι λουάγρες (βρωμιές στην ντοπιολαλιά), εκείνη που στέκει στη μέση του σπιτιού ανοιχτή, όμως έχει κλειστό ήχο, ενώ την ίδια στιγμή ο Νικολής παίζει με ένα μικρό πλαστικό φαλλό, προσπαθεί να μας κάνει να ντραπούμε, αυτό είναι το δικό του σενάριο ζωής.

Ένα ζευγάρι που όταν βρεθείς περαστικός από τον Αφιάρτη της Καρπάθου μπορεί να μην το δεις, όταν το δεις μάλλον δεν θα σταθείς, μα αν ποζέψεις, σταθείς να ξαποστάσεις θα κερδίσεις την απάντηση που ψάχνουν με αγωνία όλοι, πώς είναι να περνούν τα χρόνια και στέκει πρωταγωνιστής ένας σύντροφος στην καρδιά και στο μυαλό χωρίς να υπάρχουν αμφιβολίες και αναζητήσεις.

Καρπάθικες κουλούρες (παξιμάδια)

Σήμερα η Καλλιόπη δεν έχει πια το ταίρι της, όμως πάνω στο κορμί, βαθιά μέσα στη ψυχή της κουβαλά και το Νικολιά της, εκείνος έφυγε για εκείνες τις απέραντες κάτω πολιτείες, σ΄αυτές που τραβάς γυμνός και χωρίς εισιτήριο επιστροφής.

Λένε πως οι ζωντανοί βρίσκονται μόνο με τους ζωντανούς και αντίστοιχα οι νεκροί ταξιδεύουν πολύ μακριά δίχως εφόδιο το κορμί τους, όμως μόνο σε μια στιγμή του παρόντα χρόνου είναι κάπως έτσι τα πράματα. Αφού λίγο μπροστά ή λίγο πίσω να κάμεις και πέφτεις επάνω σε εκείνους που έφυγαν ή απότομα κλαις, οδύρεσαι για τους αθεράπευτα βιαστικούς αναχωρητές. Όσα πλάσματα έζησαν είναι πάντα κάπου εδώ τριγύρω, το θέμα λοιπόν είναι πάνω στο πέρασμα, αν αυτό αφήνει αληθινό χνάρι, αν σμιλέψει πέτρες όπως έκαμε κι ο Νικολιάς, τότε ο ψεύτης χρόνος πεθαίνει, σβήνει αντάμα με το θάνατο.

Δημοφιλή