Αλλαγής εκλογικού νόμου αναγκαιότης

Στην αναμέτρηση της 6ης Μαΐου ο πάλαι ποτέ κραταιός δικομματισμός συνετρίβη, καθότι τα δύο πρώτα σε εκλογική απήχηση κόμματα με δυσκολία συγκέντρωσαν αθροιστικά το 1/3 των ψήφων των πολιτών. Κάτι αντίστοιχο σχεδόν συνέβη και στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου εκείνου του έτους, στις δε διπλές κάλπες του 2015, παρά τη βελτίωση των ποσοστών τους, τα δύο πρώτα σε ψήφους κόμματα μόλις και μετά βίας προσέγγισαν το 65% της απήχησης του εκλογικού σώματος. Ως εκ τούτου, την τελευταία τετραετία έχει καταστεί αδήριτη η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των όρων κατανομής των βουλευτικών εδρών, πόσω μάλλον του καλπονοθευτικού, ως αποδεικνύεται, bonus των 50 εδρών που απολαμβάνει το πρώτο σε ψήφους κόμμα.
ullstein bild via Getty Images

Τα εκλογικά συστήματα διακρίνονται σε τρεις (3) κυρίως κατηγορίες: τα πλειοψηφικά, τα αναλογικά και τα μεικτά. Στα αγγλοσαξονικής καταγωγής πλειοψηφικά συστήματα, υπό την πρακτική του "winner-takes-all", το σύνολο των εδρών κατανέμεται στο νικητή κάθε εκλογικής περιφέρειας. Στα αναλογικά από την άλλη οι κατανεμόμενες έδρες αντιστοιχούν στο ποσοστό των ψήφων που λαμβάνει κάθε συνδυασμός στην εκάστοτε εκλογική περιφέρεια. Στα δε μεικτά, όπως εκείνο της «ενισχυμένης αναλογικής» που εφαρμόζεται εδώ και πολλές δεκαετίες στη χώρα μας, ο συνδυασμός αναλογικών και πλειοψηφικών στοιχείων αποσκοπεί στη διαμόρφωση σταθερών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, δίχως την εξαφάνιση μειοψηφικών πολιτικών ρευμάτων.

Από τις πρώτες «ελεύθερες» εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα το 1844, ελάχιστες ήταν οι εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Όλες τους σχεδόν συνοδεύονταν από μία σύζευξη αναλογικών και πλειοψηφικών στοιχείων, πριμοδοτώντας ουσιαστικά το πρώτο σε ψήφους κόμμα και ταυτοχρόνως αποσκοπώντας στην εξασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες ρίζωσε στο ελληνικό κράτος, όπως και σε άλλες χώρες, ο δικομματισμός, ο οποίος ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα αποτελούσε για τον Χαρίλαο Τρικούπη βασική προϋπόθεση για την παγίωση του κοινοβουλευτισμού, την διατήρηση δηλαδή της εκάστοτε Κυβέρνησης στην εξουσία αναλόγως της εμπιστοσύνης που απολάμβανε από τη Βουλή. Τοιουτοτρόπως και στη Γ' Ελληνική Δημοκρατία, οι δύο κυρίαρχοι πρωταγωνιστές του πολιτικού μας γίγνεσθαι καταλάμβαναν αθροιστικά ποσοστά άνω του 80% -ή και του 90%- των ψήφων του εκλογικού σώματος, εναλλασσόμενοι περιοδικά στην κυβερνητική εξουσία.

Τα ανωτέρω ίσχυαν ως και τις εθνικές εκλογές του 2012. Στην αναμέτρηση της 6ης Μαΐου ο πάλαι ποτέ κραταιός δικομματισμός συνετρίβη, καθότι τα δύο πρώτα σε εκλογική απήχηση κόμματα με δυσκολία συγκέντρωσαν αθροιστικά το 1/3 των ψήφων των πολιτών. Κάτι αντίστοιχο σχεδόν συνέβη και στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου εκείνου του έτους, στις δε διπλές κάλπες του 2015, παρά τη βελτίωση των ποσοστών τους, τα δύο πρώτα σε ψήφους κόμματα μόλις και μετά βίας προσέγγισαν το 65% της απήχησης του εκλογικού σώματος.

