Δημοψηφίσματα: Η έννοια του δημοκρατικού δικαιώματος και οι νομικοί παράμετροι

Είναι γνωστό πως οι πλείστες σχολές που ασπάζονται τα δημοκρατικά πολιτεύματα θεωρούν τα δημοψηφίσματα, όπως και τις εκλογές ως την υπέρτατη μορφή της δημοκρατίας, καθώς η όποια ευκαιρία του πολίτη/ψηφοφόρου να βρεθεί ενώπιον της κάλπης και να καταθέσει τη γνώμη ή τη βούλησή του είναι ιερό του δικαίωμα και υποχρέωση. Πρέπει όμως να είναι τα δημοψηφίσματα δεσμευτικά, λαμβάνοντας υπόψιν τις διάφορες παραμέτρους που τα περιβάλλουν; Ποιο νομικό έρεισμα έχουν τα δημοψηφίσματα και πόσο νόμιμη είναι η εφαρμογή του αποτελέσματος τους;

Είναι γνωστό πως οι πλείστες σχολές που ασπάζονται τα δημοκρατικά πολιτεύματα θεωρούν τα δημοψηφίσματα, όπως και τις εκλογές ως την υπέρτατη μορφή της δημοκρατίας, καθώς η όποια ευκαιρία του πολίτη/ψηφοφόρου να βρεθεί ενώπιον της κάλπης και να καταθέσει τη γνώμη ή τη βούλησή του είναι ιερό του δικαίωμα και υποχρέωση. Πρέπει όμως να είναι τα δημοψηφίσματα δεσμευτικά, λαμβάνοντας υπόψιν τις διάφορες παραμέτρους που τα περιβάλλουν; Ποιο νομικό έρεισμα έχουν τα δημοψηφίσματα και πόσο νόμιμη είναι η εφαρμογή του αποτελέσματος τους;

Στο πρόσφατο παρελθόν έχουμε δει αρκετά παραδείγματα δημοψηφισμάτων ανά το παγκόσμιο, που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από αποδοχή ή απόρριψη του Ευρω-συντάγματος, αποδοχή ή απόρριψη σχεδίου λύσης πολιτικού προβλήματος, αποδοχή ή απόρριψη συμφωνίας ειρήνης και κατάπαυσης του πυρός σε εμφύλια διένεξη, παραμονή ή όχι μιας χώρας σε μια οικονομική/πολιτική ένωση κλπ. Τα αποτελέσματα δημιούργησαν διχασμό ανάμεσα στο λαό καθώς τις περισσότερες φορές αναπτύχθηκε μια ρητορική εκφοβισμού προς τους πολίτες, η οποία ρητορική καθόρισε εν μέρει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Αν πάρουμε για παράδειγμα το πρόσφατο δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα δούμε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έφερε τους υποστηρικτές του «Brexit» να καθορίζουν ότι το μέλλον της χώρας είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έτσι η τωρινή κυβέρνηση μετά την παραίτηση του απερχόμενου πρωθυπουργού, προσπαθεί να τροχοδρομήσει την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε. Η χώρα λοιπόν αμέσως μετά την αλλαγή φρουράς στην ηγεσία, μπήκε σε συζητήσεις με την Ε.Ε. για να διαπραγματευτεί την έξοδό της και τους όρους της μελλοντικής της σχέσης με την Ε.Ε., ως τρίτη χώρα πλέον.

Μία ομάδα πολιτών όμως, αποτελούμενη από ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα, έθεσε την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει με το «Brexit» βάση αποτελέσματος του δημοψηφίσματος ενώπιον του δικαστηρίου, ως προς τη δεσμευτικότητα του δημοψηφίσματος και έχει δικαιωθεί. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η συγκεκριμένη ομάδα που κατέφυγε στο δικαστήριο έχει να λαμβάνει διάφορα οφέλη από την παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε., αλλά αυτό δεν αλλάζει ποσώς την απόφαση του δικαστηρίου που δικαίωσε τους πολίτες που προσέφυγαν σε αυτό και υποστήριξαν ότι το άρθρο 50, το οποίο ενεργοποιείται όταν μια χώρα επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ε.Ε., πρέπει πρώτα να εγκριθεί από το κοινοβούλιο προτού η κυβέρνηση προχωρήσει στην υλοποίησή του.

