Η δημοσιογραφία υπό αμφισβήτηση: Ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν πιστεύει στα ΜΜΕ

Η δημοσιογραφία θα έπρεπε να θέτει ερωτήσεις και όχι να τις απαντάει. Η άποψη του δημοσιογράφου δεν χωράει στο ρεπορτάζ που κάνει. Η σημερινή ανάγκη για να «πουληθούν περισσότερα φύλλα» και να «καταγραφούν περισσότεροι αναγνώστες διαδικτυακά» έχει πλήξει ανεπανόρθωτα και την ποιότητα της δημοσιογραφίας. Πρέπει να ξαναθυμηθούμε πως για να μεταδοθεί σωστά ένα γεγονός πρέπει να το ζήσεις και να το (εξ)ερευνήσεις όσο καλύτερα μπορείς, ώστε να το κατανοήσει και ο αναγνώστης. Και προ πάντων, πως οι άνθρωποι θέλουν να διαβάζουν για κάτι που τους αφορά, που αγγίζει τη δική τους ζωή.
Alkis Konstantinidis / Reuters

«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις», είχε πει ο Τζωρτζ Όργουελ. Σήμερα, παραμένει ακόμα πιο επίκαιρο, σε μια εποχή όπου τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) και ο έλεγχος επί αυτών έχει καταστεί ένα θέμα αμφιλεγόμενης ηθικής. Γιατί, ενώ η δημοσιογραφία θα έπρεπε ιδανικά να είναι ανεξάρτητη, αντικειμενική και χωρίς πολιτικές πεποιθήσεις, πλέον, στο γραφείο σύνταξης περιπλανάται η κυρίαρχη και επιβλητική σκιά των διαφημιστικών εσόδων. Σε μια περίοδο όπου τα πάντα έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση, τα ΜΜΕ, η πηγή πληροφόρησης των πολιτών, ψάχνουν πηγές εισοδημάτων ενώ παράλληλα ανταγωνίζονται τα ψηφιακά μέσα και την πληθώρα δωρεάν ειδήσεων.

Πώς όμως ξεχωρίζουμε την αλήθεια σε όσα διαβάζουμε; Και πώς μπορούμε να συμπεράνουμε την αυθεντικότητα σε όσα λέγονται;

Αυτό ήταν και το θέμα μιας άκρως ενδιαφέρουσας συζήτησης στα πλαίσια του New York Times Athens Democracy Forum που οργανώθηκε στην Αθήνα από τις δημοσιογραφικές πλατφόρμες Oikomedia και Hostwriter. Σκοπός, να διαλευκανθεί γιατί η Δημοσιογραφία έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση και πώς μπορεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του κοινού. Καλεσμένοι ομιλητές στην εκδήλωση ήταν πέντε δημοσιογράφοι από διεθνή μέσα ενημέρωσης: Serge Schmemann (New York Times), Philip Faigle (#D17, Zeit online), Simon Wilson (BBC Βρυξέλλες), Prune Antoine (ανεξάρτητη δημοσιογράφος) και Τάσος Τέλλογλου (ΣΚΑΪ TV/ Καθημερινή).

Η επικρατούσα άποψη, που συμμερίζονται πολλοί δημοσιογράφοι και πολίτες σήμερα, είναι πως τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ που ακούμε, κυρίως γιατί επικρατεί η «δημοσιογραφία της άποψης». Αυτή δια μέσου της οποίας, ο/η ίδιος/α δημοσιογράφος εκφράζει τη δική του/της άποψη για το θέμα που παρουσιάζει. Μα αυτός δεν είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου, ούτε ο σκοπός του λειτουργήματος που προσπαθεί να φέρει εις πέρας. Η δημοσιογραφία ήταν και είναι καθαρά η παρουσίαση γεγονότων, με εμπεριστατωμένα στοιχεία, επιχειρήματα και αποδείξεις. Είναι το μέσο να ακουστούν όσες περισσότερες φωνές είναι εμπλεγμένες σε μια ιστορία, και η δυνατότητα να προκαλέσει την κριτική σκέψη του κοινού, έτσι ώστε οι ίδιοι οι πολίτες να μπορέσουν να ξεκινήσουν μια δημόσια συζήτηση επί του θέματος. Σε μια εποχή ταχύτατης τεχνολογικής εξέλιξης, μια τέτοια αλληλεπίδραση θα μπορούσε να υπάρχει σχεδόν από και σε όλα τα μέσα ενημέρωσης.

