Μετά το Βερολίνο

Τώρα αρχίζει ένας δεύτερος, δυσκολότερος, κύκλος. Η κυβέρνηση πρέπει να περάσει από τα προφορικά στα γραπτά. Πρέπει, δηλαδή, να αποδείξει ότι μπορεί να παρουσιάσει ένα συγκροτημένο σχέδιο πολιτικής, με μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες, που να υπηρετεί έναν συμφωνημένο δημοσιονομικό στόχο με νέα, αποτελεσματικότερα και δικαιότερα μέσα που να ανοίγουν παράλληλα δρόμους ανασυγκρότησης της οικονομίας. Πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να ανακτήσει την πολυσυζητημένη «ιδιοκτησία του προγράμματος». Και πρέπει- επ αυτού- να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη των έξω και την συναίνεση των μέσα, στην εφαρμογή του.
Carsten Koall via Getty Images

Αν κάποιος περίμενε ότι ο Αλέξης Τσίπρας, μόλις έφθανε στο Βερολίνο, θα έσχιζε το μνημόνιο μπροστά στα μάτια της Μέρκελ και θα πετούσε τα κομμάτια του στον ποταμό Σπρέε, προφανώς θα απογοητεύθηκε.

Κι αν κάποιος περίμενε ότι το βράδυ της Δευτέρας, μετά το τέλος των συνομιλιών της με τον Έλληνα πρωθυπουργό, η Μέρκελ θα σήκωνε το τηλέφωνο και θα παράγγελε στον Ντράγκι της ECB και στον Ρέγκλινγκ του ESM να ανοίξουν τα θησαυροφυλάκιά τους και να δώσουν στην Ελλάδα τα χρήματα που της λείπουν, θα απογοητεύθηκε επίσης.

Εκτός εξωφρενικών προσδοκιών, πάντως, η επίσκεψη Τσίπρα στο Βερολίνο ήταν, κατά γενική ομολογία, επιτυχής. Η επιτυχία ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη και προεξοφλημένη. Η πρόσκληση δεν θα ερχόταν καν, αν και οι δύο πλευρές δεν είχαν προσυμφωνήσει ότι έχουν την πρόθεση να συμφωνήσουν. Αλλά, ίσως, η επιτυχία να ήταν λίγο μεγαλύτερη του αναμενομένου.

Όσα ειπώθηκαν επί ώρες, πίσω από κλειστές πόρτες, δεν είναι γνωστά. Η σημασία τους, ο βαθμός επιτυχίας της ελληνικής πλευράς είναι νωρίς να διαπιστωθεί. Αλλά η δημόσια, η πολιτική και συμβολική διάσταση της επίσκεψης, μπορεί να αποτιμηθεί ως αποροσδόκητα επιτυχής. Ο Τσίπρας χειρίσθηκε με ανέλπιστη ωριμότητα τις δημόσιες δηλώσεις και την συνέντευξη Τύπου. Και κατάφερε δύο πράγματα. Από τη μιά να γεφυρώσει ένα χάσμα εμπιστοσύνης και καλής πίστης, που είχε διευρυνθεί επικίνδυνα

τις προηγούμενες εβδομάδες, και να στείλει το προσδοκώμενο συμφιλιωτικό μήνυμα προς τα έξω. Και από την άλλη, να χρησιμοποιήσει το βήμα της καγκελαρίας για να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα προς το εσωτερικό της χώρας.

Η αξιοπρεπής στάση, χωρίς τα «ουδείς αναμάρτητος» του παρελθόντος, και η συμβολική αναφορά σε θέματα ταμπού (υπόθεση Ζίμενς, πολεμικές επανορθώσεις) ήταν σωστά τοποθετημένη, ώστε να περάσει ευκολότερα το ουσιαστικό μήνυμα- πως δεν φταίνε οι ξένοι για όλα μας τα δεινά και πως από την ακριβοπληρωμένη δημοσιονομική προσαρμογή της περασμένης πενταετίας υπάρχουν μεν αδικίες που πρέπει να διορθωθούν, με ένα «νέο μίγμα», αλλά υπάρχουν και θετικά που πρέπει να διατηρηθούν.

Κάπως έτσι, κλείνει, δύο μήνες μετά τις εκλογές, ένας πρώτος κύκλος- ο κύκλος της προσαρμογής- με κέρδη (στην διαπραγμάτευση) και ζημιές (στην πραγματική οικονομία).

Τώρα αρχίζει ένας δεύτερος, δυσκολότερος, κύκλος. Η κυβέρνηση πρέπει να περάσει από τα προφορικά στα γραπτά. Πρέπει, δηλαδή, να αποδείξει ότι μπορεί να παρουσιάσει ένα συγκροτημένο σχέδιο πολιτικής, με μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες, που να υπηρετεί έναν συμφωνημένο δημοσιονομικό στόχο με νέα, αποτελεσματικότερα και δικαιότερα μέσα που να ανοίγουν παράλληλα δρόμους ανασυγκρότησης της οικονομίας. Πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να ανακτήσει την πολυσυζητημένη «ιδιοκτησία του προγράμματος». Και πρέπει- επ αυτού- να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη των έξω και την συναίνεση των μέσα, στην εφαρμογή του.

Τίποτε από τα δύο δεν είναι δεδομένο. Ο κίνδυνος ατυχήματος παραμονεύει πάντα. Αλλά αρχή άνδρα δείκνυσι...

Δημοφιλή