Σε άλλο πρόσφατο παράδειγμα δημοψηφίσματος που έλαβε χώρα στην Κολομβία, η κυβέρνηση μετά από μακροχρόνιες διαβουλεύσεις, έφτασε σε συμφωνία με τους αντάρτες του FARC, για τερματισμό της εμφύλιας διένεξης που κράτησε αρκετά χρόνια. Έθεσε λοιπόν ενώπιον του λαού υπό μορφή δημοψηφίσματος την έγκριση της ειρηνευτικής συμφωνίας, και προς έκπληξη όλων, η πλειοψηφία του λαού της χώρας υπέδειξε ότι δεν εγκρίνει τη συμφωνία. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν αντιπροσωπευτικό της προσέλευσης των ψηφοφόρων που πήγαν στις κάλπες, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών που ζουν στις περιοχές οι οποίες επηρεάστηκαν άμεσα όλα αυτά τα χρόνια από τον εμφύλιο δεν πήγαν να ψηφίσουν, λόγω του τυφώνα που έπληξε τις ακτές του Ατλαντικού και κράτησε τους κατοίκους κλεισμένους στα σπίτια τους. Οι υπόλοιποι που προσήλθαν να ψηφίσουν από άλλα σημεία της χώρας, τα οποία ποτέ δεν επηρεάστηκαν από τις μακροχρόνιες συγκρούσεις, αποφάνθηκαν ότι η κυβέρνηση ήταν πολύ ελαστική στη συμφωνία με τους αντάρτες και ότι θα έπρεπε να είχε τηρήσει μια πιο σκληρή στάση που θα προέβλεπε τουλάχιστον αυστηρότερες τιμωρίες προς την πλευρά του FARC για τα εγκλήματα που διέπραξαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, γι' αυτό και απέρριψαν την πρόταση της κυβέρνησης κατά το δημοψήφισμα.

Το γεγονός που παραμένει, είναι ότι οι πολίτες σε περιπτώσεις δημοψηφισμάτων καλούνται να λάβουν αποφάσεις που αφορούν εξαιρετικά σημαντικά θέματα που αφορούν συνήθως το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας, αν όχι και το μέλλον ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής, αφού είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και περιλαμβάνουν πολλές παραμέτρους. Ο κόσμος που καλείται να ψηφίσει αποτελεί και το εκλογικό σώμα μιας χώρας, αλλά αποτελείται επίσης από ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα το οποίο περιλαμβάνει όλων των ειδών κατηγορίες.

Κατ' αρχήν, όλοι οι πολίτες που προσέρχονται στις κάλπες, δεν προέρχονται από τα ίδια κοινωνικά στρώματα, ούτε έχουν την ίδια παιδεία ή επίπεδο μόρφωσης. Συνεπώς, κάποιοι βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση από κάποιους άλλους, αφού λόγω του μορφωτικού τους επιπέδου και πιθανής επιστημονικής τους κατάρτισης, δύνανται να κατανοήσουν καλύτερα το περιεχόμενο του θέματος για το οποίο καλούνται να ψηφίσουν, άρα αυξάνονται οι πιθανότητες να ψηφίσουν με γνώμονα τα σωστά κριτήρια. Κάποιοι άλλοι πολίτες όμως που δεν έχουν την τύχη να έχουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο μόρφωσης και κριτικής σκέψης, είναι σαφώς πιο εύκολο να επηρεαστούν από άλλους παράγοντες όπως συναισθηματικούς, ιδεολογικούς, δημαγωγούς πολιτικούς, κλπ., και ως αποτέλεσμα να πάρουν τη λανθασμένη απόφαση. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και το ταπεραμέντο των κατοίκων της κάθε χώρας, ίσως αυτό να αποτελέσει εκρηκτικό συνδυασμό ως προς την έκβαση του αποτελέσματος του οποιουδήποτε δημοψηφίσματος.

Στην Κύπρο, κατά τις επικείμενες συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, η όποια προτεινόμενη λύση θεωρείται ότι πρέπει να τύχει της έγκρισης των δύο κοινοτήτων σε χωριστά δημοψηφίσματα, τα οποία θα λάβουν χώρα εάν και εφόσον οι δύο ηγέτες καταλήξουν σε σχέδιο λύσης το οποίο θα παρουσιαστεί ενώπιον του λαού. Η Κύπρος, η οποία υποφέρει από τη διαίρεση του νησιού από το 1974, και πιο πριν από το 1963 όταν οι Τουρκοκύπριοι αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση μετά τα 13 σημεία του συντάγματος που επιχείρησε να αλλάξει μονομερώς ο τότε πρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, έχει αυτή τη δεδομένη στιγμή τις τρεις ίδιες κατηγορίες πολιτών και στις δύο κοινότητες.

Πρώτον, οι πολίτες που αποκόμισαν οικονομικά οφέλη από την υφιστάμενη κατάσταση (π.χ. ο περίγυρος του Ντενκτάς στο βορρά που οικειοποιήθηκε τις πιο προνομιούχες των περιουσιών που άφησαν πίσω τους οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες, καθώς επίσης και αρκετοί Ελληνοκύπριοι που οικειοποιήθηκαν περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι Τουρκοκύπριοι στο νότο), δεύτερον, οι πολίτες που αποκόμισαν πολιτικά οφέλη και έκτισαν πολιτικές καριέρες βασισμένοι στη ρητορική της μη λύσης, και τρίτον, οι πολίτες που απλά βλέπουν ότι το μέλλον της Κύπρου βασίζεται στην επανένωση του νησιού και στις προοπτικές που θα ανοιχτούν με τη λύση του προβλήματος.

