Πλουραλισμός ή πολυπολιτισμικότητα;

Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση πως η συγγραφέας είναι απαισιόδοξη, εξ αιτίας της παραδοχής της πως η ευελιξία κινήσεων είναι περιορισμένη. Παρ' όλα αυτά, δίνει τον καταστατικό χάρτη υπέρβασης αυτής της δυστοπικής κατάστασης. Μιλώντας σχεδόν φροϋδικά, ζητά από το στάδιο της άρνησης του προβλήματος να πάμε στην αναγνώρισή του. Θεωρεί πως η πολιτική της οικογενειακής επανένωσης (κατά την οποία έρχονταν πρώτα οι μετανάστες σε μία χώρα και μετά ακολουθούσε η οικογένειά τους) ήταν ολέθρια, τόσο για τον ανεπτυγμένο κόσμο -ο οποίος κατακλυζόταν από εξαρτώμενα άτομα και όχι από εργαζόμενους- όσο και για τον αναπτυσσόμενο - καθώς στερούσε από τον τελευταίο πόρους, εισροή κεφαλαίων και τεχνογνωσία.
ASSOCIATED PRESS

Ο ευρωπαϊκός σπαραγμός της 13ης Νοεμβρίου, η πολύνεκρη επίθεση στο Charlie Hebdo λίγους μήνες νωρίτερα, ο αυξανόμενος αριθμός βιασμών λευκών γυναικών στην Σουηδία, η δολοφονία στρατιώτη πλησίον του καναδέζικου Κοινοβουλίου, τα καθημερινά περιστατικά βίας και ανομικών συμπεριφορών στις γκετοποιημένες περιοχές της Ευρώπης, τα εξτρεμιστικά οράματα αναβίωσης και επέκτασης του ισλαμικού χαλιφάτου, οι εικόνες του τρόμου εκ μέρους του ISIS που εγκιβωτίζουν και κανονικοποιούν τις φρικαλεότητες στη δημόσια σφαίρα, υφαίνουν ισχυρό πλέγμα αμφιβολιών πάνω από τον δυτικό κόσμο. Εντείνουν τη λεγόμενη «πολιτισμική ανασφάλεια». Αποκαλύπτουν μια διάτρητη πολιτική εντροπίας στην ολότητά της.

Ένα εύλογο ερώτημα που θα μπορούσε να διατυπώσει κάποιος παρατηρώντας την ελληνική βιβλιογραφία θα ήταν γιατί ελάχιστοι ασχολούνται με την υπεράσπιση των ρεπουμπλικανικών αξιών της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας. Στο βιβλίο, «Πλουραλισμός, Πολυπολιτισμικότητα, Ενσωμάτωση, Αφομοίωση. Σημειώσεις για τη Σύγχρονη Ανοιχτή Κοινωνία», η Σώτη Τριανταφύλλου επανατοποθετεί τον ουσιωδώς εκσυγχρονιστικό λόγο του κοσμικού κράτους, της οντότητας της ελευθερίας.[i]

Υποστηρίζει πως ήρθε επιτέλους η ώρα, η Δύση να πάψει να αυτομαστιγώνεται. Η απόρριψη του δυτικού πολιτισμού είναι αβάσιμη και καταδικαστέα. Είναι μια επικίνδυνη κίνηση που επιδοκιμάζεται από την «Αριστερά Διεθνώς», η οποία καταγγέλλοντας την οικουμενικότητα του ορθολογισμού κινείται εναντίον του ίδιου του Διαφωτισμού, που υποτίθεται ότι υπερασπίζει. Το παράδοξο είναι πως ο αρχετυπικός αριστερός είναι ο κοσμικός, ο απομαγευμένος.

Η σύγχρονη Αριστερά, υιοθετώντας έναν κοινωνιολογικό ντετερμινισμό που αποδίδει την τρομοκρατία αμιγώς στη φτώχεια, στις ανισότητες, στον αποκλεισμό και στην αποικιοκρατία, που δικαιολογεί τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό ως εναλλακτική απάντηση στον καπιταλισμό και που υπερασπίζεται άκριτα το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας (το οποίο θα αναλυθεί αργότερα), μοιάζει να διαπράττει μια μορφή πατροκτονίας κινούμενη αντίθετα με την κοσμική καταβολή της. Αντί να υπεραμύνεται των ρεπουμπλικανικών αξιών τις έχει προδώσει.

