Μεγάλωσα και έγινα η μαμά μου -και είναι ίσως ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί

Ποτέ δεν ήθελα να μοιάσω στην μάνα μου και αυτό εξακολουθεί να είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της ζωής μου. Γιατί η Ντινούλα είναι από τα πιο cool άτομα που ξέρω. Απλά άργησα να το καταλάβω.
HuffPost Greece blog

Τις τελευταίες μέρες πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται συνέχεια σενάρια με θανάτους. Δεν ξέρω τι πετριά έχω φάει, παρόλα αυτά δεν τα σκέφτομαι με τον κλασικό, «μαύρο» τρόπο, αλλά περισσότερο με περιέργεια, του τύπου «Πώς θα αντιδράσει ο τάδε; Πόσοι και ποιοι θα έρθουν στη κηδεία; Πόσα κιλά θα χάσω από τη στεναχώρια;» Γελοιότητες, δηλαδή. Οδηγώ από τη δουλειά στο σπίτι και σκέφτομαι «τι θα γινόταν τώρα αν τράκαρα και έμενα στον τόπο; Πώς θα το μάθαινε ο Φ.; Η Ν.; Τι θα έκανε; Μαλάκα, τι θα πάθαινε η Ντινούλα, ποιος θα τολμούσε να το πει στην μάνα μου;». Το άλλο σενάριο είναι πως πεθαίνει ο Φ. «Τι θα κάνω χωρίς τον Φ.; Θα μπορέσω να συνέλθω ποτέ; Πώς θα με χειρίζονται οι φίλοι μου; Μαλάκα, η Ντινούλα πώς θα με βλέπει έτσι χάλια;». Σε παρόμοιο κλίμα σκοτώνω τον αδερφό μου, την κολλητή μου, το σκυλί μου και στο τέλος σκοτώνω και την Ντινούλα. Και εκεί μου κόβεται και η περιέργεια και ο χαβαλές και η καφρίλα και τα μάτια μου αρχίζουν και γεμίζουν χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Και η γελοιότητα της όλης κατάστασης γίνεται μεγαλύτερη και ταυτόχρονα δραματικά σοβαρή.

Ποτέ δεν ήθελα να μοιάσω στην μάνα μου και αυτό εξακολουθεί να είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της ζωής μου. Η Ντινούλα είναι από τα πιο cool άτομα που ξέρω. Είναι κολλητή με τον φίλο μου, με την παρέα μου, με την φίλη του αδερφού μου και την παρέα τους, και δεν υπάρχει άτομο που να την έχει γνωρίσει και να μη μου έχει πει μετά «Φίλε, η μάνα σου είναι ΘΕΑ» και να βλέπω ειλικρινή θαυμασμό στα μάτια του. Η Ντινούλα είναι μια κινητή βιβλιοθήκη, ένας ουρανοξύστης γεμάτος βιβλία, δίσκους, πίνακες, αρχεία ιστορικών γεγονότων, τόμους ψυχολογίας, πολιτικής και φιλοσοφίας και, φυσικά, ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας που σε βάζει κάτω και σε πατάει με το λέγειν της. Η Ντινούλα μπορεί να βγήκε στη σύνταξη πρόσφατα, εξακολουθεί όμως να είναι ο πιο διαβασμένος, ενημερωμένος, παθιασμένος και επαγγελματίας δημοσιογράφος που έχω γνωρίσει -αυτός ήταν και ο λόγος που ακολούθησα τα βήματά της. Εγώ όμως δεν ήθελα ποτέ να της μοιάσω.

