Ο Τραμπ και το αδιέξοδο του κάρβουνου

Τα έργα λοιπόν απέχουν πολύ από τα λόγια στην περίπτωση του Τραμπ. Το κάρβουνο δεν αναβιώνει στις ΗΠΑ. Αντίθετα, το μερίδιό του συρρικνώθηκε από το 50% στο 30% μέσα σε μία δεκαετία, όπως περίπου είναι και η εξέλιξή του στη χώρα μας. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα πιο δυσοίωνα. Οι ελληνικοί σταθμοί καύσης κάρβουνου δεν πρόκειται να λάβουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα την επόμενη δεκαετία παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της ΔΕΗ, ενώ τα νέα όρια εκπομπών διοξεδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου, μικροσωματιδίων και υδραργύρου, συνεπάγονται ακριβές αναβαθμίσεις τους.
Bloomberg via Getty Images

Η απόσυρση ενός ακόμα σταθμού που καίει κάρβουνο ανακοινώθηκε στις ΗΠΑ πριν λίγες μέρες. Πρόκειται για την ένατη τέτοια ανακοίνωση μέσα στους 8 πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ.

Ήταν πολλοί οι υποστηρικτές του λιγνίτη στη χώρα μας που αναθάρρησαν με την εκλογή Τραμπ και τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για αναβίωση του κάρβουνου στις ΗΠΑ. Ήταν μάλλον η ελπίδα ότι κάτι παρόμοιο θα συμβεί, έστω και ως δια μαγείας, στην Ελλάδα, όπου ο λιγνίτης είδε το μερίδιό του να καταποντίζεται στο ιστορικό χαμηλό του 29% το 2016, για πρώτη φορά πίσω από τις ΑΠΕ και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά που κάλυψαν το 30% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια στο διασυνδεδεμένο δίκτυο.

Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ μάλιστα, εμφανώς εμπνευσμένη από την αποχώρηση Τραμπ από την παγκόσμια Συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα μιλώντας για το «κατασκεύασμα της κλιματικής αλλαγής» της οποίας το κόστος επιβάρυνε αδίκως και ειδικά τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.

Όμως η πραγματικότητα είναι πεισματάρα και δεν χαρίζεται σε κανένα, ούτε στη ΓΕΝΟΠ, ούτε ακόμα και στον βασιλιά των fake news. Η συνολική προς απόσυρση ισχύς κάρβουνου που ανακοινώθηκε στις ΗΠΑ από τον Ιανουάριο του 2017 αγγίζει τα 6.000 MW, είναι δηλαδή περίπου 40% μεγαλύτερη από τη συνολική εν λειτουργία λιγνιτική ισχύ της Ελλάδας.

Την ίδια στιγμή, η καθαρή ενέργεια που πριν λίγα χρόνια βρισκόταν σε βρεφικό στάδιο στις ΗΠΑ, αποκτά ολοένα και κεντρικότερο ρόλο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η νέα ισχύς αιολικών και φωτοβολταϊκών που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ το 2016 έφτασε τα 16.944 ΜW, σχεδόν διπλάσια αυτής των νέων μονάδων φυσικού αερίου, ενώ η νέα ισχύς μονάδων που βασίζονται στο κάρβουνο περιορίστηκε στα μόλις 45 MW. Ο ρυθμός δε αύξησης της αιολικής ισχύος το πρώτο εξάμηνο του 2017 είναι ακόμα μεγαλύτερος σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016, ενώ κανένας νέος σταθμός κάρβουνου δεν προγραμματίζεται από τη στιγμή που ο Τραμπ ανέλαβε την εξουσία.

Εσχάτως μάλιστα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απέτυχε να βοηθήσει ακόμα και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του που συνέδραμαν στην προεκλογική του εκστρατεία με γενναίες εισφορές, αλλά και με συσπείρωση πολλών ψηφοφόρων υπέρ της υποψηφιότητάς του. Ο Τραμπαρνήθηκε να ανταποκριθεί στην πιεστική και απεγνωσμένη έκκληση του διευθυντή μιας από τις μεγαλύτερες εταιρίες εξόρυξης κάρβουνου στις ΗΠΑ για διετές πάγωμα του κλεισίματος σταθμών, έτσι ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία της λιγνιτικής βιομηχανίας.

Τα έργα λοιπόν απέχουν πολύ από τα λόγια στην περίπτωση του Τραμπ. Το κάρβουνο δεν αναβιώνει στις ΗΠΑ. Αντίθετα, το μερίδιό του συρρικνώθηκε από το 50% στο 30% μέσα σε μία δεκαετία, όπως περίπου είναι και η εξέλιξή του στη χώρα μας. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα πιο δυσοίωνα. Οι ελληνικοί σταθμοί καύσης κάρβουνου δεν πρόκειται να λάβουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα την επόμενη δεκαετία παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της ΔΕΗ, ενώ τα νέα όρια εκπομπών διοξεδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου, μικροσωματιδίων και υδραργύρου, συνεπάγονται ακριβές αναβαθμίσεις τους. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο: πολύ σημαντική επιβάρυνση του κόστους κιλοβατώρας που αναπόφευκτα θα περάσει στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας.

Η άρνηση της πραγματικότητας σε ό,τι αφορά το κάρβουνο (λιγνίτη) βρίσκεται πλέον εντός των ορίων της εγκληματικής αμέλειας, τόσο για την εθνική οικονομία, όσο και για τους εργαζόμενους στη βιομηχανία του κάρβουνου. Δεν είναι δυνατόν, με αυτά τα δεδομένα, στην Ελλάδα που διανύει τον 8ο χρόνο μιας καταστροφικής οικονομικής κρίσης, να χτίζεται και νέα λιγνιτική μονάδα, να συζητείται σοβαρά η κατασκευή και δεύτερης, όπως και η παράταση λειτουργίας κι άλλων λιγνιτικών μονάδων πέρα από την προγραμματισμένη ημερομηνία απόσυρσής τους.

Σε αυτές τις συνθήκες η πιο έντιμη πολιτική επιλογή, ακόμα και για τους υπερμάχους του λιγνίτη, είναι η διαμόρφωση και χρηματοδότηση ενός σχεδίου για τη στήριξη των εργαζομένων στη λιγνιτική βιομηχανία και τη στροφή των τοπικών οικονομιών στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας, σε βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες, στο πλαίσιο της σταδιακής απεξάρτησης της χώρας από τον λιγνίτη ως το 2030.

Δημοφιλή