Απαντώντας στον αδιέξοδο αυτό λόγο και, παραλλήλως, αντιτασσόμενη στις ανεδαφικότητες της άκρας Δεξιάς, η Τριανταφύλλου προτάσσει μία άποψη σχεδόν αιρετική απέναντι στον κομφορμισμό του εφησυχασμού. Παίρνει ξεκάθαρη θέση διαφοροποιούμενη από το πλήθος της κοινότoπης σκέψης, εκφράζοντας δυσάρεστες πραγματικότητες, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα και, κυρίως, αναδεικνύοντας το πολυπολιτισμικό τέλμα. Υπό αυτή την έννοια, αναντίλεκτα, κινείται στα νερά μίας νέας ετεροδοξίας τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα. Μιλά με πάθος αλλά και τεκμηριωμένα για την αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας. Τάσσεται αναφανδόν υπέρ του πλουραλιστικού μοντέλου. Διατρανώνει την ανάγκη ενσωμάτωσης και αφομοίωσης των μεταναστών, στo πλαίσιo όμως της εκκοσμικευμένης εικόνας του εαυτού. Προκρίνει μία πολιτική ελεγχόμενης μετανάστευσης, εκφράζοντας τη βαθιά της ανησυχία για την κοινωνική συνοχή και ειρήνευση.

Διαπολιτισμικότητα, όχι πολυπολιτισμικότητα

Στην Τριανταφύλλου αρέσει να εννοιολογεί, να λεξιλογεί, να διακρίνει όρους. Χρησιμοποιεί διαρκώς σχήματα και αντιθετικές έννοιες. Μιλά για την λεγόμενη συμπεριληπτική κοινωνία (inclusive society) στην οποία είτε θα υπερισχύει ο καθολικός νόμος ο οποίος θα εμμένει στις θέσεις του -κάτι το οποίο επικροτεί- είτε θα οδηγείται σε υποχωρητικότητα έναντι των ολοένα και αυξανόμενων απαιτήσεων διαφόρων κοινωνικών ομάδων - πράγμα το οποίο κατακρίνει.

Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά μεταξύ του πλουραλισμού και της πολυπολιτισμικότητας. Ο πρώτος θέλει έναν καθολικό νόμο που θα απευθύνεται σε ατομικότητες, σε πολίτες, σε μεμονωμένα άτομα, κυριολεκτώντας, εφαρμόζοντας δηλαδή τους κανόνες του. Από την άλλη μεριά, η πολυπολιτισμικότητα επιθυμεί έναν «εκτροχιασμένο» νόμο που θα απευθύνεται σε κοινότητες οι οποίες, αντί της ενσωμάτωσης, θα διεκδικούν και θα πετυχαίνουν συνεχώς νέα προνόμια, διατηρώντας την ξενότητα και την αδιαφορία τους για τον εθνικό κορμό, αρνούμενες να απομακρυνθούν από το πρωταρχικό πολιτιστικό τους υπόβαθρο και, βαθμιαία, να αφομοιωθούν στην κυρίαρχη κουλτούρα.

Η συγγραφέας δεν διστάζει να πει πως οι πολιτισμοί είναι παράλογο να μη συγκρίνονται, υποστηρίζοντας -συμπυκνωμένα- πως ο πολιτισμός που πέρασε από την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό είναι «ανώτερος». Η γραμμική αυτή άποψη δημιουργεί ερωτηματικά, καθώς εντέχνως παραγνωρίζει πως όλες οι δυτικές κοινωνίες δεν βίωσαν και δεν αξιολόγησαν τις ιστορικές αυτές περιόδους με ανάλογο τρόπο. Θα ήταν πειστικότερη η επιχειρηματολογία της αν, αντί να υιοθετούσε αυτή την αντιπαράθεση, με τους εν λόγω όρους να μίλαγε για το ποιος πολιτισμός είναι περισσότερο δίκαιος - με όρους συνταγματικών δικαιωμάτων. Ποια δηλαδή δικαιικά και πολιτικά συστήματα τιμωρούν τους παραβάτες των νόμων επιδιώκοντας το σωφρονισμό και την κοινωνική τους επανένταξη, ποια απαγορεύουν την κλειτοριδεκτομή, την πολυγαμία, τις αιμομειξίες, ποια επιτρέπουν τη συντεταγμένη διαφωνία προωθώντας την πολιτική συμμετοχή. Η δε αναφορά περί νωχελικών και βραδείας εργασίας, άνευ δημιουργικών φιλοδοξιών πολιτισμών, είναι από προβληματική ώς και προσβλητική.[ii]