Με ενοχλούσε το ότι δεν είχε ποτέ πρακτικό μυαλό. Με εξόργιζε το ότι δεν μπορούσε να πει ποτέ αυτό που ήθελε με πέντε λέξεις και έπρεπε κάθε τι να είναι μια τεράστια ιστορία με χιλιάδες λεπτομέρειες που δεν είχαν καμία άμεση σχέση με το θέμα. Τσαντιζόμουν που προχωρούσε πάντα στο δρόμο σαν να βρίσκεται σε κάποια ταινία, πολύ αργά, χαμένη στις σκέψεις της, σχεδόν χορευτικά δεξιά και αριστερά, αντί να προσέχει τι συμβαίνει γύρω της και να χρειάζεται να της λέω συνέχεια «πρόσεχε αμάξι», «κάνε πιο 'κει ρε μαμά περνά ο κόσμος». Με βραχυκύκλωνε το ότι δεν ήταν η κλασική μαμά, όπως αυτές των φίλων μου που τους έπαιρναν τηλέφωνο να δουν τι έφαγαν, έτρεχαν πάνω κάτω μέσα στο σπίτι κάνοντας δουλειές, πήγαιναν στην λαϊκή, ντύνονταν σαν μαμάδες, διατηρούσαν το τυπικό μαμαδίστικο προφίλ. Όχι, όταν με έπαιρνε τηλέφωνο η Ντινούλα έπρεπε να μιλήσουμε για κάποια ταινία, για κάτι που διάβασε στην εφημερίδα (και εγώ είχα δει ήδη πριν δυο μέρες στο ίντερνετ), για την τελευταία ανακοίνωση της κυβέρνησης. Δουλειές στο σπίτι δεν έκανε σχεδόν ποτέ, τουλάχιστον όχι όπως είχα εγώ στο μυαλό μου πως «θα έπρεπε». Δυο φορές το χρόνο όμως θα έφερνε το σπίτι ανάποδα γιατί θα το είχε βαρεθεί. Και δώστου ο καναπές από εδώ και δώστου η τραπεζαρία από εκεί και δώστου η τηλεόραση στο δωμάτιο γιατί «χαλά την αισθητική του σαλονιού». Θα μαγείρευε τα πολύπλοκα, γκουρμέ φαγητά της, θα ξεσήκωνε συνταγές από όλο τον κόσμο που θα περιείχαν 58 διαφορετικά υλικά άσχετα μεταξύ τους, αλλά ποτέ παστίτσιο, κεφτεδάκια, σπανακόπιτα.

Για αυτό και ένιωθα περήφανη που (πίστευα πως) είχα πάρει την πρακτικότητα του πατέρα μου, την αεικινησία του, την υπομονή και την ψυχραιμία του. Η Ντινούλα ήταν πολλά πράγματα, ψύχραιμη όμως ποτέ. Όλα ήταν στον υπερθετικό πάνω της, από τις εκφράσεις μέχρι τις χειρονομίες, από τις μεγάλες χαρές μέχρι τις μεγάλες στεναχώριες. Όλα στο κόκκινο, όλα στα άκρα, όλα στην υπερβολή. Και, φυσικά, δεν το άντεχα αυτό.

Εξακολουθώ να είμαι πολύ υπομονετική ως άνθρωπος, αρκετά ψύχραιμη και σχετικά πρακτική. Σε όλα τα υπόλοιπα, όμως, είμαι η Ντινούλα.

Έχω φτάσει σε ένα σημείο που πλέον πιάνω τον εαυτό μου να λέει μέχρι και τις ίδιες, χαρακτηριστικές ατάκες της, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις που κάνει με τα χέρια της. Χωρίς να το θέλω, βγαίνουν αυθόρμητα, φυσικά από μέσα μου. Κάνω την ίδια δουλειά που έκανε και αυτή και δουλεύω σε απόσταση αναπνοής από το παλιό της γραφείο, ακολουθώντας σχεδόν την ίδια διαδρομή κάθε μέρα που έκανε και αυτή με το αμαξάκι της. Περπατάω πολύ γρήγορα και μηχανικά, οδηγώ καλύτερα από αυτήν, αλλά σχεδόν την έχω ξεπεράσει σε αφηρημάδα. Μπορεί να μην αποκτήσω ποτέ το λέγειν της, αν όμως με φτάσεις στα όριά μου, η Ντινούλα μου έμαθε, άθελά της, πώς να κολλάω τον άλλο στον τοίχο με τις λέξεις.

Ποτέ δεν μου άρεσαν τα ρούχα που αγόραζε και τώρα, όποτε πηγαίνω στο πατρικό μου, της ξεσηκώνω την μισή ντουλάπα. «Τι σούφρωσες πάλι ρε ποντίκι; Μου άφησες τίποτα ή τα πήρες όλα;» μου λέει πάντα και μετά μου δίνει και δυο μπλούζες που αγόρασε πρόσφατα γιατί «εσένα θα σου πηγαίνουν καλύτερα». Δεν με ενδιέφερε ποτέ να μάθω να μαγειρεύω, πίστευα πως μπορώ να ζήσω με δημητριακά, τοστ και delivery γιατί έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω με το χρόνο μου. Και τώρα την έχω πρήξει να μου φτιάξει ένα τετράδιο με τις εξωτικές συνταγές της για να έχω στο σπίτι. «Για να με θυμάσαι όταν πεθάνω; Για αυτό το θες μωρή; Πες την αλήθεια» μου είχε πει την πρώτη φορά γελώντας και μόνο που δεν την έβρισα. «Όχι μωρέ πωωω, σκάσε, έτσι το θέλω για να μάθω». Και δαγκώθηκα για να μην ακούσει από το τηλέφωνο τη φωνή μου που άρχισε να τρέμει, επειδή σκέφτηκα πάλι Το Σενάριο.

