Ελλάδα: Η πρόκληση της επίτευξης δημοσιονομικής βιωσιμότητας σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης

Παρά την προαναφερθείσα βελτίωση και την εφαρμογή μιας σειράς μέτρων το 2012 για την αναδιάρθρωση του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού δημοσίου χρέους που βρίσκονταν στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα, ο λόγος δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της χώρας παρουσίασε σημαντική αύξηση, προσεγγίζοντας το 177% του ΑΕΠ στο τέλος του 2014, από 129,8% το 2009. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να ερμηνευτεί από τη μεγάλη υφεσιακή επίπτωση των εφαρμοζόμενων μέτρων λιτότητας. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με τη μεγάλη αναδιάρθρωση χρέους που έλαβε χώρα το 2012 βελτίωσαν σημαντικά την «εξυπηρετησιμότητά» του.

Από την υπογραφή του 1ου προγράμματος διάσωσης το Μάιο του 2010, η Ελλάδα επιτέλεσε μια άνευ προηγουμένου μακροοικονομική προσαρμογή που οδήγησε στην εξάλειψη των προ-κρίσης δίδυμων ελλειμμάτων και στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας σε όρους μισθολογικού κόστους έναντι των κύριων εμπορικών εταίρων. Παρά την προαναφερθείσα βελτίωση και την εφαρμογή μιας σειράς μέτρων το 2012 για την αναδιάρθρωση του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού δημοσίου χρέους που βρίσκονταν στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα, ο λόγος δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της χώρας παρουσίασε σημαντική αύξηση, προσεγγίζοντας το 177% του ΑΕΠ στο τέλος του 2014, από 129,8% το 2009. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να ερμηνευτεί από τη μεγάλη υφεσιακή επίπτωση των εφαρμοζόμενων μέτρων λιτότητας. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με τη μεγάλη αναδιάρθρωση χρέους που έλαβε χώρα το 2012 βελτίωσαν σημαντικά την «εξυπηρετησιμότητά» του.

Πιο πρόσφατα, οι εγχώριες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις έχουν επιφέρει, μεταξύ άλλων, σοβαρή επιδείνωση στη προβλεπόμενη δυναμική του λόγου δημοσίου χρέους-ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Αύγουστος 2015), ο λόγος δημοσίου χρέους-ΑΕΠ της Ελλάδας δεν αναμένεται πλέον να προσεγγίσει το 120% πριν το έτος 2030. Επιπροσθέτως, ενώ στο προηγούμενο πρόγραμμα προσαρμογής η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξασφαλιζόταν μέσω της προβλεπόμενης επίτευξης συγκεκριμένων στόχων για το λόγο χρέους-ΑΕΠ (124% το 2020 και σημαντικά χαμηλότερος του 110% το 2022), στο νέο (3ο) πρόγραμμα διαφαίνεται η υιοθέτηση νέας προσέγγισης για τη βιωσιμότητα του χρέους βάσει της οποίας οι μέσες ετήσιες χρηματοδοτικές δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης δε θα πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.

Λαμβάνοντας υπ' όψιν τις ανωτέρω εξελίξεις, πρόσφατη μελέτη μας εξετάζει τις δυνητικές επιπτώσεις ενός βασικού (θεωρητικού) πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους στην προβλεπόμενη εξέλιξη των δανειακών υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης και του λόγου χρέους-ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες. Η δομή του εν λόγω πακέτου είναι η ακόλουθη: 20ετής επέκταση του χρόνου ωρίμανσης του συνόλου των ευρωπαϊκών δανείων (GLF, EFSF και ESM) που έλαβε (ή αναμένεται να λάβει) η Ελλάδα στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης, σε συνδυασμό με νέα 10ετή περίοδο χάριτος στις αποπληρωμές τόκων και χρεολυσίων. Στην περίπτωση του ανωτέρω θεωρητικού σχήματος εξετάζονται επίσης τρία σενάρια για το ύψος των αντίστοιχων επιτοκίων: αμετάβλητα επιτόκια ή, εναλλακτικά, μετατροπή των υφιστάμενων επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά 0,25% ή 0,50%, αντίστοιχα.

Συμπερασματικά, η παροχή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης με χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν, σε γενικές γραμμές, με αυτά του ανωτέρω βασικού (θεωρητικού) σεναρίου θα μπορούσε να καταστήσει βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος, βάσει του νέου ορισμού βιωσιμότητας σύμφωνα με τον οποίο η μέση ετήσια χρηματοδοτική δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Τέλος, η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αποτελεί την πιο σημαντική προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας μεσοπρόθεσμα.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα Παρατηρητήριο για την Κρίση

Δημοφιλή