Θα πρέπει να σημειωθεί πως από τον Κλωντ-Λεβί Στρως (ο οποίος αμφισβήτησε τη συμβατική αντίληψη αναφορικά με την έλλειψη φαντασίας στις πρωτόγονες κοινωνίες) και έπειτα, η ιεράρχηση των πολιτισμών, ανθρωπολογικά, είναι τελείως ξεπερασμένη. Ως δυτικοί άνθρωποι μπορούμε να διεκδικούμε την καθολικότητα των δικαιωμάτων χωρίς καμία απολύτως ιεράρχηση. Επιπροσθέτως, μία τέτοια πρακτική αντιπαραβολής ρίχνει νερό στον μύλο της μετααποικιακής σχετικιστικής αποδοχής των πάντων.

Δριμεία είναι η κριτική που ασκεί στην πολυπολιτισμικότητα. Η τελευταία δεν έρχεται για να ενώσει, αλλά για να χωρίσει. Δεν είναι η συνέχεια του πλουραλισμού, αλλά η άρνησή του. Δεν ενσωματώνει, αλλά δημιουργεί αποξενωμένες κοινότητες που, εσωτερικά βέβαια, μπορεί να είναι εξαιρετικά συνεκτικές. Το αποτυχημένο σύμφωνα με την συγγραφέα αυτό μοντέλο εντάσσεται σε έναν ιδιόμορφο αναχωρητισμό που αποστρέφεται την ιδιότητα του πολίτη. Οι κοινότητες αυτές, κλεισμένες στον εσωτερικό μικρόκοσμο, αρνούνται τη δημιουργική συμμετοχή στα κοινά. Οι διαφορές των μειονοτήτων αναγνωρίζονται, αναδεικνύονται, μεγιστοποιούνται. Η ενσωμάτωση υπονομεύεται και παραπέμπεται στις καλένδες. Χτίζονται επιμελώς διανοητικά και πολιτισμικά κοινοτιστικά σύνορα. Η αμάθεια και η θρησκοληψία γιγαντώνονται. Οι ανοιχτοί ορίζοντες καταστέλλονται. Η συμμετοχή στην οικονομική αναδιανομή εξαφανίζεται. Διαμορφώνεται το πλαίσιο μίας κλειστής κοινωνίας, μίας κακοήθους κοινωνίας.

Η δομική αυτή ανισορροπία των κατατεμαχισμένων κοινοτιστικών ταυτοτήτων οδηγεί στην επικράτηση μιας «διαφωνίας χωρίς συμφωνία».[iii] Αυτό συμβαίνει γιατί δεν χτίζεται μία συμμετοχική κουλτούρα, αναγκαία για την εκπλήρωση της ιδιότητας του πολίτη, αλλά επειδή οι μετανάστες διατηρούν τις πολιτισμικές πρακτικές, τη γλώσσα και τον τρόπο ζωής της παλιάς τους πατρίδας. Οι διαφορετικές κοινοτικές και εθνοτικές ομάδες εντός του λαού καταλήγουν σε μια διαλυτική της συνοχής κοινωνικότητα.

