Ο προάγγελος του φαντάσματος της Κασσάνδρας καταδιώκει την Ελλάδα μετά το «όχι»

Η στρατιωτική δικτατορία που είχε καταλάβει την Ελλάδα το 1967 διοργάνωνε ένα δημοψήφισμα στις 29 Ιουλίου για να ενισχύσει την εξουσία της σε μία περίοδο μοντερνισμού και παγκόσμιας κατακραυγής. Στις πρωτεύουσες του μοντερνισμού, το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, διάσημοι Έλληνες όπως η βραβευμένη με Όσκαρ πρωταγωνίστρια του «Ποτέ την Κυριακή» Μελίνα Μερκούρη ανέμιζαν την ελληνική σημαία σε διαμαρτυρίες εναντίον της ελληνικής χούντας που πήραν μεγάλη δημοσιότητα.

ΑΘΗΝΑ -- Το καλοκαίρι του 1973 ένα γιγάντιο φωτισμένο «ΝΑΙ» διαγραφόταν πάνω στο Λυκαβηττό, έναν από τους λόφους στο κέντρο της Αθήνας απέναντι από την Ακρόπολη. «Τι είναι αυτό;», ρώτησα τη μητέρα μου ενώ ο πατέρας μου οδηγούσε. Μόλις είχα τελειώσει τη δευτέρα τάξη του δημοτικού και ήμουν ενθουσιασμένος με τις καλοκαιρινές διακοπές, που για τους περισσότερους Έλληνες δε θα άρχιζαν προτού επιλυόταν μία πολιτική κρίση. «Είναι η λογική του παραλόγου», μουρμούρισε η μητέρα μου. Γύρισε και μου χαμογέλασε: «Είσαι πολύ μικρός για να καταλάβεις αγόρι μου. Το «ναι» είναι καλή λέξη αλλά αυτό το «ναι» (έδειξε το λόφο με το δάχτυλο) δεν κάνει για τίποτα».

Η στρατιωτική δικτατορία που είχε καταλάβει την Ελλάδα το 1967 διοργάνωνε ένα δημοψήφισμα στις 29 Ιουλίου για να ενισχύσει την εξουσία της σε μία περίοδο μοντερνισμού και παγκόσμιας κατακραυγής. Στις πρωτεύουσες του μοντερνισμού, το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, διάσημοι Έλληνες όπως η βραβευμένη με Όσκαρ πρωταγωνίστρια του «Ποτέ την Κυριακή» Μελίνα Μερκούρη ανέμιζαν την ελληνική σημαία σε διαμαρτυρίες εναντίον της ελληνικής χούντας που πήραν μεγάλη δημοσιότητα.

Λίγες βδομάδες νωρίτερα στην Ελλάδα, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε ανακυρήξει εαυτόν πρόεδρο μίας ανακαινισμένης Δημοκρατίας της οποίας το πολιτικό σύστημα δε θα υπάκουε πλέον στους κανόνες της (καταπιεσμένης) μοναρχίας ή της δικτατορίας! Φυσικά, συνέχιζε να είναι μία δικτατορία παρόλο που το 78,6% των Ελλήνων υπερψήφισαν τον Παπαδόπουλο ως πρόεδρο της «Δημοκρατίας» εκείνο το καλοκαίρι, σε μια μάχη που ελεγχόταν αυστηρά από τη χούντα.

Ένα χρόνο αργότερα, το καθεστώς έπεσε και η μεταπολίτευση, η πολιτική αλλαγή μετά τη δικτατορία, της οποίας ηγήθηκε το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία, με ένα ακόμα δημοψήφισμα το Δεκέμβριο του 1974 ανέστειλε επίσημα και οριστικά τις εξουσίες του βασιλιά. Η Ελλάδα ανακυρήχθηκε δημοκρατία υπό την ηγεσία ενός άνδρα που πολλοί Έλληνες τότε έβλεπαν σα θεό. Όταν το αεροπλάνο του έφτασε στην Αθήνα από το Παρίσι, όπου ο Καραμανλής έμενε σε εθελοντική εξορία καθ' όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, χιλιάδες Έλληνες έτρεξαν στο αεροδρόμιο να τον καλωσορίσουν. «Γύρισε, γύρισε!» Στην αθηναϊκή μας γειτονιά ο κόσμος ύψωνε σημαίες και φώναζε χαρμόσυνα: «Γύρισε!» Τουλάχιστον, όπως ισχυρίστηκε ένα γνωστός Αθηναίος ηθοποιός τότε, σε αντίθεση με το έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» στη σουρρεαλιστική πραγματικότητα της Ελλάδας ο Γκοντό δεν ήταν φάντασμα. Προσγειώθηκε με σάρκα και οστά και το όνομά του ήταν Καραμανλής.

