Mακιαβέλι με το ζόρι

Υπάρχει ένα κομμάτι του Κέντρου που είναι εντελώς ασπόνδυλο και που, αν και ορκίζεται στον εκσυγχρονισμό, συγκυριακά είναι πρόθυμο και επιρρεπές στην αντιδραστικότητα και τον μυστικισμό του λαϊκισμού.Το ασπόνδυλο Κέντρο είναι κατακερματισμένο και επιρρεπές σε διάφορες κακοτοπιές. Ίσως επειδή έχει την δυναμική και την απήχηση μιας αίρεσης. Το πρόβλημα του Κέντρου είναι ότι στην πραγματικότητα δεν διαθέτει κανένα αναλυτικό εργαλείο, αλλά στηρίζεται στις διάφορες αποσπασματικές αφηγήσεις που προωθούν οι παλαίμαχοι μοναχικοί καβαλάρηδες του, ο καθένας από τους οποίους έχει την δική του ατζέντα.
SOOC

«Γιατί καθυστερεί η αξιολόγηση;». «Η αξιολόγηση θα κλείσει». «Αρνητικό που δεν κλείνει η αξιολόγηση». Πολλαπλασιάστε τις παραπάνω διαπιστώσεις σε διάφορους συνδυασμούς, επαναλάβετε πολλές φορές νυχθημερόν (προσθέτοντας τις μεταβλητές που σας αρέσουν) και έχετε πάνω κάτω μια εικόνα της πραγματικής καθυστέρησης που κυριαρχεί και διαμορφώνει την καθημερινότητα μας. Αυτή αφηγούνται τα ΜΜΕ μέσα από ρεπορτάζ, απόψεις και την συνεχή ροή των ειδήσεων. Η ροή ειδήσεων αποτυπώνει την αλήθεια, εκείνη της γενικευμένης μιζέριας και της ανεπάρκειας.

Τα στελέχη της κυβέρνησης υποδύονται ότι είναι ασυμβίβαστα, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό αναιρείται, όταν φθάσει η «ευκαιρία» για έναν συντριπτικό συμβιβασμό με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Έπειτα ακολουθεί η περίοδος που το κρέας βαπτίζεται ψάρι μέσα από ένα πρόχειρο αφήγημα για εσωτερική κατανάλωση. Ο χρόνος περνάει και τίποτα δεν βελτιώνεται. Το ελληνικό κράτος αποτυγχάνει στους στόχους που θέτει και μαζί αποσυναρμολογείται και το ίδιο. Θεσμικά, λειτουργικά και συνολικά.

Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να ερμηνεύσει κανείς τους λόγους πίσω από τις συνεχείς αποτυχίες. Ο πιο εμφανής είναι η ανεπάρκεια. Εδώ προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Γιατί υπάρχει τόση ανοχή στην ανεπάρκεια; Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, από τους πολίτες, ακόμη και από τους ίδιους τους επικριτές της ανεπάρκειας. Η πιο λογική απάντηση είναι ότι η ανεπάρκεια είναι το καύσιμο της ελληνικής κοινωνίας. «Δώσε λίγο, πάρε λίγο, πέτυχε λίγο, βόλεψε το λίγο». Η Ελλάδα είναι εξαιρετικά επαρκής στην ανεπάρκεια της, σχεδόν στα όρια της αριστείας. Πρόκειται, πράγματι, για μια σκοτεινή ιδιότητα της κοινωνίας. Επομένως, η ανεπάρκεια της χώρας να σταθεί στα πόδια της αντικατοπτρίζει την ανεπάρκεια των πολιτών της να αλλάξουν τις συνθήκες και τους όρους -που (μάλλον) έχουν διαπιστώσει- ότι τους αφαιρούν την δυνατότητα για μια καθημερινότητα με δυνατότητα επιλογών και ευημερία.

Η ανεπάρκεια είναι το καύσιμο της ελληνικής κοινωνίας. «Δώσε λίγο, πάρε λίγο, πέτυχε λίγο, βόλεψε το λίγο». Η Ελλάδα είναι εξαιρετικά επαρκής στην ανεπάρκεια της, σχεδόν στα όρια της αριστείας.

Τι αποκαλύπτει, όμως, η στάση των πολιτικών κομμάτων για την ερμηνεία και την διαχείριση του γενικευμένου καθεστώτος ανεπάρκειας που οδηγεί στην τελική διάλυση που όλοι απεύχονται αλλά κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να ανατρέψει;

Υπάρχει η σεμνή και μετρημένη άποψη ότι η κυβέρνηση είναι απλώς ανεπαρκής και πρέπει να αντικατασταθεί γιατί ζημιώνει την χώρα. Ότι οι τακτικισμοί της σε συνδυασμό με τις εκλογικές ζυμώσεις που γίνονται στην Ευρώπη δεν προωθούν τα συμφέροντα μας. Οι φορείς της εν λόγω άποψης συναθροίζονται γύρω από την ανάλογη θέση της αντιπολίτευσης. Πρόκειται για μια ρεαλιστική αλλά και μάλλον προφανή διαπίστωση. Δεν συνοδεύεται από κάποιο δράμα. Ίσως γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αρκετά φιλελεύθερος και αρκετά καχύποπτος απέναντι σε θέσεις αντιδραστικές που εκκολάπτονται στον ευρύτερο χώρο της εθνικιστικής, θρησκόληπτης και μυστικιστικής Δεξιάς. Επομένως, η άποψη αυτή είναι ορθή και προοδευτικά περισσότερο δημοφιλής (αν εμπιστευθούμε τις δημοσκοπήσεις) αλλά δεν συνιστά «μεγάλο αφήγημα».

