Κίνδυνος για τη δημοκρατία ο αντι-λαϊκισμός

Η δολιότητα της αντιλαϊκιστικής χειρονομίας θα ήταν συναρπαστική αν δεν ήταν πρωτίστως απειλητική: πρώτα παρουσιάζει ως λυμένο ζήτημα το τι είναι «(η μόνη) αλήθεια», με όλα τα άλλα να είναι απλώς «ψέμα». Ακολούθως, υπονοεί πως η αλήθεια υπαγορεύει μία και μόνη πολιτική, αυτή που υποστηρίζει ο αντιλαϊκιστής: οι άλλες πολιτικές προτάσεις δεν είναι αυτό που δηλώνουν, αλλά απλώς συνειδητές προσπάθειες εξαπάτησης. Έτσι οι «λαϊκιστές», αν και γνωρίζουν ενδόμυχα την αλήθεια που οδηγεί γραμμικά στην πολιτική στάση του «αντιλαϊκιστή», τη συσκοτίζουν ούτως ώστε να προτείνουν μια πολιτική που δεν είναι εφικτή, αλλά ως ευχάριστη ελκύει ψήφους.
Janis Apels via Getty Images

Υπάρχει «λαϊκισμός»; Εάν πάντως κάτι υφίσταται στα σίγουρα, αυτό είναι η χρήση της «αντιλαϊκιστικής κριτικής» ως ένα λαϊκιστικό πολιτικό όπλο στο πλαίσιο αξιώσεων μονοφωνίας.

Πρώτα οι λέξεις: καταλαβαίνουμε τον λαϊκισμό με δύο τρόπους. Είτε -συνήθως- ως «δημαγωγία» ψευδολογίας είτε, επιστημονικότερα, ως σχήματα «λαού» εναντίον «ελίτ». Ως προς τη δεύτερη περίπτωση, είναι ενδιαφέρον ότι η καταγγελία του λαϊκισμού αναδύεται ακριβώς όταν όντως εμφανίζεται ένα πραγματικό δίπολο και μάχη ελίτ εναντίον μη ελίτ, π.χ. όταν το καλό κανάλι μάς ενημερώνει προδημοψηφισματικά πως «όλες οι κοινωνικές ομάδες τάσσονται υπέρ του "ναι"».

Στην πρώτη περίπτωση, ο αντιλαϊκιστής, σε μια απότομη επιστροφή στο σχολικό προαύλιο, χωρίζει απλοϊκά τον πολιτικό λόγο σε όσους «λένε αλήθειες» και σε όσους «λένε ψέματα». Οι δεύτεροι άλλοτε διαδίδουν «ευχάριστα ψέματα» και εύκολες υποσχέσεις, αντιδιαστελλόμενες από τις «δυσάρεστες και δύσκολες αλήθειες» των πολιτικών της αρεσκείας του αντιλαϊκιστή, και άλλοτε «τρομολαγνικά» -δηλαδή δυσάρεστα- ψέματα. Ό,τι βολεύει τον αντιλαϊκιστή ανά περίσταση. Με μόνο κριτήριο όμως το ποιοι είναι οι πολιτικοί του αντίπαλοι: έτσι η «ελπίδα» ή η «αλλαγή στην οποία μπορούμε να πιστέψουμε» ενός Μπαράκ Ομπάμα δεν είναι ποτέ, μα ποτέ λαϊκισμός ή φθηνό εμπόριο ελπίδας.

Ποιο είναι το πρόβλημα; Οτι μπορεί σε κάποιες κραυγαλέες περιπτώσεις το τι είναι «ψευδές» να τυγχάνει αυταπόδεικτο (π.χ., τα προφανώς ανύπαρκτα 600 δισ. του Σώρρα), επέκεινα όμως αυτής της επικράτειας της καρικατούρας τα πράγματα αναδύονται πιο σύνθετα. Παράδειγμα: είναι αυταπόδεικτα ένα «λαϊκιστικό ψέμα» ότι θα μπορούσε να υπάρξει και άλλη ευρωπαϊκή και ελληνική πολιτική από το μνημόνιο της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης; Οντως σε εκτοξεύει στη σφαίρα της ιδιοτελούς προεκλογικής και λαϊκιστικής άρνησης της πραγματικότητας η αμφισβήτηση της σοφίας των ανακοινώσεων των Eurogroup, οι οικονομικές προβλέψεις και ρυθμίσεις των οποίων για το... 2060 (!) σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα τις κατατάσσουν στην κλίμακα επιστημονικότητας λίγο πιο κάτω από την οιωνοσκοπία και τα ζώδια;