Λαμβάνοντας όμως υπόψη αυτές τις παραμέτρους, πόση νομική υπόσταση μπορεί να έχει ένα επερχόμενο δημοψήφισμα, δεδομένου ότι αρκετός κόσμος δύναται να ψηφίσει με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, εκτός με αυτό που πρέπει; Είναι ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι το δημοψήφισμα είναι η επιτομή της δημοκρατίας, είναι άλλοι όμως που υποστηρίζουν ότι τα δημοψηφίσματα πρέπει να έχουν απλά συμβουλευτικό χαρακτήρα, ιδίως όταν πρόκειται για πολιτική απόφαση, για τους λόγους ακριβώς που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

Το δικαστήριο στη Βρετανία αποφάσισε ότι η ετυμηγορία για επικύρωση του δημοψηφίσματος πρέπει να επικυρωθεί πρώτα από το κοινοβούλιο, και αν και εφόσον εγκριθεί, τότε και μόνο θα μπορέσει η κυβέρνηση να ενεργοποιήσει το άρθρο 50. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ούτε οι βουλευτές έχουν την επιστημονική κατάρτιση ή τις γνώσεις που απαιτούνται για να λάβουν μια τόσο σοβαρή απόφαση, και αυτό είναι ορθό αφού ο κάθε βουλευτής μπορεί να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, να προέρχεται από οποιοδήποτε κοινωνικό φάσμα, και να έχει οποιοδήποτε επίπεδο μόρφωσης. Αυτό όμως που έχει στη διάθεση του ο βουλευτής, και δεν έχει στη διάθεση του ο απλός ψηφοφόρος για να επηρεάσει την κρίση του, είναι οι τεχνοκράτες.

Οι τεχνοκράτες είναι οι άνθρωποι κλειδιά σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίοι δύνανται να δώσουν τις καταλληλότερες συμβουλές για να παρθεί η πιο σωστή υπό τις περιστάσεις απόφαση. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι υποτίθεται έχουν τεχνογνωσία και είναι εμπειρογνώμονες επί των θεμάτων τους, και συνάμα είναι και μόνιμοι υπάλληλοι του κράτους, και όχι πρόσκαιρες πολιτικές φιγούρες που ίσως εξυπηρετούν διάφορα συμφέροντα. Θεωρητικά, ένα σωστό κράτος πρέπει να έχει στη δούλεψη του μια πληθώρα τέτοιων τεχνοκρατών για κάθε ανάγκη που πιθανόν να προκύψει, όπως σε μια περίπτωση δημοψηφίσματος. Είναι εντελώς διαφορετικό λόγου χάρη να συμβουλεύσουν άρτια καταρτισμένοι τεχνοκράτες σε νομικά, οικονομικά, πολιτικά, συνταγματικά, και άλλα ζητήματα κάποιο βουλευτή σε περίπτωση λήψης μιας σοβαρής πολιτικής απόφασης, και άλλο να κληθεί ο λαός να αποφασίσει μέσω ενός δημοψηφίσματος χωρίς να έχει την κατάλληλη κατάρτιση.

Δε νομίζω να υπάρχει κανένας που να μπορεί να πει μετά βεβαιότητας τι είναι σωστό και τι λάθος, αλλά εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας τους κινδύνους που ελλοχεύουν τα δημοψηφίσματα και την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Ιδίως στην περίπτωση της Κύπρου, όπου τα δεδομένα έχουν συντηρήσει μια μακρά διαίρεση και αρκετή ρητορική μίσους και από τις δύο πλευρές, η κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει ένα εκρηκτικό συνδυασμό με τους υπέρμαχους της λύσης, τους υπέρμαχους της διαίρεσης, και τους αναποφάσιστους, οι οποίοι αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό και μπορούν να γείρουν την πλάστιγγα προς οποιανδήποτε κατεύθυνση.

Τα πρόσφατα παραδείγματα της Βρετανίας και Κολομβίας έδωσαν νομίζω δείγματα γραφής, τα οποία πρέπει να προβληματίσουν τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο και τη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος, όχι τόσο αν αυτό θα διενεργηθεί, αλλά ποιος θα είναι τελικά ο ρόλος του. Θα είναι εν τέλει δεσμευτικός, ή απλά συμβουλευτικού χαρακτήρα;

Δημοφιλή