Ο πλουραλισμός αντίθετα (το μοντέλο, το οποίο θα μπορούσε πάνω σε μία ρεπουμπλικανική βάση να αντικαταστήσει εκείνο της πολυπολιτισμικότητας) είναι σύννομος με την ανοιχτή κοινωνία, την καλοήθη, αυτή που δεν αυτοκαταστρέφεται. Προϋποθέτει την ανεκτικότητα και το σεβασμό στις αξίες που τον κάνουν καλύτερο, δείχνει σεβασμό στην πολιτιστική βιοποικιλότητα που προϋπάρχει, αλλά ποτέ δεν την ενισχύει. Ενσωματώνει την πολιτισμική ετερογένεια, αλλά (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) δεν πολυπολιτισμικοποιεί τη μη ετερογένεια. Αποδέχεται τον άλλο, αλλά δεν τον εξυμνεί για τη διαφορετικότητά του. Η μισαλλοδοξία βέβαια δεν έχει θέση. Ο πλουραλισμός είναι πρόθυμος να συναινέσει και να συγκλίνει, να επιδείξει μετριοπάθεια. Επιζητεί την ειρηνική διαδοχή, πιστεύει σε επαρκώς διαχωρισμένες σφαίρες ζωής αλλά, την ίδια ώρα, και σε μία μη κατατετμημένη κοινωνία. Επιδιώκει αλληλοτεμνόμενα σχίσματα. Η αναγνώριση των θρησκευτικών και πολιτιστικών διαφορών δεν λησμονεί τον προϋπάρχοντα πολιτισμό της χώρας υποδοχής, καθώς και την υποχρεωτική για όλους νομοθεσία. Η θρησκεία και οι πολιτισμικές πρακτικές εντάσσονται στις ιδιωτικές ελευθερίες, στον δημόσιο όμως χώρο όλοι είναι πολιτικά ισότιμοι. Ο επιτυχημένος πλουραλισμός χρειάζεται ομοιογένεια, επιθυμεί αμοιβαιότητα και συγχρόνως απάδει των αφομοιωτικών υστερήσεων.

Κράτος Δικαίου εναντίον ταυτοτήτων

Στο βιβλίο περιγράφεται η υποχώρηση των δυτικών κοινωνιών στην πολιτική της πολυπολιτισμικότητας διά μέσου ενός πλούσιου παραδειγματικού λόγου, που λαμβάνει υπ' όψη τη διεθνή εμπειρία. Παρατίθενται δεδομένα από την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Μία γενικευμένη πολιτική θετικών διακρίσεων, μη εκηβόλων ενοράσεων, βίας και ενοχικής πολιτικής ορθότητας έρχεται για να ενισχύσει το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας που έχει ουσιαστικά επικυριαρχήσει ναρκοθετώντας τη μεταναστευτική πολιτική. Το κεφάλαιο αυτό (το πέμπτο) είναι μία πολύ σημαντική στιγμή του βιβλίου, διότι διαλύει μύθους και κατασκευές, θέτοντας μέσω αμείλικτων αποδείξεων τους εαυτούς μας αντιμέτωπους με το πρόβλημα. Λειτουργεί, θα λέγαμε, ως προειδοποιητήριο.

Ενδεικτικά, η Τριανταφύλλου, αναφερόμενη στα ισχύοντα στον Καναδά, αναφέρεται στον κίνδυνο δημιουργίας παράλληλων κοινωνιών από μετανάστες που καταφεύγουν εκεί χωρίς να είναι διατεθειμένοι να μάθουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Συν τοις άλλοις, ο νόμος καταστρατηγείται καθώς υπάρχουν μοτοσυκλετιστές, μέλη εθνοτικών ομάδων, όπως είναι οι Σιχ, οι οποίοι διατηρώντας το δικαίωμα στην εθνική τους ενδυμασία φορούν τουρμπάνι, αρνούμενοι να βάλουν κράνος. Επί πλέον, παραβιάζουν το νόμο περί οπλοφορίας, εξ αιτίας του ότι η παράδοσή τους τους επιτρέπει να κυκλοφορούν με μαχαίρια, πράγμα το οποίο ο Καναδάς αποδέχεται.

Στην περίπτωση της Γερμανίας προκαλεί εντύπωση ένα περιστατικό που παρουσιάζεται, σύμφωνα με το οποίο λυκειάρχης ζήτησε από τους μαθητές του να ντύνονται ευπρεπώς εξαιτίας της παρουσίας σύριων μουσουλμάνων κοντά στο σχολείο και λόγω του φόβου μήπως συμβούν βιασμοί.

Κάποιος θα μπορούσε εδώ να ισχυριστεί πως έχουμε εμβληματικά γεγονότα της πλήρους αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας. Αντί δηλαδή να προσπαθήσει η Δύση να επιβάλει τις αρχές, τις αξίες και τους νόμους της στους μετανάστες, προκειμένου να τους αφομοιώσει, είναι πρόθυμη να απαρνηθεί το κράτος δικαίου και την πολιτισμική της παράδοση. Είναι έτοιμη να καλύψει το πρόσωπό της.