Η δολιότητα της αντιλαϊκιστικής χειρονομίας θα ήταν συναρπαστική αν δεν ήταν πρωτίστως απειλητική: πρώτα παρουσιάζει ως λυμένο ζήτημα το τι είναι «(η μόνη) αλήθεια», με όλα τα άλλα να είναι απλώς «ψέμα». Ακολούθως, υπονοεί πως η αλήθεια υπαγορεύει μία και μόνη πολιτική, αυτή που υποστηρίζει ο αντιλαϊκιστής: οι άλλες πολιτικές προτάσεις δεν είναι αυτό που δηλώνουν, αλλά απλώς συνειδητές προσπάθειες εξαπάτησης. Έτσι οι «λαϊκιστές», αν και γνωρίζουν ενδόμυχα την αλήθεια που οδηγεί γραμμικά στην πολιτική στάση του «αντιλαϊκιστή», τη συσκοτίζουν ούτως ώστε να προτείνουν μια πολιτική που δεν είναι εφικτή, αλλά ως ευχάριστη ελκύει ψήφους. Σαν την κορυφή του παγόβουνου, μόνο το τελευταίο κομμάτι αυτού του συλλογισμού φανερώνεται πλήρως, δηλαδή η ίδια η καταδίκη του λαϊκισμού και των λαϊκιστών - η οποία όμως προϋποθέτει όλα όσα δεν λέγονται ως αυτονόητα.

Στο αντιλαϊκιστικό σύμπαν, πολιτική δεν είναι πια η μάχη ανάμεσα σε διαφορετικά ενδεχόμενα για τη διαχείριση των κοινών, αλλά απλώς και μόνο η διαδικασία για την τελική μεταποίηση της μίας και μόνης αλήθειας σε πολιτική πράξη. There is no alternative. Έτσι στην αντιλαϊκιστική χειρονομία άλλες πολιτικές υφίστανται εκ προοιμίου δίκη προθέσεων: υπάρχουν μόνο για να εξάψουν τα πάθη και να πείσουν τους αφελείς, μόνο για να κλέψουν δολίως ψήφους (οι πολιτικοί της αρεσκείας των αντιλαϊκιστών προφανώς δεν θέλουν να πείσουν ψηφοφόρους, εισέρχονται στην πολιτική μόνο για ένα ανιδιοτελές και απροϋπόθετο ταξίδι αληθείας και αυτοανακάλυψης).

Το αντιλαϊκιστικό αίτημα μονοφωνίας είναι, εντέλει, η ποινικοποίηση της πολιτικής αντιπαράθεσης, της ίδιας της πολιτικής: το να παραδεχτούν όλοι πως υπάρχει μία και μόνη πολιτική, απορρέουσα από μία και μόνη ερμηνεία των δεδομένων. Καθετί άλλο είναι ψεύδος και εξαπάτηση, post-truth και fake news (πριν από τα οποία βιώναμε το βασίλειο της ανόθευτης αληθείας στα ΜΜΕ), όχι θεμιτή πολιτική αντιπρόταση. Καλωσήρθατε στη νοοτροπία του ολοκληρωτισμού...

Τελικά υπάρχει «λαϊκισμός»; Φυσικά και υπάρχει ως κάτι το εγγενές στην πολιτική παλαίστρα, αναφερόμενο εξ ορισμού σε όλες τις πολιτικές ομάδες. Οταν επιχειρείται η διάκριση της πολιτικής τοπολογίας σε «λαϊκιστές» από 'δω και «ορθολογιστές» από 'κει, πολύ φοβούμαι ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι και τάσεις αντιλαϊκιστικού ολοκληρωτισμού.

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο «Ιδεογράμματα» που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 25/06/2017

Δημοφιλή