Αδιέξοδες πολιτικές πολιτιστικής κληρονομιάς στο Κόσοβο

Η προσπάθεια ένταξης στην UNESCO τον Οκτώβριο του 2015, που θα έφερνε το Κόσοβο ένα βήμα πιο κοντά στη διεθνή του αναγνώριση και εδραίωση, απέτυχε. Το Κόσοβο χρειαζόταν 95 ψήφους αλλά κατάφερε να συγκεντρώσει 92, με 50 μέλη να καταψηφίζουν και 29 να απέχουν. Η αποτυχία αυτή αφενός καταδεικνύει μια αποτυχημένη στρατηγική από την πλευρά της κυβέρνησης του Κοσόβου. Αφετέρου απηχεί την κατηγορηματική αντίθεση της Σερβίας αλλά και της σερβικής κοινότητας του Κοσόβου στην υποψηφιότητα αυτή, καθώς η σερβική ορθόδοξη εκκλησία του Κοσόβου πραγματοποίησε δυναμική καμπάνια ενάντια στην υποψηφιότητα.
Hazir Reka / Reuters

Παρ' ότι τα εμπλεκόμενα μέρη αναγνωρίζουν τις δυσλειτουργίες στην προστασία και λειτουργία της πολιτιστικής κληρονομιάς στο Κόσοβο, τα βήματα χάραξης συμπαγούς πολιτικής προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς. Τα ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς στο Κόσοβο ακολουθούν ένα δύσβατο μονοπάτι όπως όλα τα θέματα που έχουν πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις.

Οι πολιτικές πολιτιστικής κληρονομιάς παρουσιάζουν δύο, εντελώς διαφορετικά πρόσωπα. Από τη μία πλευρά οι διεθνείς οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο Κόσοβο προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την κληρονομιά ως εργαλείο συμφιλίωσης μεταξύ αλβανικής πλειοψηφίας και σερβικής μειοψηφίας.

Τα Ηνωμένα Έθνη, το Συμβούλιο της Ευρώπης αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επιχειρήσει να διευκολύνουν την επαναπροσέγγιση μεταξύ αλβανικής και σερβικής κοινότητας μέσα από πολιτιστικές πολιτικές, με αμφίβολα έως τώρα αποτελέσματα.

Από την άλλη, η κυβέρνηση του Κοσόβου ακολουθεί μια διττή πολιτική στρατηγική. Ενώ προσπαθεί να προσαρμόσει τη νομοθεσία και τις πρακτικές της στα διεθνή πρότυπα, ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την πολιτιστική κληρονομιά για την εδραίωση της εθνικής ταυτότητας και συνοχής.

Η προσπάθεια ένταξης στην UNESCO τον Οκτώβριο του 2015, που θα έφερνε το Κόσοβο ένα βήμα πιο κοντά στη διεθνή του αναγνώριση και εδραίωση, απέτυχε. Το Κόσοβο χρειαζόταν 95 ψήφους αλλά κατάφερε να συγκεντρώσει 92, με 50 μέλη να καταψηφίζουν και 29 να απέχουν. Η αποτυχία αυτή αφενός καταδεικνύει μια αποτυχημένη στρατηγική από την πλευρά της κυβέρνησης του Κοσόβου. Αφετέρου απηχεί την κατηγορηματική αντίθεση της Σερβίας αλλά και της σερβικής κοινότητας του Κοσόβου στην υποψηφιότητα αυτή, καθώς η σερβική ορθόδοξη εκκλησία του Κοσόβου πραγματοποίησε δυναμική καμπάνια ενάντια στην υποψηφιότητα.

Η αλήθεια είναι ότι η χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς για την εδραίωση και ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης, προκαλεί ανασφάλεια στις μειοψηφούσες κοινότητες του Κοσόβου και κυρίως στη σερβική. Και αυτό γιατί ενώ η κυβέρνηση εξαγγέλλει τη χάραξη της πολιτικής στη βάση της ανεκτικότητας και της συνύπαρξης, ο φόβος της καθολικής κυριαρχίας της συντριπτικά μεγαλύτερης αλβανικής πλειοψηφίας (περί του 87% του συνολικού πληθυσμού) και της συμπίεσης των πολιτιστικών και θρησκευτικών αναγκών των μικρότερων κοινοτήτων, οδηγεί τους Σέρβους του Κοσόβου σε κινήσεις εναντίωσης και σε ενίσχυση της εξάρτησης από τη Σερβία.

Η κυβέρνηση από τη μεριά της, πίσω από τις συνεχείς αρνήσεις της σερβικής ορθόδοξης εκκλησίας και της σερβικής κοινότητας στις πολιτικές πολιτιστικής κληρονομιάς, βλέπει τη γείτονα Σερβία και την επιθετική της εμμονή για συνεχή ανάμειξη στα εσωτερικά της ζητήματά. Στην πράξη, οι αρχές του Κοσόβου, σε συνεργασία με τη διεθνή κοινότητα, ενώ καταφέρνουν να προστατεύσουν τα μνημεία πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς από τις καταστροφικές επιθέσεις ακραίων στοιχείων, αδυνατούν να προσφέρουν κάτι περισσότερο από αυτό.