Η γαλλική περίπτωση

Όσον αφορά τη Γαλλία, η συγγραφέας μιλά για την απειλή του Ισλάμ στη γαλλική laïcité. Υποστηρίζει πως η Γαλλία έχει εφαρμόσει μία πολιτική κατευνασμού της ισλαμιστικής επιθετικότητας. Μία πολιτική ανάσχεσης και όχι αναχαίτισης που εδραιώνει τον μουσουλμανικό κοινοτισμό. Κατά την άποψή της, η αριστερή προπαγάνδα είναι υπεύθυνη για τη δαιμονοποίηση των παρισινών προαστίων, τα οποία μπορεί να μην έχουν την αισθητική της κυρίως πόλεως -δημιουργώντας την «ψυχολογία τού εκτός των τειχών»-, έχουν όμως οργανωμένες δομές και φτηνά ενοίκια που κάτοικοι διαφορετικών χωρών θα ζήλευαν.[iv]

Η ισλαμική παρουσία είναι υπόλογη για την απομάκρυνση των παιδιών από το λαϊκό σχολείο, τη διαπαιδαγώγηση και την πλύση εγκεφάλου νεαρών μουσουλμάνων, και προφανώς για την ολοκληρωτική αποξένωσή τους από τους υπόλοιπους Γάλλους. Μέσα από τα τεμένη και από διάφορα άλλα δίκτυα επιτυγχάνεται ένας προσηλυτισμός, μία κατήχηση ιδεών που αποσπά τους κατοίκους αυτών των περιοχών από την κοινωνική και πολιτική διαδικασία, κάνοντάς τους να βρουν νέες νοηματοδοτήσεις κάτω από μία κουλτούρα βίας, μίσους και βαναυσότητας στην περίπτωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Η συγγραφέας αφήνει υπαινιγμούς για τα σχέδια διπλασιασμού των τζαμιών στην Γαλλία ώς το 2018 (σήμερα είναι 2.808) καθώς και για τη στάση μέρους της γαλλικής Αριστεράς που συγκροτεί «μια ενοχοποιητική αφήγηση για τη Δύση» ερμηνεύοντας τα πάντα μέσω της αποικιοκρατίας και του δουλεμπορίου.[v]

Η Τριανταφύλλου προχωρά σε ανάλυση των συνιστωσών του Ισλάμ και επεξηγηματικά του Κορανίου και του Ισλαμικού Δικαίου, με το ερώτημα αν υπάρχει δυνατότητα εκκοσμίκευσης του κορανικού δόγματος. Μια οξυδερκής προβολή που κάνει είναι πως το Ισλάμ επιστρέφει διαρκώς στις ρίζες του επιδιώκοντας να εξαγνιστεί, ενώ η Δύση είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει τις καταβολές της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα ατομικά δικαιώματα -σαφέστατα, η θεμέλιος λίθος της φιλελεύθερης κοινωνίας- δεν αναγνωρίζονται ως οικουμενικά και απαραβίαστα από τον κορανικό νόμο. Γι' αυτό το λόγο η Δύση υποχρεούται να ζητά από τους μετανάστες τη συμμόρφωση στις αρχές της σε έναν καθολικό -και όχι διαιτητικό- νόμο του ουδέτερου κράτους. Ο πολίτης και όχι ο αντι-πολίτης είναι ο στόχος.

Πιθανός αντίλογος σε αυτή την επιχειρηματολογία θα μπορούσε να είναι ότι μεγάλες τέως αποκλεισμένες ομάδες πληθυσμού βρήκαν πεδίο εκπροσώπησης που μόνο η πολυπολιτισμικότητα μπορεί να διασφαλίσει. Ασφαλώς, όσον αφορά τη δεύτερη διάσταση πρόκειται για μία ψευδαίσθηση. Στο ιδεατό αφηγηματικό πλαίσιο της κοινωνίας του εκκοσμικευμένα καθολικού κανόνα, τα συμφέροντα των μειονοτήτων θα υπηρετούνταν καλύτερα. Το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφύλων, για παράδειγμα, θα εφαρμοζόταν αναντίρρητα. Οι μειονότητες σταδιακά θα αφομοιώνονταν. Εξ άλλου, το κοινωνικό στοίχημα της ύστερης νεωτερικότητας είναι η ενδυνάμωση της κοινωνικής ομοιογένειας μέσα από μία ενιαία πολιτική κουλτούρα. Μία κουλτούρα που θα απαντά εάν θέλουμε ανοιχτή κοινωνία που θα ενσωματώνει αφομοιώνοντας, ή μία κατ' επίφαση ανοιχτή κοινωνία που θα δημιουργεί νέες ανισότητες και αποκλεισμούς, διαφορετικού τύπου διαιρέσεις, αυξάνοντας διαρκώς την κοινοτιστική ανελευθερία.

Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση πως η συγγραφέας είναι απαισιόδοξη, εξ αιτίας της παραδοχής της πως η ευελιξία κινήσεων είναι περιορισμένη. Παρ' όλα αυτά, δίνει τον καταστατικό χάρτη υπέρβασης αυτής της δυστοπικής κατάστασης. Μιλώντας σχεδόν φροϋδικά, ζητά από το στάδιο της άρνησης του προβλήματος να πάμε στην αναγνώρισή του. Θεωρεί πως η πολιτική της οικογενειακής επανένωσης (κατά την οποία έρχονταν πρώτα οι μετανάστες σε μία χώρα και μετά ακολουθούσε η οικογένειά τους) ήταν ολέθρια, τόσο για τον ανεπτυγμένο κόσμο -ο οποίος κατακλυζόταν από εξαρτώμενα άτομα και όχι από εργαζόμενους- όσο και για τον αναπτυσσόμενο - καθώς στερούσε από τον τελευταίο πόρους, εισροή κεφαλαίων και τεχνογνωσία. Με αυτόν τον τρόπο, στον δυτικό κόσμο μετοικούσαν οι συγγενείς ατόμων που δεν επιθυμούσαν να εργαστούν ή που διεκδικούσαν παροχές και προνόμια από το κράτος πρόνοιας, χωρίς την ίδια ώρα να είναι παραγωγικοί, ενισχύοντας τον παρασιτισμό. Συγχρόνως, η πολιτική της επανένωσης άφηνε τον Τρίτο Κόσμο χωρίς παραγωγικά στρώματα, καθιστώντας τον τον μεγάλο χαμένο των μεταναστευτικών ροών.

Η μαζική μετανάστευση, σύμφωνα με τη συγγραφέα, πρέπει να κανοναρχηθεί. Επαναφέρει το ζήτημα αποτυχίας του πολυπολιτισμικού μοντέλου και της πολιτικής του κατευνασμού η οποία υπέθαλψε, σε κάποιο βαθμό, ακόμα και τον εξτρεμισμό. Η πολιτισμική επανεκπαίδευση της Ευρώπης κρίνεται αναγκαία.

Ο ελεύθερος κόσμος, ο μη στρατευμένος, που είναι όμως συγχρόνως και κυριαρχικός, των καταναλωτικών ατομικοτήτων, των πολλαπλών επιλογών, των απολαύσεων, των αβεβαιοτήτων, των φιλοδοξιών και της ματαίωσης, πρέπει να απενεχοποιήσει τη δυτική ταυτότητα, να επανασυλλάβει τον ρεπουμπλικανισμό, να υπερασπιστεί το κοσμικό κράτος που δέχεται μία σφοδρή θρησκευτική επίθεση.

Για όσους ανησυχούν, η αταλάντευτα ανυποχώρητη εφαρμογή της πλουραλιστικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου είναι αυτή που θα κατισχύσει της ισλαμοφοβίας και της ενδεχόμενης ακροδεξιάς εκμετάλλευσης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μία επιτυχημένη αφομοίωση δύναται να υπάρξει. Όπως χαρακτηριστικά λέει η Τριανταφύλλου, «για να επιτύχουμε την μετα-φυλετική και μετα-ρατσιστική κοινωνία είναι απαραίτητο να πιστέψουμε στην ύπαρξή της».[vi]