Ως εκ τούτου, την τελευταία τετραετία έχει καταστεί αδήριτη η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των όρων κατανομής των βουλευτικών εδρών, πόσω μάλλον του καλπονοθευτικού, ως αποδεικνύεται, bonus των 50 εδρών που απολαμβάνει το πρώτο σε ψήφους κόμμα. Πέραν της αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων -ειδικά εκείνων του 2012- και της διαιώνισης του εν Ελλάδι πρωθυπουργοκεντρισμού, ο ισχύων εκλογικός νόμος βάλλει κατά και των ίδιων των αρχών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τούτο, παρεμποδίζοντας παντελώς τον σχηματισμό Κυβερνήσεων συνεργασίας δίχως τη συμμετοχή του νικητή των εκλογών -με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τον Μάιο του 2012, καθώς και τον Αύγουστο του 2015, όταν ο πρωθυπουργός παρέδωσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης- και συντείνοντας κατ' επέκταση στην πολιτική αστάθεια.

Επομένως, εύλογα το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει τεθεί από την παρούσα συγκυβέρνηση στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της τροποποίησης του εκλογικού νόμου, στον οποίο τις προηγούμενες ημέρες εισήλθαν και οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί σε κατ' ιδίαν συναντήσεις τους με τον πρωθυπουργό. Σε αυτόν δύο (2) είναι οι προτάσεις που κυριαρχούν. Αφ' ενός η μετάβαση στο σύστημα της απλής αναλογικής με την παραμονή όμως του πλαφόν εισόδου στο Κοινοβούλιο, αφ' ετέρου η διατήρηση του ισχύοντος συστήματος με σημαντικό όμως περιορισμό του εκλογικού bonus και απονομή του στο κόμμα ή στο συνασπισμό κομμάτων που θα συγκεντρώνει άνω του 40% των ψήφων των πολιτών.

Μεταξύ αυτών στη μεν πρώτη, λόγω των τακτικισμών τους για συμμετοχή σε μελλοντικά σχήματα εντάσσονται τόσο ένα τμήμα της σημερινής συμπολίτευσης, όσο και δυνάμεις της ελάσσονος αντιπολίτευσης, στην έτερη δε ως υπέρμαχο τίθεται ένα άλλο μέρος της συγκυβέρνησης. Από τις συγκεκριμένες προτάσεις πάντως, φέρεται πως ενδείκνυται η δεύτερη, ελέω κυρίως της έως σήμερα απουσίας των απαραιτήτων κομματικών συγκλίσεων και των κατ' επέκταση κινδύνων παρατεταμένης κυβερνητικής και πολιτικής αστάθειας. Μεταξύ δύο άκρων, άλλωστε, εκείνων του υπερβολικού εκλογικού bonus και της απλής αναλογικής, η βέλτιστη λύση βρίσκεται κάπου στη μέση.

Κοντολογίς, παρά τους εκατέρωθεν τακτικισμούς, ορθώς εντός της κυβερνητικής ατζέντας έχει τοποθετηθεί η τροποποίηση του εκλογικού νόμου. Στον σχετικό διάλογο που έχει ανοίξει τόσο για το bonus, όσο και για άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα, όπως το σπάσιμο των μεγάλων εκλογικών περιφερειών ή και ο σταυρός προτίμησης, οφείλουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς -συμπολίτευση, μείζων και ελάσσων αντιπολίτευση- να προσέλθουν ειλικρινώς, με σύνεση και σωφροσύνη. Γνώμονα τους δε εξυπακούεται πως πρέπει να αποτελέσει η αριστοτελική μεσότητα.

Δημοφιλή