Είναι νεκρός εδώ και καιρό αλλά η υστεροφημία του είναι ακόμα σπουδαία σε μία χώρα όπου η φήμη των πολιτικών έχει πέσει τόσο χαμηλά που στις μέρες μας, «καλύτερα να σε πει κανείς νταβατζή παρά πολιτικό», όπως το έθεσε ένας Αθηναίος δικηγόρος. Σε τελική ανάλυση, και σε σύγκριση με όσα έχουν δει οι Έλληνες από τότε, ο Καραμανλής ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, ένας ξεροκέφαλος, επαρχιώτης Μακεδόνας που ήρθε στην Αθήνα από τη βόρεια γη του Αλεξάνδρου όχι για να κατακτήσει αλλά για να οραματιστεί και να κυβερνήσει ως ένας Περικλής του 20ου αιώνα.

«Το 1974 ο Καραμανλής δικαίως φοβόταν ότι η χώρα του δε θα τα κατάφερνε μόνη σε έναν γρήγορα αναπτυσσόμενο Δυτικό κόσμο».

Ο Καραμανλής είχε ένα όραμα: η Ελλάδα να γινόταν τμήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δικαίως φοβόταν ότι η χώρα του δε θα τα κατάφερνε μόνη σε έναν γρήγορα αναπτυσσόμενο Δυτικό κόσμο. Επίσης, η Ευρώπη ήταν το φυσικό σπίτι της Ελλάδας: σε τελική ανάλυση, όσα συνιστούν την Ευρώπη ξεκίνησαν κάποτε από αυτήν εδώ τη μικροσκοπική γωνιά. Ρομαντικά και ρεαλιστικά, αυτή η ένωση έβγαζε νόημα. Ο Λόρδος Βύρων θα την είχε στηρίξει. Ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ' Εσταίν, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, την υποστήριξε. Η δυνατή φιλία του Καραμανλή με τον Ζισκάρ βοήθησε και, απέναντι σε κάθε πρόβλεψη, η Ελλάδα έγινε μέλος το 1981. Η μέρα εκείνη κυρήχθηκε αργία.

Οι γονείς μου με πήραν μαζί τους έξω στο δρόμο όπου χιλιάδες είχαν μαζευτεί να χαιρετίσουν τον Έλληνα πρωθυπουργό και το Γάλλο πρόεδρο που ανέβαιναν τη λεωφόρο Συγγρού καθ'οδόν από το αεροδρόμιο στη Βουλή. Οι γηραιότεροι προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους: είχαν δει πολέμους και πείνα και αυτή η γιορτή τους έδινε ελπίδα επειδή όχι μόνο ξεφορτώνονταν την κόκκινη απειλή (όπως έβλεπαν πολλοί Έλληνες τους Σοβιετικούς) μια για πάντα, αλλά και επειδή οι μέρες της φτώχειας, του διχασμού και της πολιτικής αβεβαιότητας μετατρέπονταν σε μακρινή ανάμνηση.

«Γυρίσαμε εκεί όπου ανήκαμε πάντα, στην Ευρώπη που θεμελιώσαμε», ανακοίνωσε ο καθηγητής μου των αρχαίων. «Τώρα πρέπει να αποδείξουμε ότι το αξίζουμε».

Ένα όνειρο που αναβλήθηκε

Έκτοτε, σοσιαλιστές και καπιταλιστές ήλθαν και απήλθαν από το κτίριο του ελληνικού κοινοβουλίου στην πλατεία Συντάγματος, κανείς όμως δεν εκμεταλλεύτηκε πραγματικά αυτή την ιδιότητα μέλους με τον τρόπο που οραματίστηκαν ο Καραμανλής και ο Ζισκάρ. Από τις μέρες του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, ή ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου, τη δεκαετία του 1980 μέχρι το σημερινό λαβύρινθο αποτυχιών, οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά πακέτα για τους δικούς τους σκοπούς.

Η γεωργία εξασθένησε, η ανισότητα οξύνθηκε, η ανεργία εκτοξεύτηκε, ο τουρισμός, η κύρια ελληνική βιομηχανία, συχνά παρέπαιε. Είτε υπεξαιρούσαν δραχμές είτε ευρώ, ένα πράγμα καθοδηγούσε την καρδιά του ελληνικού πολιτικού συστήματος μετά τον Καραμανλή: η μόχλευση. Αναμφισβήτητα, το ίδιο συνέβη και αλλού: κοιτάξτε την Ιταλία των σκανδάλων του Μπετίνο Κράξι και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ή τη Γαλλία των σοσιαλιστών της σαμπάνιας της δεκαετίας του 1980 και την Gauche φιλοσοφία του χαβιαριού, που ανανέωσαν τη φήμη του Παρισιού ως την κοιτίδα της επιτηδευμένης ανομίας, κατά την αειθαλή περιγραφή του Ζολά.