Από την άλλη, η εδραίωση μιας εικόνας βαθιάς θρησκευτικής διχοτόμησης και εχθρότητας που αντιστοιχεί στην ταύτιση των διπόλων Αλβανός - Σέρβος και Μουσουλμάνος - Χριστιανός, δεν απεικονίζει ορθά την πραγματικότητα.

Το Κόσοβο, αλλά και γενικότερα τα δυτικά Βαλκάνια, διαθέτουν ένα μακρύ παρελθόν θρησκευτικής συνύπαρξης αλλά και θρησκευτικού συγκρητισμού, που υπονοεί μια πολιτιστική εγγύτητα και ανοχή μεγαλύτερη από αυτή που παρουσιάζεται μέσα από τα στερεοτυπικά εθνο-θρησκευτικά δίπολα.

Οι καταστροφές μνημείων πολιτισμού κατά τον πόλεμο του 1999, η βεβήλωση ορθόδοξων εκκλησιών κατά τις ταραχές του Μαρτίου του 2004 και οι σποραδικές επιθέσεις ακραίων στοιχείων σε προσκυνητές από την σέρβικη κοινότητα, αλλά και τη Σερβία έχουν διαμορφώσει μια εικόνα θρησκευτικής πόλωσης στο εξωτερικό.

Σε πείσμα όμως των εντάσεων που είναι αποτέλεσμα των πολιτικών και εθνοτικών προβλημάτων του Κοσόβου, η πρακτική της κοινής και της από κοινού λατρείας μνημείων, ιερών και αγίων παραμένει κομμάτι της πραγματικότητας του Κοσόβου. Παρ' όλο που οι πόλεμοι τις Γιουγκοσλαβίας και η μετά το 1999 πραγματικότητα μείωσαν δραστικά τις δια-θρησκευτικές πρακτικές, δεν κατάφεραν να τις εξαλείψουν και να εγκαταστήσουν θρησκευτικά και λατρευτικά στεγανά.

Πέρα όμως από τα μνημεία της σερβικής και ορθόδοξης κληρονομιάς που αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ των κοινοτήτων, υπάρχουν και ζητήματα διάσωσης, συντήρησης και χρήσης που επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των κατοίκων του Κοσόβου.

Η παραμέληση των μνημείων και κτισμάτων που όντας ετοιμόρροπα εντός του αστικού ιστού αποτελούν κίνδυνο για τους πολίτες, οι κεντρικοποιημένοι, αργοκίνητοι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων και η αποκομμένη από τις τοπικές ανάγκες στρατηγική προστασίας και σχεδιασμού είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά, την προστασία της και τη διαχείρισή της.

Οι κύριοι παίκτες στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς έχουν έως τώρα αποτύχει να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις στρατηγικές τους. Τα αποτελέσματα από τη χρήση του πολιτισμού και της κληρονομιάς από τους διεθνείς οργανισμούς για την προώθηση της συμφιλίωσης είναι μέχρι στιγμής αμφίβολα. Οι πολιτικές του υπουργείου πολιτισμού για την προστασία και διαχείριση, ενώ είναι νομικά εδραιωμένες, παρουσιάζουν ελλείψεις, καθυστερήσεις και αστοχίες στην εφαρμογή τους. Η σερβική κοινότητα υπό τον φόβο της ολοκληρωτικής περιθωριοποίησης και τη σημαντική επιρροή της Σερβίας, αντιδρά αρνητικά στις πολιτικές της κεντρικής κυβέρνησης.

Για τη βελτίωση της παρούσας κατάστασης, η διεθνής κοινότητα χρειάζεται να πείσει τις αρχές του Κοσόβου για τη σημασία και την ανάγκη μιας συμπαγούς πολιτιστικής πολιτικής. Οι κεντρικοποιημένες πολιτικές διαχείρισης και προστασίας, θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν ώστε να απηχούν τις πραγματικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και τις δυνατότητες των δημοτικών αρχών. Οι κάτοικοι των πόλεων και των κοινοτήτων, που είναι και οι πραγματικοί χρήστες των μνημείων και χώρων, θα πρέπει να έχουν λόγο στις αποφάσεις ώστε να αποκτήσουν το αίσθημα της «κυριότητας» των πολιτιστικών αντικειμένων και πρακτικών.

Συμπερασματικά, φαίνεται ότι το κλειδί για το ζήτημα του πολιτισμού και της κληρονομιάς βρίσκεται στο τοπικό επίπεδο. Η δύναμη και η δυναμική των μικρών, τοπικών κοινοτήτων αποτελεί αναξιοποίητο κεφάλαιο όσο οι αποφάσεις λαμβάνονται κεντρικά. Μπορεί οι δια-θρησκευτικές πρακτικές να είναι μια υπερφιλόδοξη αφετηρία αποκατάστασης της επαφής και επικοινωνίας μεταξύ των κοινοτήτων και εδραίωσης της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Από την άλλη, οι δράσεις σε τοπικό επίπεδο και τα μικρής κλίμακας πολιτιστικά βήματα θα μπορούσαν να είναι μια καλή αρχή προς αυτή την κατεύθυνση.

Το κείμενο βασίζεσαι σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Kosovo Foundation for Open Society στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος "Building Knowledge of New Statehood in Southeast Europe: Understanding Kosovo's Domestic and International Policy Considerations", τα αποτελέσματα του οποίου θα δημοσιευθούν σύντομα.

Δημοφιλή