Εκεί που πάντα θεωρούσα μίζερα και αποπνικτικά μέρη όπως η Πατησίων, η Αχαρνών, η Κυψέλη, τα Πατήσια -βλέπεις ήμουν γεννημένη για άλλα εγώ, για industrial design και μινιμαλισμό- πλέον τα νιώθω «σπίτι» και σε κάθε παλιό νεοκλασικό, σε κάθε «δαντελωτό» καγκελάκι και σε κάθε αρχοντική μονοκατοικία, βλέπω τη Ντινούλα να με περνά από εκεί και να μου λέει ιστορίες: για τότε που μαζεύονταν στο σπίτι του Παύλου Σιδηρόπουλου και άκουγαν δίσκους, συζητώντας μέχρι το πρωί, για τις βόλτες και τα μεθύσια στα Εξάρχεια, για το φροντιστήριο αγγλικών που δούλευε στην Κάνιγγος ώστε να βγάζει το χαρτζιλίκι πριν πιάσει δουλειά στα Νέα. Και αν είμαι ψύχραιμη όπως ο πατέρας μου, δεν έχω αφήσει ψυχολογικό για ψυχολογικό που να μην πήρα από την Ντινούλα. «Σαν τα μούτρα μου έχεις γίνει ρε κορίτσι μου, τίποτα δεν άφησες, εκεί να τα πάρεις όλα τα σκατά», μου λέει κάθε φορά που με βλέπει να παίρνω υπερβολικά προσωπικά κάτι, που μου βγαίνουν ψυχοσωματικά από τη στεναχώρια, που κάνω τραβηγμένες από τα μαλλιά σκέψεις χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και κάθε φορά που έρχεται σπίτι με τον μπαμπά, πότε για να μας φέρει φαγητό, πότε για να καθαρίσει, πότε για να πάρει το σκυλί «να ξεκουραστείτε κι εσείς μερικές μέρες», με παίρνει αυτές τις τρομερές αγκαλιές της που κρατάνε παραπάνω από όσο αντέχεις να είσαι σκυφτός, παραπάνω από όσο αντέχει ένας άνθρωπος το κεφαλοκλείδωμα, αυτές τις αγκαλιές που παλιότερα την έσπρωχνα δυσανασχετώντας, αυτές τις αγκαλιές που κάνω εγώ τώρα στους άλλους, και την αφήνω να το χαρεί, κυρίως γιατί το έχω ανάγκη εγώ.

Όπως έχω ανάγκη να την παίρνω κάθε μέρα τηλέφωνο, αμέσως μόλις μπω στο αμάξι μετά τη δουλειά, να την βάζω σε ανοιχτή ακρόαση και να την αφήνω να μιλάει και να μιλάει και να μιλάει, για το ταξίδι που οργανώνουν με τον μπαμπά, για τα νέα του μικρού από την Ιταλία, για τις πολιτικές εξελίξεις, για την ταινία που είδε χτες το βράδυ, για μια ατάκα που είπε ο Μηλάτος στην εκπομπή του («κάνει» πολύ πετυχημένο Μηλάτο), για να αναλύσουμε μέχρι αηδίας την πρόσφατη τραγωδία που είδαμε στις ειδήσεις και στο καπάκι να μου πει για εκείνο το κομμάτι των Arcade Fire που άκουσε και τα εισιτήρια που θέλει να κλείσει για να πάει να δει τον Nick Cave στο Λονδίνο. Και δεν τη διακόπτω ποτέ γιατί πια όλη αυτή η θεατρικότητα του λόγου της και το παθιασμένο της ύφος δεν με ενοχλεί αλλά μου μαθαίνει καλύτερα τον εαυτό μου. Γιατί πλέον έχω καταλάβει πως, όσο προσπαθούσα τόσα χρόνια να μην της μοιάσω, τόσο βαθιά μέσα μου ρίζωνε η Ντινούλα. Και όσο μεγαλώνω, τόσο αυτή ανεβαίνει προς την επιφάνεια και με γεμίζει. Οπότε, αν καταφέρω μια μέρα να γίνω έστω και λίγο cool ως άνθρωπος, ας μάθω τουλάχιστον από τον καλύτερο στο είδος.

Υ.Γ.: Ντινούλα, όταν το διαβάσεις αυτό, μην το ποστάρεις με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο στο Facebook. Ας κρατήσουμε τα προσχήματα -ό,τι έχει μείνει τέλος πάντων.

Δημοφιλή