Οι Έλληνες πολιτικοί όμως τους ξεπέρασαν όλους σε πονηριά -- η πανουργία και το ταλέντο τους στην εξαπάτηση θα εντυπωσίαζε ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του πολύτροπου Οδυσσέα, τον Όμηρο. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα με όλη την οικονομική στήριξη της Ευρώπης τα τελευταία 30 χρόνια και έναν ανθηρό τουρισμό, έπρεπε να είναι πιο κοντά στην Ιθάκη από ό,τι στον Άδη στον οποίο ετοιμάζεται να μπει.

Αυτό δεν είναι εξολοκλήρου λάθος του ελληνικού λαού, παρόλο που κατ' εξακολούθηση ψήφιζε τους «απατεώνες», όπως τους λένε τώρα, εντός και εκτός γραφείων σε μία ατελείωτη παρτίδα παράτυπου σκακιού. Βέβαια, λίγοι Έλληνες ακολούθησαν το κάλεσμα του Τζακ Κένεντυ: «μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, ρώτα τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου». Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κέρδιζε αντιμετωπίζοντας τους πολίτες του ως ανήμπορους πελάτες, διορίζοντάς τους στο δημόσιο (ακόμα και αν δεν τους χρειαζόταν πραγματικά), τάζοντάς τους τον ουρανό με τ' άστρα, και δίνοντάς τους δωράκια κάτω από το τραπέζι.

«Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κέρδιζε αντιμετωπίζοντας τους πολίτες του ως ανήμπορους πελάτες, διορίζοντάς τους στο δημόσιο (ακόμα και αν δεν τους χρειαζόταν πραγματικά), τάζοντάς τους τον ουρανό με τ' άστρα, και δίνοντάς τους δωράκια κάτω από το τραπέζι».

Στην αλλαγή της χιλιετίας η Ελλάδα έπλεε σε περίεργα πελάγη αφθονίας: η δεύτερη χώρα σε εισαγωγές Πόρσε στον κόσμο, το χρηματιστήριο με τη μεγαλύτερη άνοδο στην Ευρώπη και την ταχύτερα αναπτυσσόμενη βιομηχανία μόδας στην Αθήνα. Η δραχμή αντικαταστάθηκε από το ευρώ το 2001 και οι περιχαρείς Αθηναίοι με το μυαλό στα Βερσάτσε, δεν είχαν χρόνο για απαισιοδοξία, αν και οι τιμές διπλασιαζόταν εν μία νυκτί. Πάνω από όλα είχαν γίνει μέλη της πλούσιας διεθνούς ελίτ που ο Ντέιβιντ Μπρουκς είχε αποκαλέσει "Bobos" (Μπουρζουά Μποέμ) "Bobos in Paradise." Το κομβόι των Καγιέν έτρεχε γρηγορότερα από το ίντερνετ και η έκρηξη στην αγορά ακινήτων στα πλούσια προάστια της Αθήνας και στα διάσημα νησιά του Αιγαίου είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ήταν σίγουρα φτηνότερο να αγοράσεις σπίτι στο Μαλιμπού παρά στη Βουλιαγμένη ή τη Μύκονο.

Ο πατέρας μου, που μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί από τη δουλειά του ως τραγουδιστής της όπερας στην Εθνική Λυρική Σκηνή και που είχε πολεμήσει στον πόλεμο, με κοίταξε με δυσπιστία όταν τον ρώτησα πώς και δεν είχε επενδύσει τα λίγα χρήματα που είχε στο ελληνικό χρηματιστήριο.

«Όλα αυτά δεν είναι πραγματικά, να θυμάσαι τα λόγια μου», μου είπε. «Όλα αυτά θα πέσουν και θα σκάσουν με πάταγο σύντομα».

Δεν τον πήρα σοβαρά. Μετανιώνουμε τώρα.

«Όλα αυτά δεν είναι πραγματικά, να θυμάσαι τα λόγια μου», μου είπε. «Όλα αυτά θα πέσουν και θα σκάσουν με πάταγο σύντομα».