Αντ' αυτού, οι πολίτες ολοένα και περισσότερο στρέφονται ενάντια στα μέσα, αντιμετωπίζοντας τα με δυσπιστία και κατηγορώντας τα για παραπληροφόρηση και προπαγάνδα. Δεν είναι εξάλλου περίεργο που, στην Ελλάδα ειδικά, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ, και μάλιστα αποφεύγουν και τις ειδήσεις. Μια πρόσφατη έρευνα του Reuters Institute αποκάλυψε πως οι Έλληνες κατέχουν το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ με μόλις 23% (σε σύγκριση, π.χ. με το 62% των Φινλανδών που είναι το υψηλότερο), ενώ η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που θεωρεί πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταφέρνουν να διαχωρίζουν καλύτερα τις πραγματικές ειδήσεις από τις ψεύτικες (28%, σε σύγκριση με το 19% για τα «παραδοσιακά» ΜΜΕ). Περαιτέρω, πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες (57%) στην Ελλάδα και Τουρκία αποφεύγουν τις ειδήσεις γενικότερα, σε σύγκριση, για παράδειγμα, με μόλις έναν στους 10 (6%) στην Ιαπωνία. Ένας από τους κυριότερους λόγους αυτής της 'δημοσιογραφικής απαξίωσης' είναι όλες οι «αρνητικές» ειδήσεις που μεταδίδονται συνεχώς, είτε για την οικονομία, την πολιτική, τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τα δυστυχήματα, τους πολέμους και τις αιματηρές συγκρούσεις και τα τρομοκρατικά χτυπήματα ανά το παγκόσμιο. Ειδήσεις που όχι μόνο συντείνουν στην αύξηση φόβου και ανησυχίας για ένα μέλλον που ήδη είναι αβέβαιο, αλλά συμβάλλουν στο να ρίχνουν κι άλλο ένα καταρρακωμένο ηθικό και ψυχολογική διάθεση. Οπότε, επικρατεί η νοοτροπία, του «όσο λιγότερα ξέρω, τόσο λιγότερο ανησυχώ».

Σε όλα αυτά όμως, πόσο φταίνε και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι; Μήπως δεν ρωτάνε τις σωστές ερωτήσεις; Μήπως θέτουν στοιχεία εκτός πλαισίου προκαλώντας όντως παραπληροφόρηση; Μήπως η ανάγκη για εισόδημα ριψοκινδυνεύει όχι μόνο την ανεξαρτησία του οργανισμού, αλλά και την εγκυρότητα του ως μέσο μετάδοσης αντικειμενικών και αληθινών γεγονότων; Η ελευθερία του τύπου συνεπάγεται, όχι μόνο με τον πλουραλισμό απόψεων, αλλά και με την παρουσίαση τους ακριβώς όπως είναι, χωρίς συντακτική επεξεργασία.

Η δημοσιογραφία θα έπρεπε να θέτει ερωτήσεις και όχι να τις απαντάει. Η άποψη του δημοσιογράφου δεν χωράει στο ρεπορτάζ που κάνει.

Η σημερινή ανάγκη για να «πουληθούν περισσότερα φύλλα» και να «καταγραφούν περισσότεροι αναγνώστες διαδικτυακά» έχει πλήξει ανεπανόρθωτα και την ποιότητα της δημοσιογραφίας. Πρέπει να ξαναθυμηθούμε πως για να μεταδοθεί σωστά ένα γεγονός πρέπει να το ζήσεις και να το (εξ)ερευνήσεις όσο καλύτερα μπορείς, ώστε να το κατανοήσει και ο αναγνώστης. Και προ πάντων, πως οι άνθρωποι θέλουν να διαβάζουν για κάτι που τους αφορά, που αγγίζει τη δική τους ζωή.

Πάντα θα υπάρχει ανάγκη για ιστορίες. Αυτό συμφώνησαν και όλοι στη συζήτηση. Το θέμα είναι να μη σταματήσουν ποτέ οι δημοσιογράφοι να προσπαθούν για το κυριότερο στοιχείο τους: την αντικειμενικότητα. Και να προσπαθούν να ξεφύγουν από την ομοιομορφία ειδήσεων που πλέον επικρατεί. Στο κάτω κάτω, το μυαλό ανοίγει όταν προσπαθεί να κάνει, να δει και να σκεφτεί κάτι διαφορετικά. Αλλιώς δεν έχει καν νόημα.

Δημοφιλή