Τελειώνοντας, χρειάζεται να τονιστούν τα ακόλουθα. Σε μια γλωσσική κατανομή, προκειμένου να απαντήσει στην αστυνομοκρατούμενη σκέψη -που τόσο πίσω πήγε τον δημόσιο διάλογο-, η συγγραφέας, κάποια στιγμή, προβαίνει σε μία επιθετική προσπάθεια κάθαρσης λέξεων - όπως, π.χ., τη λέξη: λαθρομετανάστες. Κατά τη γνώμη μου, η υιοθέτηση μίας φανατικής ιδιολέκτου δεν είναι μέρος της λύσης. Επί πλέον, στο βιβλίο δεν γίνεται όσο εμφανής θα έπρεπε η διάκριση μεταξύ μετριοπαθών μουσουλμάνων (που χρειάζεται βέβαια να δραστηριοποιηθούν) και μη, με κίνδυνο τη δημιουργία καθολικών αρνητικών στερεοτύπων και συμψηφισμών. Η σύνταξη, μάλιστα, κατοπινών του βιβλίου άρθρων με απαράδεκτη φρασεολογία, δρα ανασταλτικά της ανάδειξης του πολυπολιτισμικού αδιεξόδου και της αντικατάστασής του από το πλουραλιστικό μοντέλο που είναι ο στόχος.

Αυτό συμβαίνει γιατί η Τριανταφύλλου, με την αναπαραγωγή φράσεων όπως «ο φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ ο μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι»,[vii] μοιάζει να αποδίδει στο Ισλάμ ένα πρόβλημα καταστατικής φύσεως συνδέοντας το αιτιακά με την τρομοκρατία. Το γεγονός όμως πως συγκεκριμένες αναγνώσεις του Ισλάμ συνδέονται με την τρομοκρατία των τελευταίων δύο δεκαετιών δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε αυθαίρετες ταυτίσεις οι οποίες θα λησμονούν τη διάκριση μεταξύ του Ισλάμ και της ριζοσπαστικής του εκδοχής.

Το Ισλάμ per se δεν οδηγεί στην τρομοκρατία με καταναγκαστικό τρόπο ούτε ο ιερός πόλεμος είναι εγγεγραμμένος πάνω του. Μουσουλμανικά κράτη διαβιούσαν και εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνευσης πολύ πριν από τον ισλαμικό εξτρεμισμό μεγάλης έντασης των τελευταίων ετών. Είναι όμως σίγουρα το Ισλάμ ένα συνεκτικό σύστημα στρατευμένης πειθάρχησης και εγκράτειας πολύ διαφορετικό από τον δυτικό τρόπο ζωής.

Λίγες ημέρες πριν τελεστεί το Ισλαμοφασιστικό προγραμματικό ορόσημο στο Παρίσι, η Σώτη Τριανταφύλλου έρχεται να καταγράψει ένα σημαντικό βιβλίο.Ο πολιτισμός των ατομικών δικαιωμάτων, της ιδιότητας του πολίτη, του ορθού λόγου, της πλουραλιστικής αμοιβαιότητας, του ροκ εντ ρολ, του εξατομικευμένα μαζικού θεάματος, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, του έρωτα δίχως όρια, της αμφισβήτησης και της βλασφημίας, ο μόνος που με συνέπεια -ναι, συνέπεια- υπερασπίστηκε τη χειραφέτηση σε κάθε της έκφανση, οφείλει στην ιστορία του να αντισταθεί. Είθε η διολίσθηση στην προ-πολιτική αναδίπλωση να λάβει τέλος.

Το κείμενο του Σπύρου Πανταζή δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση του περιοδικού Books' Journal, ως βιβλιοκριτική στο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, «Πλουραλισμός, Πολυπολιτισμικότητα, Ενσωμάτωση, Αφομοίωση. Σημειώσεις για τη Σύγχρονη Ανοιχτή Κοινωνία», Πατάκη, Αθήνα 2015, 366 σελ. και δημοσιεύθηκε εδώ παράλληλα με την ηλεκτρονική ανάρτησή του.

[i] Σώτη Τριανταφύλλου, Πλουραλισμός, Πολυπολιτισμικότητα, Ενσωμάτωση, Αφομοίωση. Σημειώσεις για τη Σύγχρονη Ανοιχτή Κοινωνία, Πατάκη, 2014.

[ii] Ό.π., σ. 255.

[iii] Ό.π., σ. 307.

[iv] Ό.π., σ. 128.

[v] Ό.π., σ. 137.

[vi] Ό.π., σ. 299.

[vii] Σώτη Τριανταφύλλου, "Rock and roll will never die", Athens Voice, δημοσιεύτηκε στις 14/11/2015.

Δημοφιλή