Ο Ηρόδοτος μας είπε πολλές φορές στις «Ιστορίες» του ότι ο πλούτος και η εξουσία είναι απατηλά. Η ευφορία της χιλιετίας όμως επισκίασε το μάθημα του Κροίσου: «Ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος;», ρώτησε ο βασιλιάς το Σόλωνα, αναμένοντας τη λανθασμένη απάντηση που δεν πήρε ποτέ. Πολλοί Έλληνες με Καγιέν απάντησαν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους: «εμείς είμαστε!».

Εγκαταλείποντας τους ηλικιωμένους

Είμαστε; Η μεγαλύτερη αποτυχία της Ελλάδας σήμερα δεν είναι η ευθύνη της απέναντι στην Ευρώπη αλλά απέναντι στους ηλικιωμένους πολίτες της. Ένας ηλικιωμένος άντρας στεκόταν μπροστά από ένα ΑΤΜ στην Αθήνα λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα και δεν ήξερε τι να κάνει. Η πετσοκομμένη του μηνιαία σύνταξη είναι 300 ευρώ και τώρα πρέπει να πηγαίνει κάθε μέρα στο ΑΤΜ και να τραβάει το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό ανά ημέρα (60 ευρώ) έως ότου το ποσό πληρωθεί όλο, επειδή είναι το μόνο που μπορεί να κάνει. Γυρίζει σε μένα:

«Στο διάολο αυτό το παλιομηχάνημα», λέει ενώ προσπαθεί να συγκρατήσει το θυμό του. «Πολέμησα τους ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έφαγα από τα σκουπίδια κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής [της Αθήνας], επιβίωσα από τον εμφύλιο πόλεμο, διαδήλωσα κατά των δικτατόρων. Δεν αντέχω αυτήν την ταπείνωση· καλύτερα να πάω σπίτι και να πεθάνω με αξιοπρέπεια».

Θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου, αλλά ευτυχώς ο πατέρας μου έχει φύγει γιατί αυτό το θέαμα δεν αντέχεται.

«Έχει καταντήσει τετριμμένο να περιγράφουμε την απόγνωση και το θυμό στους δρόμους μιας πόλης που μόλις πριν 11 χρόνια έλαμπε ως η πρωτεύουσα των Ολυμπιακών Αγώνων».

«Έχει καταντήσει τετριμμένο να περιγράφουμε την απόγνωση και το θυμό στους δρόμους μιας πόλης που μόλις πριν 11 χρόνια έλαμπε ως η πρωτεύουσα των Ολυμπιακών Αγώνων». Τότε πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι όντως το ευρωπαϊκό όραμα του Καραμανλή είχε πραγματωθεί στον 21ο αιώνα. Αλλά φυσικά, πολύ λίγοι ήξεραν ότι τα οικονομικά της Ελλάδας είχαν «μαγειρευτεί» με τη βοήθεια Ευρωπαίων «φίλων» και αμερικανικών τραπεζών έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορούσε να μπει στο ευρώ το 2001, με ένα πραγματικό πνεύμα παγκοσμιοποίησης! Και τώρα οι έλληνικες τράπεζες είναι κλειστές επ' αόριστον και μέσα σε μία εβδομάδα οι Έλληνες έπρεπε να αποφασίσουν: «Ναι» ή «όχι»;

Μια παράλογη πράξη δημοκρατίας

Όσο κι αν ακουγόταν ως μια πράξη δημοκρατίας αυτό το όγδοο ελληνικό δημοψήφισμα από το 1920 (δύο είχαν οργανωθεί από τη χούντα), ήταν στην πραγματικότητα παράλογο, διχαστικό και παραπλανητικό. Ακόμα και φιλίες και γάμοι έληξαν αυτή τη βδομάδα στην Ελλάδα: εκτός αν ήσουν ταυτόχρονα και με το «Ναι» και με το «Όχι», δεν μπορούσες πια να είσαι φίλος (ή και σύζυγος) και να συζητήσεις λογικά. Δε χρειάζεται να γυρίσεις τις διχασμένες ελληνικές πόλεις για να το διαπιστώσεις· μια ματιά στις πύρινες συζητήσεις των Ελλήνων στο Facebook αρκεί: «Μένουμε Ευρώπη, κάτω η χούντα του Τσίπρα», φώναζε η μία πλευρά σε φρενήρη posts. «Έξω από το Τέταρτο Ράιχ των Γερμανών, πίσω στη δραχμή μας», διατυμπάνιζε η άλλη.