Ας μιλήσουμε, όμως και για το Κέντρο. Υπάρχει ένα κομμάτι του Κέντρου που είναι εντελώς ασπόνδυλο και που, αν και ορκίζεται στον εκσυγχρονισμό, συγκυριακά είναι πρόθυμο και επιρρεπές στην αντιδραστικότητα και τον μυστικισμό του λαϊκισμού. Σε αυτόν του ΠΑΣΟΚ των «θρυλικών χρόνων». Το ασπόνδυλο Κέντρο είναι κατακερματισμένο και επιρρεπές σε διάφορες κακοτοπιές. Ίσως επειδή έχει την δυναμική και την απήχηση μιας αίρεσης. Το πρόβλημα του Κέντρου είναι ότι στην πραγματικότητα δεν διαθέτει κανένα αναλυτικό εργαλείο, αλλά στηρίζεται στις διάφορες αποσπασματικές αφηγήσεις που προωθούν οι παλαίμαχοι μοναχικοί καβαλάρηδες του, ο καθένας από τους οποίους έχει την δική του ατζέντα.

Θέλοντας, επομένως, το Κέντρο να κολακέψει τους πάντες (από την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και τους φιλελεύθερους κύκλους επιρροής του, μέχρι την λαϊκή Δεξιά του Αδωνι Γεωργιάδη και τους αδέσποτους προδομένους -και πρώην ερωτευμένους- με τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ) είναι πρόθυμο να φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο αφήγημα. Ένα αφήγημα σαν και αυτά που είναι δημοφιλή και φλερτάρουν με την συνωμοσιολογία, την ιστορική παραχάραξη ως post truth τεκμηρίωση και τις δονήσεις ψυχολογικού τύπου: «δεν μπορεί κάποιος να είναι απλώς τραγικά ανεπαρκής, αφού πίσω από την ανεπάρκεια του, κρύβεται μια διάνοια (ή διάνοιες) μεγαλεπήβολων, μακιαβελικών σχεδίων». Η εν λόγω απόδραση στην αχαλίνωτη φαντασία είναι ίσως συναρπαστική και μπορεί ενδεχομένως να ψηλαφεί κάποια ψήγματα αλήθειας. Το πιο σοβαρό πρόβλημα, όμως είναι ότι εξυπηρετεί -ακούσια ή εκούσια- τον εξής σκοπό: καλύπτει την ανεπάρκεια των αναλυτικών εργαλείων, δεν πείθει για την ειλικρινή αποδέσμευση του Κέντρου από τον λαϊκισμό, ενώ διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με πολιτικές δυνάμεις, τυχοδιωκτικές και degenerate.

Για την άκρα Δεξιά και τους λοιπούς Ελλαδέμπορες που απαντούν σε διάφορα σημεία του πολιτικού φάσματος, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η ιστορία του 20ου αιώνα έχει τεκμηριώσει πως ο εθνικισμός και ο εθνικός διχασμός βόλεψε και εργαλειοποιήθηκε από ξένες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες για να εξυπηρετήσει γεωπολιτικά συμφέροντα σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Σήμερα που ο μεσσιανισμός προτείνεται ως αντίδοτο σε διάφορες παγκόσμιες πλεκτάνες, μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι όσοι μιλούν για πλεκτάνες αποκλείουν τον ρόλο τους σε αυτές.

Για την άκρα αριστερά που μπολιάστηκε με το Μεταπολιτευτικό μεσοαστικό εστέτ, εγκαταλείποντας τα «λαϊκά στρώματα» και την διαμαρτυρία για τις κρεπερί των Εξαρχείων και τον μεταμοντέρνο αριστερισμό, ο πανηγυρικός της ανεπάρκειας θεωρήθηκε απάντηση στην «εξαπάτηση του κράτους». Τα αντιδραστικά κινήματα θεώρησαν ότι η διαρκής υπονόμευση του κράτους (καθιστώντας το όλο και πιο ανεπαρκές), θα θωράκιζε τον λαό απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό. Όπως έδειξε η ιστορία της χρεοκοπίας του κράτους, όχι μόνο δεν θωράκισε τον λαό, αλλά τον έσπρωξε ακόμη πιο βαθιά και αμαχητί στις συνθήκες του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Παράλληλα, η αναλυτική εγρήγορση του ποιος είναι ο λαός και ποια τα συμφέροντα του περιορίστηκαν αποκλειστικά στους οικονομικούς μετανάστες και τους πρόσφυγες. Μπλέχτηκαν δηλαδή η κοινωνία των πολιτών και ο μεταμοντέρνος μαρξισμός, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στον εθνολαϊκισμό της άκρας Δεξιάς και τους συνοδοιπόρους της.

Επιστρέφοντας στο ερώτημα των ημερών: Θα κλείσει η αξιολόγηση ή θα μπούμε σε περιπέτειες και πιθανή κατάρρευση; Θα καταλήξουν όλες οι θυσίες των πολιτών σε μαύρη τρύπα; Προτείνω να αφουγκραστούμε την ευχή που εξέφρασε σήμερα ο Πρωθυπουργός στη συνάντηση του με τον κ. Μοσκοβισί: «Είναι ώρα να αναγνωρίσουν όλοι τις θυσίες του ελληνικού λαού». Ας υποκλιθούμε, λοιπόν, όλοι στα αθώα και σεβάσμια θύματα.

Δημοφιλή