Υπάρχει μία αίσθηση διχασμού στην ατμόσφαιρα, όσο και τη δεκαετία του 1940 πριν τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν είχα γεννηθεί τότε αλλά έχω μάθει με τι έμοιαζε από τους γονείς και τους δασκάλους μου. Είναι αλήθεια ότι ο Αλέξης Τσίπρας κληρονόμησε μία άρρωστη χώρα αλλά τα παιχνίδια του έξυσαν οπωσδήποτε πολλές πληγές.

«Δεν έπρεπε να είχε κάνει αυτό το δημοψήφισμα, ήταν λάθος», μου είπε ένας συνάδελφος ρεπόρτερ που είχε ψηφίσει τον Τσίπρα. «Τον ψηφίσαμε για να αναλάβει την ευθύνη και να ηγηθεί. Όταν έρθει η ώρα του διαζυγίου σε μία οικογένεια ο πατέρας δεν απευθύνεται στα παιδιά και τα ρωτάει «πρέπει να χωρίσω τη μητέρα σας ή όχι;».

Και τώρα τι;

Παραμένει άγνωστο τι θα φέρει αυτό το «Όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής. Περισσότεροι από το 60 τοις εκατό των ψηφοφόρων είπαν «όχι» σε μια συμφωνία που θα είχε επιβάλει περισσότερα μέτρα λιτότητας και αυτό είναι όντως ένας θρίαμβος για τον Τσίπρα που είχε κάνει μεγάλη καμπάνια για να το στηρίξει.

Σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Τσίπρα το «Όχι» δε σημαίνει απαραίτητα Grexit και απομόνωση από την Ευρώπη, αλλά απλά σκληρότερες διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη για μια πιο βιώσιμη συμφωνία. Αυτό είχαν στο μυαλό τους οι περισσότεροι που ψήφισαν «Όχι». Όμως, κρίνοντας από τις προηγούμενες κενές υποσχέσεις που η κυβέρνηση μοίρασε σαν επιταγές άνευ αξίας, το «Όχι» ίσως σημαίνει και απομόνωση και επιστροφή στη δραχμή.

«Κρίνοντας από τις προηγούμενες κενές υποσχέσεις που η κυβέρνηση μοίρασε σαν επιταγές άνευ αξίας, το «Όχι» ίσως σημαίνει και απομόνωση και επιστροφή στη δραχμή».

Εάν αυτό συμβεί οι Έλληνες θα απεμπολήσουν όχι μόνο τα χρέη τους (ιστορικά, συνταγματικά και οικονομικά) προς τη σύγχρονη Ευρώπη αλλά και την κληρονομιά του Καραμανλή και το επίτευγμά του να ενώσει την Ελλάδα σε μια κρίσιμη στιγμή και να την καταστήσει μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αυτή είναι μια υπερβολικά μεγάλη απόρριψη του ίδιου του πολιτικού, κοινωνικού και ηθικού ιστού μιας χώρας, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την πτώση των συνταγματαρχών.

Δυστυχώς, στη σημερινή ελληνική παραφωνία και δυσαρέσκεια, δεν υπάρχει κανείς με την αξιοπιστία και το χάρισμα του Καραμανλή για να αναλάβει δράση και να πείσει τους Ευρωπαίους ηγέτες. Σε αυτή τη γη κανείς ποτέ δε συμπάθησε την Κασσάνδρα, αλλά όλοι τη φοβούνται. Και ήταν ο προάγγελος του φαντάσματος της Κασσάνδρας που κύκλωσε το ελληνικό κοινοβούλιο όταν ο Τσίπρας εμφανίστηκε θριαμβευτής να χαιρετίσει τους υποστηρικτές του εκείνο το βράδυ. Τι είδους θρίαμβος είναι αυτός παραμένει άγνωστο. Λίγα μέτρα μακριά από τον θριαμβευτή πρωθυπουργό, στην πλατεία Συντάγματος, την καρδιά της Ελλάδας, τα ΑΤΜ μένουν σκοτεινά και άδεια.

«Είναι λυπηρό να παραδεχόμαστε ότι ζούμε μέρες πιο σκοτεινές από πριν, πιο σκοτεινές ακόμα και από εκείνες της δικτατορίας», άκουσα να λέει μια ηλικιωμένη κυρία ενώ περίμενε στην ουρά για να πάρει χρήματα πριν μερικές μέρες. «Τότε υπήρχε πολιτική δυσαρέσκεια αλλά όχι φτώχεια. Τώρα έχουμε και τα δύο».

Υπάλληλοι κατά τη διάρκεια των εκλογών ετοιμάζουν τις κάλπες σε αποθήκη στη Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, στις 2 Ιουλίου 2015, πριν από το δημοψήφισμα της Κυριακής.

Δημοφιλή